Η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να προσπαθήσει να συμπήξει μια αυτοκέφαλη Εκκλησία Ουκρανίας, αγνοώντας την ήδη υπάρχουσα Εκκλησία υπό το Πατριαρχείο Μόσχας και η ακόλουθη απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας να διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης απειλεί να προκαλέσει ένα πάγιο σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αποξενώνοντας δύο από τους σημαντικότερους ορθοδόξους λαούς.

Η αποξένωση αυτή μεταφέρει στο εκκλησιαστικό επίπεδο μια ευρύτερη ταμπελοποίηση των Ρώσων ως του κατ’ εξοχήν «παρία» της παγκοσμιοποίησης. Ως αντίδοτο σε αυτή την αποξένωση, θεωρούμε σημαντικό να μελετήσουμε πτυχές της Ρωσικής Ιστορίας που έχουν σχέση με τη σημερινή νοοτροπία των Ρώσων. Στο ακόλουθο σημείωμα θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε ορισμένα μοτίβα και επαναλαμβανόμενα σχήματα (patterns) στη Ρωσική Ιστορία επιμένοντας στο πώς προσλαμβάνουν οι Ρώσοι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και τη δική τους ιστορική αποστολή. Καθώς το σημείωμά μας αφορμάται από την ανάγκη κατανοήσεως προϋποθέσεων του εκκλησιαστικού σχίσματος, θα επιμείνουμε στις πτυχές της Ρωσικής Ιστορίας που σχετίζονται με την αυτοκατανόηση της θρησκευτικής αποστολής της Ρωσίας, χωρίς να αναφέρουμε σε ανάλογη έκταση άλλες συγκλονιστικές στιγμές, όπως το κομμουνιστικό εγχείρημα του 20ου αιώνα, το οποίο θα διέλθουμε εν τάχει, ή τις ιδιαιτερότητες της μετακομμουνιστικής κατάστασης. Φιλοδοξούμε να συμπληρώσουμε κενά και να αναφερθούμε εκτενώς στο σήμερα σε μελλοντικό μας σημείωμα, περισσότερο σχετικό με το Ουκρανικό ζήτημα. Εδώ θα προσπαθήσουμε να διαυγάσουμε ιστορικές προϋποθέσεις σε μια προσπάθεια κατανόησης πέρα από τους εύκολους πειρασμούς δαιμονοποίησης ή εξιδανίκευσης ενός λαού με συναρπαστικές αντιφάσεις, που η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση σπεύδει να προτείνει ως αποδιοπομπαία ετερότητά της, ακολουθούμενη από μερίδα των εκκλησιαστικών ταγών, οι οποίοι εντρυφούν στο ντίσκουρς της «ρωσικής απομόνωσης». Στην -οπωσδήποτε- ελλιπή πλην πυκνή συνόψισή μας αντλούμε στοιχεία από το βιβλίο: Ιγκόρ Αντρέεφ, Λεονίντ Λεσένκο, Δοκίμια Ρωσικής Ιστορίας, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2015.
 
Μεταξύ Μογγόλων και Σταυροφόρων
 
Το πρώτο κράτος των Ρως σχηματίστηκε μέσα από την ένωση Σκανδιναβών Βαραγκών και Σλάβων στην περιοχή του Κιέβου τον 9ο αιώνα υπό τους ηγέτες Άσκολντ και Ντιρ. Ένα δεύτερο σημαντικό κέντρο όπου έχουμε Σλάβους να ενώνονται υπό του Βαραγκούς είναι γύρω από τη λίμνη Ίλμεν στη Βόρεια Ρωσία. Εκεί δρα ο Ριούρικ, που πιθανολογείται ότι ήταν Δανικής καταγωγής, αλλά κυβέρνησε τους εντόπιους Σλάβους μέσω της «ριάντ», δηλαδή μιας συμφωνίας που σεβόταν και τα εντόπια σλαβικά ήθη.Μετά τον θάνατο του Ριούρικ το 879, ο συγγενής του Όλεγκ ενώνει το Κίεβο με το Νόβγκοροντ και σχηματίζει ένα ενιαίο κράτος που καταλαμβάνει με σημαντική θέση μεταξύ Βίκινγκς και Βυζαντινών. Μετά κυβερνά ο Ιγκόρ, η χήρα του οποίου Όλγα, ασπάζεται τον Χριστιανισμό θεωρούμενη το αντίστοιχο της αγίας Ελένης για τους Βυζαντινούς. Στον 10ο αιώνα οι Ρως είναι ένα είδος συνομοσπονδίας των Ρουρικιδών, όπου ο σημαντικότερος ηγεμόνας κυβερνά στο Κίεβο και οι υπόλοιποι σε άλλες πόλεις. Έναν μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό επιβάλλει ο ηγεμών Βλαδίμηρος, εγγονός της Όλγας, που εκχριστιανίζει μαζικώς τους Ρώσους το 988-989, αποτελώντας το αντίστοιχο του Μεγάλου Κωνσταντίνου για τους Ρωμιούς. Ο Βλαδίμηρος, θεωρούμενος ως άγιος από τη Ρωσική Εκκλησία, επισφράγισε τον εκχριστιανισμό των Ρώσων, νυμφευόμενος την πορφυρογέννητη Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, μια πράξη που συμβολίζει ότι η Ρωσία ανήκει πλέον στα χριστιανικά κράτη. Στα χρόνια του διαδόχου του Γιαροσλάβ χτίζεται ένας σημαντικός καθεδρικός ναός για την Αγία του Θεού Σοφία στο Κίεβο, αντίστοιχος της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Το ισχυρό κράτος των Ρουρικιδών κρατά μέχρι το 1132, οπότε διασπάται σε τοπικά πριγκιπάτα.Ειδικά το κράτος του Νόβγκοροντ αποτελούσε μία μορφή στρατιωτικής δημοκρατίας με τριπλή εξουσία πρίγκιπα, βογιάρων και λαϊκής συνέλευσης (βέτσε). Oλαός εκλέγει ακόμη και τον επίσκοπο της πόλης. Η δημοκρατία του Νόβγκοροντ που κράτησε περίπου τρεισήμισι αιώνες θα μπορούσε να συγκριθεί με πόλεις κράτη της Αναγέννησης.  Αντιθέτως, στην περιοχή του Βλαντίμιρ θάλλει ένα περισσότερο δεσποτικό καθεστώς. Στο τέλος του 12ου αιώνα το Βλαντίμιρ έχει ήδη υποκαταστήσει το Κίεβο ως σημαντικότερη ρωσική πόλη.

Τον 13ο αιώνα η Ρωσία καταλαμβάνεται από τους Μογγόλους. Το 1238 πέφτουν η Μόσχα και το Βλάντιμιρ και εξοντώνεται η αφρόκρεμα της ρωσικής στρατιωτικής αριστοκρατίας, αλλά σώζεται το Νόβγκοροντ. Οι Μογγόλοι θα καταλάβουν, όμως, την περιοχή του Κιέβου, θα εισβάλλουν στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη βρίσκοντας το τέλος της επέκτασής τους μόνο το 1242 στα όρια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.Hμογγολική λαίλαπα σήμανε ότι από τις 74 πόλεις της μεσαιωνικής Ρωσίας ισοπεδώθηκαν οι 14 και καταστράφηκαν άλλες 35. Ο ηγεμόνας των Μογγόλων Μπατoύ Χαν ιδρύει το κράτος της Χρυσής Ορδής που περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας. Μια σειρά από ρωσικές ηγεμονίες γίνονται υποτελείς στη Χρυσή Ορδή, προσπαθώντας κάτω από την υποτέλεια να επανοργανωθούν. Σημαντικότερη από αυτές είναι η ηγεμονία της Μόσχας υπό τον Ρουρικίδη Δανιήλ Γκάλιτσκι.Στο Νόβγκοροντ κυβερνά ο Αλέξανδρος Νιέφσκι, ο οποίος θα έχει περισσότερο εχθρική στάση προς τους εκ δυσμών εισβολείς παρά προς τους Μογγόλους. Θεωρεί τους Μογγόλους ως λιγότερο επικίνδυνους για την καταστροφή των Ρώσων και δέχεται να τους πληρώσει φόρο υποτέλειας. Αντιθέτως, θα καταστρέψει τους Σουηδούς του Μπήργκερ και τους Τεύτονες ιππότες στην παγωμένη λίμνη Τζούντσκοϊ. Ο αγιοποιημένος το 1547 Αλέξανδρος Νιέφσκι είναι μία πολύ σημαντική προσωπικότητα για την εθνική ιστορία των Ρώσων, καθώς θεώρησε ότι οι Δυτικοί είναι μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση και μακροπρόθεσμη ανεξαρτησία τους από ό,τι οι Μογγόλοι. Εγκαινιάζει έτσι μία παράδοση προστασίας της Ρωσίας από δυτικούς εισβολείς, ενώ σπεύδει να τηρεί τις υποχρεώσεις προς τους Μογγόλους και να πιέζει και τους άλλους ηγεμόνες να κάνουν το ίδιο με αποτέλεσμα να του δοθεί ο τίτλος και του Βλάντιμιρ από τη Χρυσή Ορδή. Από την εποχή του Αλεξάνδρου Νιέφσκι θεωρείται ως κύριο στοιχείο της ρωσικής ταυτότητας η ορθόδοξη πίστη σε αντιπαράθεση προς την λατινική πίστη που προσπαθεί να διεισδύσει διά της επιβολής των όπλων. Απέναντι στην ύπουλη εκ Δυσμών απειλή, οι Μογγόλοι δεν ζητούσαν παρά μόνο φόρους, αφήνοντας αλώβητη τη ρωσική πολιτισμική ταυτότητα. Με άλλα λόγια ο Αλέξανδρος Νιέφκσι προηγήθηκε κατά δύο αιώνες από την αντίστοιχη επιλογή των Ρωμιών «κάλλιον φακιόλιον τουρκικόν ή τιάραν παπικήν» με τη διαφορά ότι οι Ρώσοι κατόρθωσαν να απελευθερωθούν πολύ πιο γρήγορα από τους Ασιάτες δυνάστες. Η ρωσική δουλεία στους Μογγόλους κράτησε δυόμιση αιώνες και σήμανε την άνοδο του πριγκιπάτου της Μόσχας ως του σημαντικότερου με την έννοια ότι ήταν και αυτό που εξασφάλιζε την λυσιτελέστερη πληρωμή των φόρων. Μεταξύ των πολλών Ρουρικιδών των διαφόρων ηγεμονιών, οι Μοσχοβίτες με γενάρχη τον Δανιήλ Αλεξάνδροβιτς, υιό του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, κατάφεραν να επιβληθούν ως οι πιο δουλοπρεπείς και πιστοί στους Μογγόλους, αλλά και οι πιο ισχυροί, γιατί για την αποτελεσματική συλλογή των φόρων ήταν απαραίτητες και οι δύο ιδιότητες. Η γειτονική πόλη του Τβερ λ.χ. που είχε ισχύ, αλλά εξεγέρθηκε, ισοπεδώθηκε από τη Χρυσή Ορδή, γεγονός που έπεισε τον Ιβάν Ντανίλοβιτς ότι έπρεπε να συλλέγει με αποτελεσματικότητα τους φόρους μέχρι να αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων. Ο Ιβάν της Μόσχας γνωρίζει ασφαλώς τη σημασία της Εκκλησίας για τη στερέωση της Μοσχοβιτικής ηγεμονίας, την οποία ενίσχυσε η εγκατάσταση του μητροπολίτη Πέτρου στη Μόσχα όπου και τελευτά τον βίο το 1326. Ο Πέτρος ήταν ρωσικής καταγωγής, όμως μετά τον θάνατό του, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επιστρέφει στην τακτική να αποστέλλει Έλληνες για τον μητροπολιτικό θρόνο, όπως ο Θεόγνωστος (1328-1353). Ο Θεόγνωστος τηρεί την πολιτική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να κρατά ίσες αποστάσεις μεταξύ των ηγεμόνων σε αντίθεση με τον Πέτρο, που είχε στραφεί προς τη Μόσχα. Και ο Θεόγνωστος, όμως, καίτοι φέρει τον τίτλο του Μητροπολίτου Κιέβου, θα εγκατασταθεί στη Μόσχα, παγιώνοντας την πόλη ως το νέο εκκλησιαστικό κέντρο των Ρώσων. Το 1362 ο ηγεμών της Μόσχας Δημήτριος Ντανσκόι θα νικήσει επιτέλους τους Μογγόλους στο Κουλίκοβο, γεγονός που συμπίπτει με μια εσωτερική διάλυση της Χρυσής Ορδής. Η χαριστική βολή στη Χρυσή Ορδή έρχεται εξ Ανατολών από τον Ταμερλάνο το 1395 (ο οποίος θα διαλύσει και τους Οθωμανούς του Βαγιαζήτ δίνοντας μισό αιώνα παράταση ζωής στο Βυζάντιο).
 
Σώζοντας την Ορθοδοξία από τους πεπτωκότες Έλληνες
Από τη διάλυση αυτή αναδύεται ενισχυμένη η μοσχοβίτικη ηγεμονία ως αδιαφιλονίκητη αρχηγός του ρωσικού κόσμου επί Βασιλείου Β΄ (1415-1462) επί της ηγεμονίας του οποίου θα συμβούν δύο συνταρακτικά γεγονότα: Η εκκλησιαστική ένωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με τον Πάπα Ρώμης στη Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας το 1438-1439 και η ακόλουθη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Στη σύνοδο της ένωσης με τον Παπισμό συμμετέχει ο ελληνικής καταγωγής Πελοποννήσιος μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης, ο οποίος υποστηρίζει θερμά την ένωση και στέλλεται στη συνέχεια στη Ρωσία για να την επιβάλει, ενώ έχει ήδη δεχθεί και το αξίωμα του καρδιναλίου από τον Πάπα. Ο Ισίδωρος Κιέβου αποτυγχάνει παταγωδώς να προσεταιριστεί τους Ρώσους στον σκοπό της ένωσης με τον Πάπα Ρώμης, προκειμένου να σωθεί το Βυζάντιο. Φυλακίζεται από τον ηγεμόνα της Μόσχας Βασίλειο Β΄, κατορθώνει να δραπετεύσει και διαφεύγει στην Ιταλία. Ο Ισίδωρος ήταν ο τελευταίος Έλληνας μητροπολίτης Κιέβου. Μετά την αποπομπή του από τη Μόσχα έγινε Πατριάρχης των Ουνιτών. Οι Μοσχοβίτες βρίσκονται σε προβληματισμό. Δεν θέλουν να ζητήσουν πια μητροπολίτη από την Κωνσταντινούπολη που είναι ενωμένη με τον Πάπα Ρώμης. Τελικά σε σύνοδο του 1448 εκλέγουν ως Μητροπολίτη τον Ρώσο Ιωνά και ζητούν την έγκριση της Κωνσταντινούπολης μόνο εκ των υστέρων. Πρόκειται για μια ντε φάκτο ανεξαρτησία που οφείλεται στο γεγονός της ένωσης της Κωνσταντινούπολης με τον Πάπα. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα αναγνωρίσει τελικά τον Ιωνά, ενώ στη συνέχεια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταλύεται από τους Οθωμανούς. Είναι μια δραματική στιγμή. Μέσα σε 14 χρόνια η Κωνσταντινούπολη πρώτα ενώνεται με την παπική Πρεσβυτέρα Ρώμη και στη συνέχεια αλώνεται από τους Οθωμανούς. Λόγω των δύο αυτών γεγονότων, η Μόσχα θεωρεί εαυτήν ως τη μοναδική ορθόδοξη ηγεμονία. Δεν είναι ακόμη ισχυρή, καθώς έχει μόλις βγει από δύο αιώνες κυριαρχίας των Μογγόλων, πάσχει από μοναξιά, διασώζει, όμως, το λείμμα της Ορθοδοξίας σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από Μουσουλμάνους και από Ρωμαιοκαθολικούς.
Κάπως έτσι μπαίνουμε στη μακραίωνη βασιλεία του Ιβάν Γ΄ (1462-1505) που συμπίπτει με την απαρχή της νεωτερικότητας. Αν και ή μάλλον επειδή είναι ηγεμών του μοναδικού ορθόδοξου βασιλείου, ο Ιβάν Γ΄ προσκαλεί Ιταλούς αρχιτέκτονες στη Μόσχα, προσδίδοντας μια άλλη όψη στην ανατολική πρωτεύουσα, ενώ αρχίζει ο σκληρός μοσχοβιτικός συγκεντρωτισμός. Η ανταγωνιστική στρατιωτική δημοκρατία του Νόβγκοροντ καταλύεται, όχι τυχαία με το πρόσχημα της στροφής τους στη λατινική αίρεση.OΙβάν Γ΄ επεκτείνει τη Μοσχοβία σε έναν διμέτωπο αγώνα εναντίον Δυτικών και Ανατολικών εχθρών, ήτοι εναντίον Λιθουανίας και μογγολικής Χρυσής Ορδής, από τον οποίο θα εξέλθει νικητής εγκαινιάζοντας τη μεγάλη επέκταση των Ρώσων. Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που είχε θεωρηθεί ως σημείο του επερχόμενου τέλους του κόσμου αλλάζει ερμηνευτική πρόσληψη και θεωρείται πλέον ότι η δεύτερη Ρώμη χάθηκε λόγω της αποστασίας της, ήτοι της ένωσης με τους Λατίνους το 1438-1439, ενώ η Μόσχα επιβραβεύεται από τον Θεό για τη μη παράδοσή της στην Ουνία. Η Μόσχα ως Τρίτη Ρώμη εμφανίζεται ως εγγενώς συνδεδεμένη με την παγκόσμια υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, σε μία εποχή όπου η προτεραιότητα της πιστότητας συνυπάρχει με την πιο τραγική μοναξιά ενός κράτους απομονωμένου τόσο από τον δυτικό όσο και από τον ασιατικό κόσμο. Η θεωρία της Τρίτης Ρώμης διατυπώνεται από τον μοναχό Φιλόθεο του Πσκοφ σε επιστολή στον διάδοχο του Ιβάν Γ΄, -και γιο του από τον γάμο με τη Ρωμιά πριγκίπισσα Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα-, Βασίλειο Γ΄ (1505-1533). Στο όραμα αυτό του Φιλοθέου η πρώτη Ρώμη πέφτει λόγω αίρεσης, η δεύτερη Ρώμη αλώνεται από τους απίστους Αγαρηνούς, έχοντας προηγουμένως υποκύψει στην ένωση με την πρώτη και έτσι μένει η Τρίτη Ρώμη για να υπερασπιστεί την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Το γεγονός ότι ο Ιβάν Γ΄ νυμφεύθηκε τη Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα, ανιψιά του τελευταίου Ρωμιού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου και μαθήτρια του Βησσαρίωνος Νικαίας, ενισχύει για τους Ρώσους το αφήγημα της μετάβασης από τη Δευτέρα Ρώμη στην Τρίτη. HΖωή Σοφία Παλαιολογίνα είχε προταθεί στον Ιβάν ως νύφη από τον Πάπα Ρώμης ως ένα μέσο να τον προσελκύσει στην Ουνία, οι ελπίδες αυτές έμειναν όμως μάταιες. Ήταν, ωστόσο, μεγάλη η επίδραση της Ρωμιάς πριγκίπισσας στη ρωσική αυλή τόσο ως προς την υιοθέτηση βυζαντινής μεγαλοπρέπειας και αυτοκρατορικής ιδεολογίας (ο Ρώσος ηγεμόνας ονομάζεται πλέον Καίσαρ- Τσάρος), όσο και αναγεννησιακής αισθητικής, την οποία είχε προσλάβει η Τσαρίνα κατά την παραμονή της στην αναγεννησιακή Ιταλία. Η Ρωσία εισέρχεται στη νεωτερικότητα με μια ανάμειξη εγχώριων, ιταλικών και βυζαντινών στοιχείων, όπως ο δικέφαλος αετός, που επίσης υιοθετεί ο Ιβάν.
Επί του τσάρου Ιβάν Δ΄ ή Ιβάν του Τρομερού (1533-1584) κατακτώνται τα χανάτα του Καζάν και του Αστραχάν. Oτσάρος, περιβόητος για τις μαζικές εκτελέσεις βογιάρων, αλλά και χιλιάδων άλλων υπηκόων, έχει έναν ιδιότυπο θρησκευτικό μυστικισμό, καθώς θεωρεί τον εαυτό του όργανο του Θεού επί της γης, που δίνει λόγο μόνο στον Θεό. Περνάει πολλές ώρες προσευχόμενος, ταυτοχρόνως, όμως, συγκρούεται με τον μητροπολίτη Φίλιππο, τον οποίο οδηγεί στον θάνατο. Στη συνείδηση της Εκκλησίας δικαιώθηκε μάλλον ο μητροπολίτης Φίλιππος που αγιοκατετάγη. Για τον Ιβάν τον Τρομερό έχουμε δύο αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης σε διάλογο μεταξύ τους, αυτό του Σεργκέι Αϊζενστάιν και αυτό του Πάβελ Λουγκίν, που αναδεικνύει τις πολύ διαφορετικές θρησκευτικότητες του Τσάρου και του αγίου Μητροπολίτη που του εναντιώθηκε, ασκώντας έμμεση κριτική στις επικές διαστάσεις της ταινίας του Αϊζενστάιν. Ο Ιβάν ο Τρομερός, αφορμώμενος από έναν νοσηρό θρησκευτικό μυστικισμό, προσπάθησε να φτάσει στα άκρα της την απόλυτη μοναρχία πνίγοντας στο αίμα και την τρομοκρατία τη χώρα· τελικά, όμως, αν και δημιούργησε μια εκτεταμένη αυτοκρατορία, της διάλυσε την εσωτερική συνοχή λόγω των διωγμών με αποτέλεσμα μετά τον θάνατό του να ακολουθήσει μια μακρόχρονη εποχή χάους και αναρχίας με αλλεπάλληλους σφετερισμούς του θρόνου, μέχρι να εγκαθιδρυθεί η νέα δυναστεία των Ρομανόφ. H περίοδος της Σμούτα (αναρχία) σημαίνει μία διείσδυση ξένων δυνάμεων με προεξάρχουσα την Πολωνία στο εσωτερικό της Ρωσίας, ενώ καταλαμβάνεται ακόμη και η Μόσχα. Σε όλες τις δυσκολότερες στιγμές της ξένης κατοχής, όμως, αφυπνίζεται ο λαός, κυρίως στο Νίζνι Νόβγκοροντ και ξαναρχίζει την αντίσταση. Το τέλος της περιόδου της αναταραχής έρχεται το 1618 με την οριστική επικράτηση του Μιχαήλ Ρομανόφ.

Ρωσικός μεσσιανισμός στις απαρχές της νεωτερικότητας
 
Η νέα τάξη, που επήλθε μετά το 1620, βασίστηκε σε έναν ανανεωμένο μεσσιανισμό. Το χάος των ετών 1584-1620 θεωρήθηκε ως μία τιμωρία από τον Θεό προς την Τρίτη Ρώμη και η νέα αρμονία ωςμία συγχώρηση. Όμως δεδομένου ότι δεν θα υπάρξει Τέταρτη Ρώμη, κατά αυτή τη θεώρηση, η επιστροφή στην αμαρτία θα σήμαινε το εσχατολογικό τέλος του κόσμου. Οι Ρώσοι θεωρούνται, λοιπόν, ως υπεύθυνοι για να μετανοήσουν και μέσω μιας ηθικο-θρησκευτικής τελείωσης να αρθούν στο ύψος της αποστολής τους. Δημιουργείται, λοιπόν, ένας νέος τύπος ζηλωτισμού. Στο μεταξύ υπήρχε μια διαφορά με την Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη είχε ένα Νεοϊεροσολυμικό Καταστατικό, το οποίο δεν προσέλαβαν οι Ρώσοι που θεωρούσαν πλέον το δικό τους Τυπικό ως πιο αμόλυντο. Σημειωτέον ότι την αντίληψη σύνδεσης της ορθής πίστης με την ύπαρξη αυτοκρατορίας οι Ρώσοι δεν την εφηύραν, αλλά την παρέλαβαν από το ίδιο το Βυζάντιο. Πριν την Άλωση, ο Αντώνιος Κωνσταντινουπόλεως έγραφε στον Μοσχοβίτη ηγεμόνα για την αδυναμία να χωριστούν η Αυτοκρατορία από την Εκκλησία. Η περίοδος του χάους ήταν η περίοδος πολέμου με τη ρωμαιοκαθολική Πολωνία και την προτεσταντική Σουηδία που απείλησαν την μοναδική ορθόδοξη Ρωσία μέχρι στην ίδια της την ύπαρξη. Η αναγέννηση σημαίνει ότι ο μοναδικός ανεξάρτητος ορθόδοξος λαός, αφού παιδαγωγήθηκε από τον Θεό για τις αμαρτίες του, επανήλθε στον ιστορικό ρόλο που καλείτο να διαδραματίσει. Το ενδιαφέρον είναι βέβαια ότι υπάρχουν δύο αντίρροπες κινήσεις στη Ρωσία. Ο νέος ρόλος της Ρωσίας ως μιας Μεγάλης Δύναμης που φτάνει ως τους δύο ωκεανούς, τον Αρκτικό και τον Ειρηνικό, σημαίνει ανάγκη μεταρρύθμισης του στρατού σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, αλλά και αξιοποίηση των σχετικών επιτευγμάτων της στρατιωτικής τεχνολογίας. Ταυτοχρόνως, ο ιστορικός ρόλος απαιτούσε την άρνηση της αλλοτρίωσης από τους ρωμαιοκαθολικούς (όπως οι Πολωνοί) και τους Προτεστάντες (όπως οι Σουηδοί). Παρομοίως διττή είναι η στάση των Ρώσων προς τους Έλληνες. Αφενός μαθητεύουν στα κείμενα Ελλήνων, όταν είναι να χρησιμοποιήσουν επιχειρήματα κατά των Λατίνων. Αφετέρου πρέπει να δείξουν ότι αυτοί κατέχουν τώρα την αμόλυντη πίστη, που οι Έλληνες έχουν χάσει. Αυτός ο πνευματικός αγώνας γίνεται με φόντο έναν μακροχρόνιο πόλεμο με τους Ρωμαιοκαθολικούς Πολωνούς (1654-1667) με διακύβευμα εδάφη της σημερινής Ουκρανίαςκαι Λευκορωσίας. Είναι με τη νίκη αυτού του πολέμου που η Ρωσία καθιερώνεται ως μεγάλη Ευρωπαϊκή δύναμη. Η «Μικρά Ρωσία» (σημερινή Ουκρανία) έχει μεγαλύτερη ελληνική, αλλά ταυτοχρόνως και ρωμαιοκαθολική επιρροή. Ο πρεσβύτερος ΣτέφανΒονιφάτιεφ, πνευματικός του Τσάρου, επιμένει στην ορθοδοξία του Ελληνισμού και ανοίγει τον δρόμο για ελληνικές επιδράσεις στην απομονωμένη Ρωσία. Τον 17ο αιώνα, λοιπόν, η μεσσιανική ιδεολογία αλλάζει. Τώρα η Ρωσία εμφανίζεται όχι ως ο λαός που θα σώσει την ορθή πίστη στην απομόνωσή του, αλλά ως το κραταιό βασίλειο που θα σώσει όλους τους ορθοδόξους και δυνητικά θα τους απελευθερώσει από τον ξένο ζυγό. Το διακύβευμα ήταν τώρα ένα ενιαίο λειτουργικό τυπικό που θα δείχνει την οικουμενικότητα της ορθοδοξίας.

Το σχέδιο της μεταρρύθμισης ανέλαβε ο Πατριάρχης Νίκων, που ήταν υπέρ της σύσφιξης των σχέσεων με τη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία) και τους υπόδουλους Έλληνες, και υποστήριζε τη βυζαντινή πολιτική ιδεολογία της «συμφωνίας» στις σχέσεις Εκκλησίας- Κράτους. Από το 1652, οπότε ο Νίκων γίνεται Πατριάρχης Μόσχας, προωθεί μεταρρυθμίσεις γειτνίασης με τα ελληνικά πρότυπα. Χαρακτηριστικότερες μεταρρυθμίσεις είναι η διόρθωση των λειτουργικών βιβλίων και το σημείο του σταυρού με τρία δάχτυλα αντί για δύο. Οι μεταρρυθμίσεις προς τα ελληνικά πρότυπα συναντούν αντιδράσεις από μερίδα του κλήρου και του λαού, οι οποίες διώκονται. Οι διωκόμενοι επιμένουν στη ρωσική καθαρότητα μέσα στην απομόνωση, ενώ η τσαρική εξουσία επιθυμεί την έξοδο από την απομόνωση και την προβολή μιας πανορθόδοξης αποστολής. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι, ενώ αρχικά υπάρχει σύμπνοια μεταξύ του Πατριάρχη Νίκωνος και του τσάρου ΑλεξέιΡομανόφ, στη συνέχεια επέρχεται ψύχρανση και σύγκρουση που καταλήγει με τη δίκη του Νίκωνα, την καθαίρεσή του και την εξορία του σε μοναστήρι όπου και πέθανε. Με τον τρόπο αυτό το ρωσικό κράτος αίρει τη δυνατότητα της Εκκλησίας να έχει κύρος επάνω του και επιβεβαιώνει έναν μονότροπο καισαροπαπισμό, που ακολουθεί εν πολλοίς τα βυζαντινά πρότυπα, αλλά σε μια πιο σκληρυμένη εκδοχή. Εκτός, όμως, από τον έκπτωτο Πατριάρχη καταδικάζονται και οι σχισματικοί, οι οποίοι δικάζονται πλέον όχι μόνο ως αποσχισθέντες από την Εκκλησία, αλλά και ως υπονομευτές του κράτους με αποτέλεσμα σκληρές ποινές, που οι ίδιοι εκλαμβάνουν ως στέφανο του μαρτυρίου. Και ενώ ορισμένες φορές είναι η τσαρική εξουσία που καίει τους σχισματικούς, ακόμη περισσότερες φορές οι ίδιοι αυτοπυρπολούνται, προκειμένου να απελευθερωθούν από αυτό που εκλαμβάνουν ως «κράτος του Αντιχρίστου». Οι σχισματικοί απωθούνται και εντοπίζονται τελικώς σε ανατολικότερες περιοχές της χώρας. Το σχίσμα αυτό ανάμεσα σε δύο διαφορετικές Ρωσίες, αφενός μια Ρωσία του ανοίγματος προς την ελληνική παράδοση, η οποία θα έχει έναν πανορθόδοξο ρόλο μέσω της συμφωνίας Τσάρου και Πατριάρχη με ισχυρότερο τον πρώτο, και αφετέρου μια Ρωσία που επιμένει στην καθαρότητα του παλαιού ρωσικού ήθους προκαλεί ένα τραύμα, ίχνη του οποίου θα παραμείνουν στους επόμενους αιώνες.
 
Εκδυτικισμός και ανάδειξη της Ρωσίας σε Μεγάλη Ευρωπαϊκή Δύναμη
 
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της Ρωσίας είναι η βασιλεία του Μεγάλου Πέτρου (1682-1725). To 1703 ιδρύεται η Αγία Πετρούπολη στη Βαλτική, η οποία αποτελεί μία πύλη της Ρωσίας προς τη Δύση. Στη μάχη της Πολτάβα το 1709 ο Μέγας Πέτρος συντρίβει τους Σουηδούς και αποκτά τα εδάφη της σημερινής Εσθονίας. Το Μοσχοβιτικό βασίλειο μετατρέπεται σε Ρωσική αυτοκρατορία και στη συνέχεια ο Μέγας Πέτρος επιστρέφει στον Νότο για να κατακτήσει τους Τατάρους της περιοχής του Αζόφ. Ενώ νικά τους Σουηδούς, υιοθετεί πολλούς από τους θεσμούς τους, αφαιρώντας, όμως, τα όποια δημοκρατικά στοιχεία στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ιδρύει Γερουσία αντί Δούμας. Και κάτι αρκετά ακραίο, καταργεί το Πατριαρχείο Μόσχας. Στη θέση του πλέον διοικεί την Εκκλησία μια Ιερά Σύνοδος, διευθυνόμενη από έναν «ανώτατο εισαγγελέα», που τον διορίζει ο Τσάρος. Εγκαθιδρύεται έτσι ένας πολύ σκληρός καισαροπαπισμός, τέτοιος που το Βυζάντιο ουδέποτε είχε γνωρίσει. Αναπτύσσει τη βιομηχανία, εκπονεί ένα σχέδιο εκτεταμένων δημόσιων έργων, οργανώνει τη δουλοπαροικία επί της οποίας στηρίζεται όχι μόνο η αγροτική παραγωγή, αλλά και η βιομηχανική, καθώς οι δουλοπάροικοι δουλεύουν και σε αυτήν, όλα στο πλαίσιο ενός συγκεντρωτικού κρατικισμού. Εκδυτικίζει με πολύ βίαιο τρόπο τις πολιτιστικές συνήθειες των Ρώσων, ακόμη και στις ενδυματολογικές λεπτομέρειες. Δεν αποτελεί έκπληξη που και αυτός θεωρείται από πολλούς ορθοδόξους ως ενσάρκωση του Αντιχρίστου, λόγω του αυταρχικού εκδυτικισμού της χώρας, που πολλές φορές πάντως παραμένει μια επιφανειακή κρούστα που απλώς κρύβει τα ισχύοντα πατροπαράδοτα ήθη. Σε προσωπικό επίπεδο το πληρώνει με μια οικογενειακή τραγωδία, καθώς ο ίδιος ο γιος του στρέφεται εναντίον του σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο και επιλέγει εντέλει να τον σκοτώσει, φοβούμενος τη συνωμοσία (μια υιοκτονία που μας θυμίζει κάπως τον δικό μας Μέγα, τον Μέγα Κωνσταντίνο που είχε φονεύσει τον υιό του Κρίσπο).

Μετά τη μεταρρυθμιστική περίοδο του Μεγάλου Πέτρου ακολουθεί μια περίοδος πολιτικής αστάθειας. Πρόκειται για ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται στη Ρωσική ιστορία, μετά από έναν συγκεντρωτικό ηγέτη που άλλαξε δραστικά την πορεία του έθνους του, να ακολουθεί μία περίοδος πισωγυρίσματος και αμηχανίας, όπως συνέβη και με τον Ιβάν Γ΄ και με τον Ιβάν Δ΄ τον Τρομερό. Προχωράει, όμως, η Ρωσία προς μια νέα ακμή με την Αικατερίνη τη Μεγάλη (1762-1796). Με τη νίκη εναντίον των Τούρκων και τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), μπορεί πλέον να αναπτυχθεί η ελληνική ναυτιλία, ενώ η Κριμαία ανακηρύσσεται ανεξάρτητη και προσαρτάται εντέλει στη Ρωσία το 1783. Η Αικατερίνη η Μεγάλη ονειρεύεται μια κάθοδο προς την Κωνσταντινούπολη (ένα συστατικό όνειρο των Ρως από την εποχή του Μεγάλου Φωτίου τον 9ο αιώνα), μια δημιουργία ελληνικού κράτους δορυφόρου της Ρωσίας και γενικότερα τον σχηματισμό ορθοδόξων κρατών γύρω από τον Εύξεινο Πόντο και στο Αιγαίο. Είναι η εποχή που οι Έλληνες ονειρεύονται την απελευθέρωσή τους από το ξανθό γένος. Ταυτοχρόνως, λόγω της συμμαχίας με την Πρωσία θα συμβεί ο τρίτος και τελευταίος διαμελισμός της Πολωνίας και το 1794 η Ρωσία κατέχει πλέον και τη δυτική Ουκρανία, καθώς και τη Λευκορωσία και τις Βαλτικές Χώρες. Η Πολωνία θα είναι στο εξής υποδουλωμένη από το 1794 έως το 1918. Στα χρόνια της Αικατερίνης, η Ρωσία έχει φτάσει σε ένα απόγειο εδαφικής επέκτασης και ισχύος, ενώ στη χώρα διεισδύουν οι ιδέες του Διαφωτισμού και ο τρόμος για τις συνέπειες της Γαλλικής Επανάστασης. Η οικονομία της Ρωσίας στηρίζεται στη δουλοπαροικία, η οποία, όμως, διέρχεται μια παρατεταμένη κρίση που θα απασχολήσει τους μονάρχες κατά τον 19ο αιώνα.

Ο Αλέξανδρος Α΄ είναι ένας πεφωτισμένος ηγέτης, συμπαθών προς τις ιδέες του Διαφωτισμού, αλλά με ιδέες πολύ διαφορετικές από του Ναπολέοντα για το μέλλον της Ευρώπης. Θα εμπλακεί στον σερβικό αγώνα για ανεξαρτησία ενάντια στους Οθωμανούς και από το 1812 θα αρχίσει ο μεγάλος αγώνας του με τον Γάλλο εισβολέα. Ο Ναπολέων έχει αρχικά πύρρειες επιτυχίες, καταλαμβάνει τη Μόσχα, αλλά συναντά την ομόθυμη αντίσταση του ρωσικού λαού που καίει ο ίδιος την πόλη του για να τον παγιδεύσει. Ο Κουτούζοφ υποχωρεί συντεταγμένος και αποφεύγει την κρίσιμη μάχη, ενώ μαίνεται ένας ενθουσιώδης ανταρτοπόλεμος από σώματα Ρώσων. Ο στρατηγός χειμώνας και η πείνα είναι αυτή που θα εξολοθρεύσει τον πολυεθνικό στρατό του Ναπολέοντα και θα βάλει ταφόπλακα στα όνειρά του για επικράτηση στην Ευρώπη. Ενώ το 1812 έπεσε η Μόσχα, το 1814 θα πέσει το Παρίσι και τμήμα του ρωσικού στρατού θα παρελάσει στα Ηλύσια Πεδία. Από εκείνη την εποχή γενεαλογείται η γαλλική ρωσοφοβία. Την πολιτική της Ευρώπης χαράσσει πλέον ο Αλέξανδρος Α΄ ως βασικός υποστηρικτής της Ιεράς Συμμαχίας, που είναι θρησκευτική, μοναρχική και αντιδημοκρατική. Ο Αλέξανδρος Α΄ έχει μία σειρά από σχέδια για την αγροτική μεταρρύθμιση της Ρωσίας με κατάργηση της δουλοπαροικίας, αλλά τον προλαβαίνει ο θάνατος το 1825. Πριν πεθάνει προλαβαίνει να δει το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης και τον απαγχονισμό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄.
 
Πώς ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853-1856 σφράγισε έως σήμερα τις ζώνες επιρροής
 
Ο διάδοχός του Νικόλαος (1825-1855) σκληραίνει περισσότερο τη ρωσική κοινωνία στην κατεύθυνση ενός αντιφιλελεύθερου ιεραρχικού συγκεντρωτισμού στη διοίκηση με ανάπτυξη της δημοσιοϋπαλληλίας και πανταχού παρουσία του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών. Οι τελευταίες παρακολουθούν ακόμη και τους Ρώσους εμιγκρέδες, λ.χ. στο Παρίσι ή την Ελβετία, προοιωνιζόμενες τον μεταγενέστερο ολοκληρωτισμό. Η επιτυχία του ρωσικού στρατού φαίνεται στις νίκες του εναντίον των Περσών (1826), χάρη στις οποίες κατακτάται η Αρμενία, και των Τούρκων (1829), χάρη στις οποίες η Ελλάδα κερδίζει την ανεξαρτησία της (και όχι μια απλή αυτονομία που θα την είχε ούτως ή άλλως μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου). Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή, όπου ο ρωσικός στρατός μπορεί πλέον να φτάνει κατά βούληση μέχρι την Αδριανούπολη και τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως, όποτε το θελήσει, ενώ η μέριμνα των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων θα είναι πλέον όχι ο κίνδυνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά μήπως μια αιφνίδια κατάρρευσή της οδηγήσει σε υπέρμετρη ενδυνάμωση της Ρωσίας. Ρωσία και Αγγλογάλλοι θα δώσουν πλέον μια λυσσαλέα διπλωματική μάχη για να κερδίσουν την καρδιά και το σώμα του μικρού ελληνικού κρατιδίου, συμπεριλαμβανομένων και πολλών δολοφονιών, όπως του Ιωάννη Καποδίστρια, που θεωρήθηκε ύποπτος φιλορωσισμού. Η διπλωματική αυτή μάχη για την τεκνοθεσία της Ελλάδας θα διαρκέσει μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο, όπου η ήττα των Ρώσων θα σημάνει την οριστική νίκη του αγγλοσαξονικού παράγοντα στον προσεταιρισμό της Ελλάδας (που διαρκεί μέχρι και σήμερα). Πριν από αυτό ο Νικόλαος θα καταπνίξει στο αίμα την ουγγρική επανάσταση του 1848, κερδίζοντας επάξια τον χαρακτηρισμό του «χωροφύλακα της Ευρώπης» σε αυτήν τη σημαντική πανευρωπαϊκή άνοιξη των λαών. Στον πόλεμο του 1853-1856, η Ρωσία φάνηκε ικανή να διαλύσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας κατέστρεψε τον στόλο στο λιμάνι της Σινώπης. Όμως, οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοι δεν το επιτρέπουν και σε μία επίδειξη ισχύος αποβιβάζονται στην Κριμαία και πολιορκούν τη Σεβαστούπολη. Ο Κριμαϊκός πόλεμος είναι ο πρώτος πόλεμος με σύγχρονη προηγμένη τεχνολογία, καθώς χρησιμοποιούνται μια σειρά εφευρέσεων, όπως ο σιδηρόδρομος, ο τηλέγραφος κ.ά. Υπάρχουν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί ως συνέπεια μολυσματικών ασθενειών με αποτέλεσμα τη σκέψη για την ίδρυση μια οργάνωσης, όπως ο Ερυθρός Σταυρός. Η ήττα της Ρωσίας δείχνει ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει την τεχνολογία των Συμμάχων. Στο εξής η Ρωσία θα παραδεχτεί ότι η ανατολική λεκάνη της Μεσογείου είναι ένας ανεκπλήρωτος στόχος λόγω της ανωτερότητας των Άγγλων, ιδίως όταν συνασπίζονται με τη Γαλλία. Αποτέλεσμα είναι ότι στη συνέχεια η Ρωσία θα ποντάρει ιδεολογικώς στον πανσλαβισμό αντί για την Ορθοδοξία. Θα έχει ως υποχείριά της τους ομοδόξους αλλά και συγγενείς φυλετικά και γλωσσικά Βουλγάρους και πολύ λιγότερο τους Σέρβους, αντί για τους Έλληνες που είναι μεν ομόδοξοι, πλην ανήκουν γεωπολιτικώς στη σφαίρα επιρροής των ναυτικών δυνάμεων, όπως η Αγγλία, που τους είχε αποικίσει και οικονομικώς. Οι Έλληνες πάλι θα αντικαταστήσουν το όραμα του «ξανθού γένους» που θα τους έδινε την Πόλη, καταλύοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με μια ιδεολογία ελληνοθωμανισμού, σύμφωνα με την οποία Ελλάδα και Τουρκία είναι δύο χώρες με κοινές παραδόσεις και ήθη που μπορούν να τεθούν σε μία αντιρωσική αγγλική ασπίδα, ενώ μεταξύ τους ουδέποτε η μία θα καταστρέψει την άλλη ολοσχερώς αλλά θα ισορροπούν αενάως σε διαφορετικού τύπου δυναμικές ισορροπίες. Μία ακραία μορφή ελληνοθωμανισμού θα υποστηρίξει ακόμη και την ένωση Ελλάδας και Τουρκίας σε ένα μοναδικό κράτος, του οποίου οι Έλληνες θα αποτελούσαν την ανερχόμενη αστική τάξη, ενώ οι Τούρκοι τη στρατιωτική δύναμη και οι Ασιάτες διαφόρων εθνών το προλεταριάτο. Πρότυπο για την ελληνοθωμανική συνύπαρξη θα είναι στο τέλος του 19ου αιώνα η συμβίωση Αυστρίας και Ουγγαρίας ή προτεσταντικής Πρωσίας και καθολικής Βαυαρίας Αν και αυτός ο ακραίος ελληνοθωμανισμός ήταν απλώς ένα ρομαντικό σχέδιο, έλαβε σάρκα σε μία πραγματιστική ντε φάκτο μορφή, καθώς ο Ελληνισμός λειτούργησε εν πολλοίς ως αστική τάξη στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως συγκρούεται πλέον σταθερά με το Πατριαρχείο Μόσχας τόσο στην περίπτωση της Βουλγαρίας που καταδικάζεται για εθνοφυλετισμό το 1872 όσο και της Αντιόχειας που περνάει στα χέρια των αραβοφώνων με πρωτοβουλία του ρωσικού παράγοντα.

Στο εσωτερικό της Ρωσίας έχουμε έναν πνευματικό αναβρασμό με τον διχασμό ανάμεσα σε Σλαβόφιλους και δυτικόφιλους. Ενώ έχουμε φιλελεύθερους και σοσιαλιστές διανοουμένους χαρακτηριστική είναι εξίσου η επικράτηση ενός αγροτικού λαϊκισμού. Το μεγάλο διακύβευμα είναι η κατάργηση της δουλοπαροικίας, που επιτυγχάνεται από τον Αλέξανδρο Β΄ το 1961, με τρόπο, όμως, που βαρύνει τους πρώην δουλοπαροίκους με χρέη και δεν τους αποδίδει πλήρη ελευθερία. Ο Αλέξανδρος Β΄ υπήρξε ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής που εκσυγχρονίζει το δικαστικό σύστημα. Κατακτά επίσης την Κεντρική Ασία όπου και εκεί θα φτάσει να απειλήσει σφαίρες επιρροής των Άγγλων, θα ιδρύσει το Βλαδιβοστόκ ως απώτατο κέντρο, θα προσαρτήσει τη μακρινή Σαχαλίνη και τις Κουρίλες νήσους, πλην θα αποσυρθεί από την Αλάσκα. Το 1877 θα συντρίψει τους Τούρκους οδηγώντας σε μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια, την οποία θα κατορθώσουν να μετριάσουν οι Άγγλοι και οι Πρώσοι στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Είναι χαρακτηριστικό ότι το βασικό μέλημα των Άγγλων θα είναι να μην έχει η φιλορωσική Βουλγαρία έξοδο στο Αιγαίο, πράγμα που συμφέρει μακροπρόθεσμα την Ελλάδα. Μπαίνουμε στην πανσλαβιστική περίοδο όπου η Ρωσία ποντάρει στη Βουλγαρία, ενώ τα συμφέροντα της Ελλάδας εξυπηρετεί κυρίως ο αγγλικής έμπνευσης ελληνοθωμανισμός. Το γεγονός πάντως ότι η Αυστρο-ουγγαρία κατέχει πλέον τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η εχθρότητα της Ρωσίας προς αυτήν καθιστά τα μετά το 1878 Βαλκάνια πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Παρόλο που ο Αλέξανδρος Β΄ υπήρξε ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής, ή, ίσως, ακριβώς επειδή υπήρξε, δέχτηκε πολλές δολοφονικές απόπειρες εναντίον του μην μπορώντας να ελέγξει τα εναντίον του κινήματα με τελευταία αυτή του 1881. Ο διάδοχος Αλέξανδρος Γ΄ (1881-1894) θα μείνει στην ιστορία ως «ειρηνοποιός», καθώς δεν θα αναμειχθεί σε καμία σημαντική πολεμική αναμέτρηση, ενώ θα προσεγγίσει διπλωματικώς τη Γαλλία, προοιωνιζόμενος την κατοπινή Εγκάρδια Συνεννόηση (Entente).
 
Διεθνισμός και εθνικισμός στη Σοβιετική Ένωση
 
Ο τελευταίος τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Β΄ (1894-1917) βαρύνεται από μια σειρά αποτυχιών, όπως η ήττα στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904-1905 και η αιματηρή καταστολή της απεργίας του 1905 («Κυριακή του αίματος»). Η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας είναι από τις πλέον δυναμικές παγκοσμίως, αλλά οι κοινωνικές ανισότητες προκαλούν επαναστατικό αναβρασμό. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα είναι ο καταλύτης για την ανατροπή της μοναρχίας τον Μάρτιο του 1917. Τον Σεπτέμβριο ανακηρύσσεται η δημοκρατία και στις 17 Οκτωβρίου (7 Νοεμβρίου) οι Μπολσεβίκοι καταλαμβάνουν τα Χειμερινά Ανάκτορα. Διαλύουν τη Συντακτική Συνέλευση, μεταφέρουν την πρωτεύουσα στη Μόσχα και τερματίζουν τον πόλεμο. Το 1918 συντάσσεται νέο Σύνταγμα που επιβάλλει τη δικτατορία του προλεταριάτου και αρχίζει ο Εμφύλιος. Ένα μεγάλο μέρος του βάρους θα πέσει στην Ουκρανία όπου ο στρατός της Πολωνίας, που μόλις ανέκτησε την ανεξαρτησία της μετά από 124 χρόνια κατάργησής της μαζί με τις δυνάμεις των Συμμάχων, πολεμούν τον σοβιετικό, εναντίον του οποίου στρέφεται και ο στρατηγός Ντενίκιν με σώμα εθελοντών. Οι Λευκοί αντεπαναστάτες στην Ουκρανία δεν έχουν ομόνοια μεταξύ τους και έχουν ένα οπισθοδρομικό όραμα. Οι δε Σύμμαχοι έχουν μία αμφίθυμη στάση, καθώς επιθυμούν και την καταστολή των Μπολσεβίκων και τη μη επανανάδυση της Ρωσίας ως κραταιάς αυτοκρατορικής δύναμης. Αποτέλεσμα είναι ότι οι Μπολσεβίκοι νικούν ως πιο αποφασισμένοι και το 1920 ο στρατηγός Ντενίκιν εκκενώνει τα στρατεύματά του στην Κριμαία. Ο αγροτικός λαός είναι αποξενωμένος από τους Λευκούς, ενώ οι Μπολσεβίκοι οδηγούν σε έναν νέο αποφασισμένο συγκεντρωτισμό αυτή τη φορά σοσιαλιστικού τύπου. Περνάμε σε μια φάση «στρατιωτικού κομμουνισμού», όπου για να επιβιώσει η εύθραυστη επανάσταση χρειάζεται να καταφύγει σε τρομοκρατία, εκτελέσεις και επιτάξεις. Ιδίως η Ουκρανία είναι το κατ’ εξοχήν θύμα του Εμφυλίου: Στο διάστημα 1918-1922 τα θύματα από λιμούς, επιδημίες, εκτελέσεις και πολέμους ανέρχονται στα 12 εκατομμύρια.HNEΠ του Λένιν είναι ένας συμβιβασμός για να μπορέσει να επιβιώσει η ερειπωμένη χώρα.Οι διώξεις είναι συνταρακτικές: Στα 1922-1923 εκτελούνται 2690 ιερείς, 5410 μοναχοί και μοναχές, ενώ το 1925 πεθαίνει ο πατριάρχης Τύχων μάλλον δολοφονημένος. Με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία εγκαταλείπεται η ΝΕΠ και αρχίζουν πενταετή προγράμματα για την προετοιμασία της χώρας. Οι ρυθμοί βιομηχανικής ανάπτυξης είναι ιλιγγιώδεις με την παραγωγή λ.χ. όπλων να αυξάνεται 12-18 φορές, ηλεκτρικού ρεύματος 5 φορές, πετρελαίου 2,7 φορές. Ταξικώς καταπολεμούνται οι κουλάκοι και η ανώτερη τάξη των αγροτών από το οποίο πάλι υποφέρει κατ’ εξοχήν η Ουκρανία, ο ανέκαθεν σιτοβολώνας της Ευρώπης. Το 1932-1933 χάνουν τη ζωή τους εκατομμύρια άνθρωποι στην Ουκρανία. Ο λιμός εργαλειοποιείται εν πολλοίς από τους Μπολσεβίκους για τη διάλυση των εστιών αντίστασης σε περιοχές, όπως η Ουκρανία. Ο πόλεμος κατά του κλήρου συνεχίζεται: Από το 1937 έως το 1941 συλλαμβάνονται 176.000 πιστοί και εκτελούνται 110.000. Από 25.000 ναούς το 1939 μένουν 1277.

Σε μία πρώτη φάση του πολέμου του Χίτλερ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ο Ερυθρός Στρατός είναι αρκετά απαράσκευος, επειδή δεν έχει ακόμη συνέλθει από τις εκκαθαρίσεις που έκανε ο Στάλιν στην ηγεσία και τους αξιωματικούς του. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επαναλαμβάνει εν πολλοίς τον Εμφύλιο του 1918-1922, καθώς πρόκειται και πάλι για έναν ιδεολογικό πόλεμο που εκτυλίσσεται εν πολλοίς στο έδαφος της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας. Η μεγάλη αλλαγή είναι ότι από ένα σημείο και πέρα ο Στάλιν μετατρέπει έναν ιδεολογικό πόλεμο σε πατριωτικό- εθνικό και καλεί τους Ρώσους να υπερασπιστούν τη Μητέρα Πατρίδα, ζητώντας για αυτό και τη συνδρομή της Εκκλησίας, με τις καμπάνες να χτυπούν για το σωτήριο κάλεσμα. Οι Γερμανοί φτάνουν τα όριά τους στη μάχη της Μόσχας (χειμώνας 1941-1942). Ο «στρατηγός κρύο» επιδρά, όπως και επί Ναπολέοντα. OΣτάλιν αποκαθιστά την τσαρική Ιστορία ως μέρος της Ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης και δη τους Σουβόροφ και Κουτούζοφ, ακόμη και τον άγιο Αλέξανδρο Νιέφσκι. Η Ρωσία έχασε 27 εκατομμύρια πληθυσμό, 17 εκατομμύρια στρατιώτες και 10 εκατομμύρια αμάχους.

To 1970 η Σοβιετική Ένωση υπερτερούσε των ΗΠΑ στην παραγωγή μαύρου σιδήρου και ατσαλιού, αλλά υστερεί 6 με 10 φορές στην παραγωγή ειδών λαϊκής κατανάλωσης.Το 1956 οι Σοβιετικοί εισβάλλουν στην Ουγγαρία και το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, επαναλαμβάνοντας τρόπον τινά το 1848. Το 1972 υπογράφονται συμφωνίες για περιορισμό πυρηνικών όπλων. Το σοσιαλιστικό καθεστώς πέφτει εξαντλούμενο οικονομικώς από το πρόγραμμα «Πόλεμος του Διαστήματος», μια κούρσα εξοπλισμών, που είχαν εξαπολύσει οι Αμερικανοί επί RonaldReagan. Το 1980-1981 στην Πολωνία εναντίον του καθεστώτος είναι όχι μόνο οι φοιτητές, αλλά κυρίως οι εργάτες. Από το 1986 άρχισε το πρόγραμμα της «περεστρόικα» (αλλαγή) και της «γκλάσνοστ» (διαφάνεια), ενώ στην πτώση του καθεστώτος συμβάλλουν η πτώση της τιμής πετρελαίου και το πυρηνικό δυστύχημα του Τσέρνομπιλ στην Ουκρανία. Από το 1986 λειτουργούν μόνο οι μικρού μεγέθους ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι κοπερατίβες (συνεταιρισμοί) για μεσολαβητικό εμπόριο μεταξύ σοβιετικής γραφειοκρατίας και παραοικονομίας τύπου μαφίας. Η οικονομία πάσχει από τις ημιμεταρρυθμίσεις. Μετά από το χάος της εποχής Γιέλτσιν, η σταθεροποίηση επί της προεδρίας του Βλάντιμιρ Πούτιν θυμίζει την αρχή των Ρομανόφ μετά το χάος της Σμούτα στον 17ο αιώνα ή την επιστροφή των Ρώσων στο προσκήνιο μετά τις κατακτήσεις της Χρυσής Ορδής. Αλλά για τη νεώτερη Ρωσία θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα.