Στο κατηγορητήριο αναφέρεται πως οι εμπλεκόμενοι επιδίωκαν να παρέμβουν στις «πολιτικές και εκλογικές διαδικασίες» των ΗΠΑ, περιλαμβανομένων των εκλογών του 2016, μέσω «ανέντιμων» ενεργειών, προκειμένου να «παρεμποδίσουν» και να «κατανικήσουν» τη νόμιμη λειτουργία της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ροντ Ρόζενστιν διευκρίνισε πάντως ότι δεν διατυπώνεται κανένας ισχυρισμός ότι η δράση των κατηγορούμενων επηρέασε το αποτέλεσμα των εκλογών.

Άμεση ήταν η απάντηση της Μόσχας, με εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών να κάνει λόγο για παράλογες και ανεδαφικές κατηγορίες.

«Δεκατρείς άνθρωποι παρενέβησαν στις εκλογές των ΗΠΑ; Δεκατρείς εναντίον μυστικών υπηρεσιών με προϋπολογισμό δισεκατομμυρίων; Εναντίον υπηρεσιών κατασκοπείας και αντικατασκοπίας, εναντίον των πιο σύγχρονων τεχνολογιών; Παράλογο; Ναι», έγραψε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών στο facebook.

Όλοι οι εμπλεκόμενοι κατηγορούνται για συνωμοσία με στόχο την απάτη σε βάρος των ΗΠΑ. Τρεις κατηγορούνται επίσης για συνωμοσία για διάπραξη τραπεζικής απάτης ενώ πέντε αντιμετωπίζουν την κατηγορία της σοβαρής κλοπής ταυτότητας.

Δώδεκα από τους κατηγορούμενους εργάζονταν για την επίσης κατηγορούμενη εταιρεία Internet Research Agency, η οποία παλαιότερα είχε συνδεθεί με προσπάθειες μαζικής προώθησης ψευδών ειδήσεων και πολωτικών προφίλ μέσω του Facebook, του Twitter και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Ο 13ος κατηγορούμενος είναι ο επιχειρηματίας Γεβγκένι Πριγκόζιν, ο οποίος χρηματοδοτούσε τις δραστηριότητες της Internet Research Agency και φέρεται να έχει στενές σχέσεις με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Η δράστη των κατηγορούμενων άρχισε το 2014, όμως ο Μούλερ υποστηρίζει ότι έως τα μέσα του 2016 οι εμπλεκόμενοι είχαν εστιάσει τη δράστη τους ώστε να «υποστηρίξουν» την προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ και να πλήξουν την καμπάνια της Δημοκρατικής αντιπάλου του Χίλαρι Κλίντον.

Οι κατηγορούμενοι φέρεται επίσης να υποστήριξαν την καμπάνια του ανθυποψηφίου της Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Μπέρνι Σάντερς.

Το κατηγορητήριο αναφέρει πως ορισμένοι από τους Ρώσους επικοινώνησαν με άτομα που συνδέονταν με την καμπάνια Τραμπ και με άλλους ακτιβιστές ώστε να προωθήσουν μέσω αυτών την προπαγάνδα τους, οργανώνοντας συλλαλητήρια ή διανέμοντας παραπληροφόρηση online.

Διευκρινίζει όμως ότι κανένας από τους Αμερικανούς που ήλθαν σε επαφή με τους Ρώσους πράκτορες δεν είχε γνώση των ρωσικών σχεδίων, καθώς οι δράστες χρησιμοποιούσαν κάλπικες ταυτότητες.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα δικόγραφα, ορισμένοι από τους κατηγορούμενους κατασκεύασαν ψευδείς ταυτότητες, προσποιούμενοι ότι είναι Αμερικανοί, και λειτουργούσαν σελίδες κοινωνικής δικτύωσης που απευθύνονταν στο αμερικανικό κοινό.

Το κατηγορητήριο εν πολλοίς αντανακλά το περσινό πόρισμα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ότι η Μόσχα επιχείρησε να χειραγωγήσει τις εκλογές του 2016, συμπέρασμα που ο Τραμπ ουδέποτε ενστερνίστηκε πλήρως και η ρωσική κυβέρνηση διαψεύδει.

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σάρα Χάκαμπι Σάντερς δήλωσε πως ο πρόεδρος Τραμπ έχει ενημερωθεί για την απαγγελία των κατηγοριών.