Σειρά επιθέσεων και ξυλοδαρμών από οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος, Γεωργιανό Ονειρο,  υπό το βλέμμα της αδιάφορης αστυνομίας, καταγγέλουν οι διαδηλωτές που συνεχίζουν, επί δύο εβδομάδες, να κατεβαίνουν στους δρόμους όλων των μεγάλων πόλεων της Γεωργίας, απαιτώντας αλλαγή του εκλογικού νόμου, όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά η κυβέρνηση, και διεξαγωγή εκλογών το 2020.

Ο παρών εκλογικός νόμος ενισχύει ιδιαίτερα το πρώτο κόμμα: το Γεωργιανό Ονειρο έλαβε 48,6% στις εκλογές του 2016, και κατέχει 113 από τις 150 έδρες του κοινοβουλίου. Εξελέγη με την υπόσχεση να αλλάξει ακριβώς αυτόν τον εκλογικό νόμο που του έδωσε απόλυτη πλειοψηφία και εν λευκώ δικαίωμα, κάτι που αποφάσισε να μην κάνει, μετά την εκλογή του. Αυτή τη στάση καταδικάζουν οι πολίτες που κατεβαίνουν καθημερινά στο δρόμο, παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες.

Σύμφωνα με τις καταγγελίες, λίγη ώρα μετά την έναρξη της εκάστοτε διαμαρτυρίας, εμφανίζονται οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος οι οποίοι προσπαθούν να διαλύσουν με κάθε τρόπο τους συγκεντρωμένους. Η παρουσία της αστυνομίας είναι διακοσμητική, καθώς δεν κάνει καμμία κίνηση να προστατεύσει τους διαδηλωτές και δεν συλλαμβάνει ποτέ οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος, ή, αν συλλάβει τους περισσότερο βίαιους, τους αφήνει αμέσως ελεύθερους, όπως καταγγέλεται.

Χαρακτηριστικά, στις 2 Δεκεμβρίου, οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος επιτέθηκαν σε διαδηλωτές από το χώρο της αντιπολίτευσης και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ομάδας «Τόλμη» [Γκαμπεντε] που διαδήλωναν έξω από γραφεία κυβερνητικού βουλευτή.  Αρκετοί εκ των διαδηλωτών κατέληξαν στο νοσοκομείο, ενώ έγιναν και επτά συλλήψεις, για τους ξυλοδαρμούς, εκ των οποίων οι τρεις ήταν οπαδών της κυβέρνησης.

Σε άλλη περίσταση, τα ξημερώματα χθες, η αστυνομία χρησιμοποίησε κανόνια νερού για να διαλύσει τους συγκεντρωμένους, με τη θερμοκρασία υπό του μηδενός και προέβη σε 28 συλλήψεις. Τέσσερις άνθρωποι μεταφέρθηκαν τραυματίες σε νοσοκομείο.

Παράλληλα, και σύμφωνα με καταγγελίες, καθημερινά συλλαμβάνεται και κρατείται, από μία έως επτά ημέρες, με την κατηγορία του «χουλιγκανισμού» ή της «αντίστασης κατά της αρχής», ένας σεβαστός αριθμός από τους νεολαίους που βγαίνουν στους δρόμους καθημερινά, ζητώντας εκλογές.

Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, η οργάνωση των αντι-διαδηλώσεων αποφασίστηκε από την κυβέρνηση, όταν οι διαδηλώσεις άρχισαν να ανησυχούν «τους συνομιλητές της στο εξωτερικό» και «έγινε κατανοητό ότι η αστυνομική βία δεν θα σταματούσε τους διαδηλωτές».

Από κυβερνητικής πλευράς, ο πρωθυπουργός, Γκιόργκι Γκαχαρία, δήλωσε ότι «Δυστυχώς, ανεύθυνοι άνθρωποι προσπαθούν να σύρουν τη νεολαία σε μια πολιτική και συναισθηματικά έντονη κατάσταση. Μη ξεχνάτε ότι αυτοί οι νεολαίοι μπορεί να είναι σε αντίθετα στρατόπεδα σήμερα, αλλά αύριο οι ίδιοι πρέπει να ανοικοδομήσουν τη χώρα. Έτσι, πέραν του νόμου, πρέπει να αποδοθούν και ηθικές ευθύνες σε όσους τολμούν, καλούν ή υποβάλλουν αυτές τις αντιπαλότητες.».