«Η συνεχιζόμενη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι αρνητική για την πιστοληπτική αξιολόγηση των  τραπεζών, καθώς θέτει σε κίνδυνο τα προγράμματα αναδιάρθρωσής τους και κυρίως, τον στόχο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 40% έως το τέλος του 2019» αναφέρει, ενδεικτικά.

Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι «η έγκαιρη εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας και για τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών στη χώρα και το τραπεζικό σύστημα».


Οι ελληνικές τράπεζες, όπως αναφέρεται στη συνέχεια, προσδοκούν στην άμεση ολοκλήρωση της αναθεώρησης του πλαισίου διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. «Αυτή όμως, έχει καθυστερήσει λόγω της εκκρεμούς ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης» προσθέτει.

Κατά τον οίκο αξιολόγησης, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι επίσης σημαντική για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να βελτιώσουν το χρηματοδοτικό τους προφίλ, χάρη στην αύξηση των καταθέσεων και τη μείωση της εξάρτησή τους από τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας (ELA).«Η πολυαναμενόμενη επανένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εξαρτάται επίσης από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης» υπενθυμίζει παράλληλα.

Περαιτέρω καθυστερήσεις στη δεύτερη αξιολόγηση, «ενέχουν τον κίνδυνο να μην επιτρέψουν στις τράπεζες να εφαρμόσουν τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους τόσο αναφορικά με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους όσο και αναφορικά με την επιστροφή τους στην κερδοφορία μετά τις ζημιές που είχαν τα τελευταία λίγα χρόνια. Ένα τέτοιο σενάριο θα έθετε τις τράπεζες σε μία πιο ευάλωτη θέση εν όψει ενός νέου γύρου ασκήσεων αντοχής από την ΕΚΤ το 2018, αυξάνοντας σημαντικά τους κινδύνους για τους πιστωτές και τους καταθέτες» καταλήγει ο οίκος.