Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, κατά τη συζήτηση και ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ αναπτύχθηκαν τόσο τα επιχειρήματα των συνηγόρων των οκτώ Τούρκων, όσο και εκείνα των νομικών εκπροσώπων του Δημοσίου. Αξίζει να σημειωθεί πως η απόφαση που θα λάβει το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο εντός του προσεχούς διμήνου, αναμένεται να αποτελέσει ουσιαστικό πρόκριμα για τις αποφάσεις που αφορούν και τους υπόλοιπους επτά στρατιωτικούς που κατέφυγαν στην Αλεξανδρούπολη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016. Όπως σημειώνεται, η απόφαση θα έχει πιλοτικό χαρακτήρα, αφού εισήχθη στο ΣτΕ ως πρότυπη δίκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3900/2010.
 
Κατά τη δίκη παρενέβη ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών από την πλευρά του Τούρκου, Σουλεϊμάν Οζκαϊνακτζί, που δεν παρέστη για λόγους ασφαλείας, τασσόμενος υπέρ της χορήγησης ασύλου στους Τούρκους στρατιωτικούς, για τους οποίους ο Άρειος Πάγος έχει αμετάκλητα αποφανθεί κατά της έκδοσής τους.
 
Συγκεκριμένα, ο ένας εκ των συνηγόρων του Τούρκου στρατιωτικού, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νίκος Αλεβιζάτος, υπογράμμισε πως «η υπόθεση αυτή δεν είναι θέμα εξωτερικής πολιτικής, αλλά θέμα σεβασμού του διεθνούς δικαίου και δεν είναι δυνατόν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής να κρίνουν τη χορήγηση ασύλου».
 
Αναφορικά με τις κατηγορίες σε βάρος των οκτώ, ο Ν. Αλεβιζάτος επικαλέστηκε την απόφαση περί μη έκδοσής του Αρείου Πάγου και επισήμανε ότι δεν αποδείχθηκε ότι μετείχαν στο πραξικόπημα. «Αν πράγματι υπήρχαν στοιχεία εμπλοκής του στο πραξικόπημα», τόνισε, «τότε δεν θα ήταν επιτρεπτό να δώσουμε άσυλο σε έναν εγκληματία, αλλά εδώ τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν» και πρόσθεσε ότι «όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος Ερντογάν -και το ξέρουμε όλοι- τους αποκαλεί καθημερινά “τρομοκράτες, προδότες και δολοφόνους” τι άλλο χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί για πολιτικούς λόγους φοβούνται να πάνε πίσω;».
 
Από την άλλη, οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου τάχθηκαν κατά της χορήγησης ασύλου στον εν λόγω στρατιωτικό, ζητώντας μάλιστα να ακυρωθεί η απόφαση της αρμόδιας επιτροπής, η οποία του έχει χορηγήσει άσυλο. Όπως υποστήριξαν, η επίμαχη απόφαση είναι αντιφατική και νομικά εσφαλμένη, καθώς στηρίχθηκε σε παραδοχές που δεν περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες.
 
«Αν υπάρχουν, που υπάρχουν, σοβαροί λόγοι συμμετοχής των συγκεκριμένων αξιωματικών στο πραξικόπημα, τότε δεν δικαιούνται ασύλου» τόνισαν οι συνήγοροι του Δημοσίου επισημαίνοντας ότι «η Επιτροπή που χορήγησε το άσυλο δέχθηκε, ότι ο εν λόγω Τούρκος αξιωματικός δεν μετείχε στο πραξικόπημα, δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στην Τουρκία και τα στοιχεία σε βάρος του είναι αόριστα, όμως όλα αυτά δεν μπορούν να στηρίξουν την ιδιότητα του πρόσφυγα και εξ αυτού να στηρίξουν τη χορήγηση ασύλου». Ακόμη, επισημάνθηκε ότι τα αδικήματα που φέρεται να διέπραξαν τιμωρούνται τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα ως κοινά ποινικά αδικήματα και ότι «δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πολιτικά εγκλήματα, στασιαστικές ενέργειες».
 
Στους ισχυρισμούς των νομικών εκπροσώπων του Δημοσίου απάντησαν οι συνήγοροι του Τούρκου, επισημαίνοντας πως από το ελικόπτερο που χρησιμοποίησαν για να έρθουν στη χώρα μας είχε αφαιρεθεί η συσκευή που εκπέμπει πληροφορίες υψομέτρων, καθώς δεν ήταν δυνατό, απόρρητο στρατιωτικό υλικό να παραδοθεί στην Ελλάδα.
 
Επίσης, ως προς το ότι το ελικόπτερο δεν ήταν για μεταφορά τραυματιών, αλλά για μεταφορές γενικών χρήσεων, απαντήθηκε από τους συνηγόρους του ότι υπάρχουν βίντεο τα οποία αποδεικνύουν ότι μετέφερε ασθενείς.
 
«Περιμένουμε να αισθανθούμε περήφανοι, ως Έλληνες νομικοί, και να πούμε ότι έχουμε δικαστές στην Αθήνα» φέρεται κατά τις ίδιες πληροφορίες να κάλεσε τους δικαστές ο Ν. Αλεβιζάτος.
 
Εκτός του καθηγητή, τη χορήγηση ασύλου στον Τούρκο υποστήριξαν οι Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Βασίλης Παπαδόπουλος, Ελένη Κουτσουράκη και Παναγιώτης Νικολόπουλος, ενώ για το Δημόσιο παρέστησαν ως νομικοί εκπρόσωποι, οι Δημήτρης Μακαρονίδης, Παντελής Παπαδάκης και Αναστασία Σκουντή.