Το κίνημα «Κίτρινα Γιλέκα» που συγκλονίζει τη Γαλλία από τον Νοέμβριο του 2018 μέχρι και σήμερα με αδιάκοπη ένταση βασίζεται σε έναν πολύ καίριο συμβολισμό. Ο γαλλικός νόμος του 2008 υποχρεώνει όλους τους οδηγούς να έχουν στα οχήματά τους κίτρινα γιλέκα υψηλής ορατότητας, ώστε να μπορούν να τα φορέσουν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ειδοποιώντας άλλους οδηγούς. Οι συμμετέχοντες στο αντιστασιακό κίνημα χρησιμοποιούν σήμερα τα κίτρινα γιλέκα, για να δηλώσουν κατ’ αρχήν το ίδιο τους το ανήκειν, αλλά και για να καταλάβουν όχι μόνο πλατείες και άλλα σημεία στασιμότητας, αλλά και δρόμους. Αξίζει να δούμε ορισμένους αλληλένδετους συμβολισμούς που περιέχονται στο κίτρινο γιλέκο, οι οποίοι το καθιστούν ένα νέο έμβλημα πάλης.

Δίνοντας την κατάσταση εξαίρεσης στον λαό
 
Ο Ιταλός στοχαστής Giorgio Agamben στο έργο του Κατάσταση εξαίρεσης: Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα (Πατάκης, Αθήνα 2007, μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου, τίτλος πρωτοτύπου: Stato di eccezione, Bollati Boringhieri editore, Τορίνο 2003) αναλύει την έννοια Ausnahmezustand του Carl Schmitt, ανάγοντάς την στις ρωμαϊκές έννοιες της δικαιοσύνης (justitium) και της αυθεντίας (auctoritas). O Agamben δείχνει πως o κυρίαρχος είναι αυτός που μπορεί να ορίζει πότε έχουμε κατάσταση εξαίρεσης, όπου αναστέλλεται (υποτίθεται προσωρινά) το σύνηθες δίκαιο, χωρίς οπωσδήποτε να καταργείται, και πότε επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Το θρησκευτικό μοντέλο είναι ο Θεός, κυρίως όπως συνελήφθη στη δυτική πρώιμη νεωτερικότητα, ως ένας κυρίαρχος που μπορεί να αποφασίζει πότε θα έχουμε την κανονικότητα των νόμων της φύσεως και πότε την εξαίρεση του θαύματος. Διαβόητα παραδείγματα κυριάρχων που λειτούργησαν σε κατάσταση εξαίρεσης αποτελούν ο George Bush ο νεώτερος με την επιβολή έκτακτης ανάγκης μετά το 2001 σε μια περίοδο που είδε τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, αλλά και ο Adolf Hitler, ο οποίος ουδέποτε κατήργησε επισήμως τη Δημοκρατία της Κυβέρνησης, αλλά κυβέρνησε σε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης από το 1933 έως το 1945. Η δυνατότητα κηρύξεως κατάστασης εξαίρεσης συνδέεται στη σκέψη του Agamben με την εξαιρετική χαρισματική αυθεντία (auctoritas), η οποία υπερβαίνει τον απλό θεσμικό ρόλο του ηγέτη. 
 
Η δύναμη των κίτρινων γιλέκων έγκειται εν πολλοίς σε μια δημοκρατικοποίηση του δικαιώματος κηρύξεως έκτακτης ανάγκης. Θα λέγαμε ότι με πολλούς τρόπους, που θα προσπαθήσουμε να υπαινιχθούμε, τα Κίτρινα Γιλέκα προβαίνουν σε μία τολμηρή σημειολογική διαπραγμάτευση με την εξουσία, όπως τη ζούμε όλες τις τελευταίες δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης αποχαλίνωσης. Ο πρώτος και σημαντικότερος από αυτούς είναι ότι δίνεται το δικαίωμα στον λαό να γίνει κυρίαρχος, ακριβώς με το να αποφασίζεται από τα κάτω πότε υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αυτό αισθητοποιείται με την ένδυση που είμαστε τυπικά υποχρεωμένοι από τον νόμο να φορούμε σε παρόμοιες συνθήκες, λόγω ατυχήματος, ή για άλλους λόγους. Με τον τρόπο αυτό κοινωνικοποιείται ο πυρήνας της κατά Schmitt και Agamben εξουσίας. Η κοινωνικοποίηση αυτή γίνεται μέσα από μια δυναμική καθολικοποίησης: Για να αναλάβει όντως ο λαός τη δύναμη του να ορίζει την κατάσταση εξαίρεσης χρειάζεται να φορέσει το κίτρινο γιλέκο όχι ένας, αλλά μία κρίσιμη μάζα, που θα μπορεί να καταλάβει δρόμους και άλλα κομβικά σημεία, παραλύοντας τις δυνατότητες του καθεστώτος να επαναφέρει την κανονικότητα. Τα κίτρινα γιλέκα έχουν έναν ιικό (viral) χαρακτήρα, που ευνοείται από τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που χρειάζονται μία εικόνα με ισχυρούς συμβολισμούς και μια πρωτότυπη ιδέα που θα κινητοποιήσει πλήθη αγνώστων μεταξύ τους ξένων δίκην αιφνιδίου όχλου (flash mob). Πρόκειται για μια νέα κοινωνική οριζοντιότητα, η οποία έχει τον χαοτικό χαρακτήρα του ιού που αντλεί τη δύναμή του από την ψηφιακή τεχνολογία, αλλά και μια κάθετη διάσταση υφαρπαγής των μυχίων της εξουσιαστικής ελίτ και προμηθεϊκής χορήγησής τους στον λαό. 
 
Βεβαίως σε μια παρόμοια κοινωνικοποίηση του πυρήνα της εξουσίας, υπάρχει ο κίνδυνος ο λαός να γίνει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση αυτού που υφαρπάζει. Μία από τις συνήθεις κριτικές που έχουν ασκηθεί στο κίνημα, και όχι μόνο από τους διανοουμένους της φιλελεύθερης συναίνεσης, αλλά και από αριστερούς, όπως ο φιλόσοφος Alain Badiou, είναι ο εθνολαϊκός τους χαρακτήρας, το ότι χρησιμοποιείται ως λάβαρο η τρίχρωμη γαλλική σημαία και τραγουδιέται η Μασσαλιώτιδα στο πλαίσιο μιας λαϊκιστικής αντιπαραβολής με τις ελίτ, στην οποία ο λαός είναι μάλλον ένα στατικό εθνοκρατικό υποκείμενο και όχι ένας φορέας επαναστατικής νέας καθολικότητας. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να είναι υπαρκτός σε ένα ετερόκλητο λαϊκό κίνημα νέας κοπής, όπου εμφιλοχωρούν δεξιές ουσιοκρατικές κατανοήσεις της λαϊκότητας, εξαρχής παρούσες άλλωστε και στους Αγανακτισμένους, όμως πρόκειται για τη μία μόνο όψη του φαινομένου. Αυτό που αποτυγχάνει να δει αυτή η κριτική είναι ότι τα «κίτρινα γιλέκα» διαθέτουν μία ιικότητα, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τα γαλλικά σύνορα. Ήδη έχουν παρατηρηθεί κινήματα «κιτρινογιλεκάδων» σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο ο Καναδάς, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Αυστραλία, η Αίγυπτος, η Φινλανδία, η Γερμανία, το Ιράκ, το Ισραήλ, η Ιταλία, η Λετονία, η Ολλανδία, το Πακιστάν, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρωσία, η Σερβία, η Ισπανία, η Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ορισμένες περιπτώσεις ακροδεξιοί καπηλεύονται την ονομασία «Κίτρινα Γιλέκα» για να δημιουργήσουν αντιμεταναστευτικά πολιτικά μορφώματα, όπως συνέβη στην Αυστραλία. Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι ο νέου τύπου ιικός χαρακτήρας του κινήματος με το να παραπέμπει σε μια παγκοσμιοποιητική καθολικότητα υπερβαίνει εξ ορισμού το στενό πλαίσιο ενός εθνοκρατικού λαϊκού υποκειμένου και αναδεικνύεται σε μια οικουμενική αντιεξουσιαστική χειρονομία. 
   
Αυτοστοχοποίηση και υβριδική σωματικότητα
 
Η φωσφοριζέ υφή των στολών των κιτρινογιλεκάδων σημαίνει εξίσου μία περήφανη ανάληψη της δυνάμει στοχοποίησης από την εξουσία. Αυτός που κηρύσσει μια κατάσταση εξαίρεσης μπορεί πολύ εύκολα να μετακυλιστεί από τη θέση του θύτη σε αυτή του θύματός της, από αυτήν του λαϊκού κυρίαρχου σε αυτήν του homo sacer, για να θυμηθούμε τους αγκαμπενικούς όρους. Γιατί κάποιος ο οποίος διεκδικεί ότι έχουμε μπει σε κατάσταση εξαίρεσης οιονεί προκαλεί την αστυνομική βία να επαληθεύσει την αυτοεκπληρούμενη προφητεία του με το να τον καταστήσει αναλώσιμο θύμα της. Η λογική, όμως, του «κίτρινου γιλέκου» είναι εξαρχής η οικειοποίηση του ιδιαίτατου βάθους της κυριαρχίας, προκειμένου να το επαναδιαπραγματευτεί υπερηφάνως. Με αυτήν την έννοια θα αναλάβει την αλτουσεριανή έγκλησή (interpellation) του στην κατεύθυνση μιας γενναίας αυτοστοχοποίησης, με την ελπίδα η μαζική καθολικότητα της αυτοστοχοποίησης αυτής να την ακυρώσει εκ των πραγμάτων. Στις Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Angelus Novus, Αθήνα 2017, μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης, τίτλος πρωτοτύπου: Notes toward a performative theory of Assembly, Harvard University Press, Cambridge Massachusetts 2015) η Judith Butler θίγει τον υβριδικό χαρακτήρα των υποκειμένων που συναθροίζονται σε νέου τύπου συγκεντρώσεις τουλάχιστον από την πλατεία Ταχρίρ και τους Αγανακτισμένους του 2011 και μετά. Από τη μια πρόκειται για μια ενσώματη δράση, καθώς πολύ χειροπιαστά σώματα καταλαμβάνουν πολύ συγκεκριμένους τόπους και αναλαμβάνουν έτσι την πολύ απτή σωματική επισφάλεια και τρωτότητά τους. Από την άλλη, πρόκειται για ανθρώπους που αναμεταδίδουν συνεχώς την εμπειρία τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χρησιμοποιώντας μάλιστα εφαρμογές δυνατές χάρη στο Διαδίκτυο και τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα για να οργανώσουν την πάλη τους λ.χ. σε σχέση με τις αστυνομικές δυνάμεις. Προκύπτει ένα υβριδικό υποκείμενο που δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικώς με όρους είτε σωματικής παρουσίας είτε αφηρημένης πληροφορίας. Πρόκειται για κάποιον, η παρέμβαση του οποίου βασίζεται κατ’ εξοχήν στην υλικότητα και στον συγκεκριμένο εν-τοπισμό καθώς καλύπτει χώρους με το σώμα του: Η Judith Butler εκτείνει αυτήν την παρατήρηση μέχρι την παραδοξολογία ότι η μεγαλύτερη αντίσταση είναι ο ύπνος, ήτοι των πιο αποφασισμένων από τους καταληψίες οι οποίοι θα επεκτείνουν την κάλυψη χώρου και τη νύχτα με υπνόσακους. Ταυτοχρόνως, η παρουσία αυτή ανεβαίνοντας στο Διαδίκτυο δημιουργεί μία καθολικότερη διυποκειμενικότητα, υποβοηθούμενη από την αϋλότητα των νέων τεχνολογιών. Τα «κίτρινα γιλέκα» εντείνουν τη λογική αυτή σε μια νέα κορύφωση. Πανηγυρίζουν την τρωτότητά τους με το να εκτίθενται με φωσφοριζέ ενδύματα και να καλούν στη στοχοποίησή τους. Ταυτοχρόνως, πρόκειται για «εκούσια θύματα», η θυματοποίηση των οποίων διαμεσολαβείται από το ατενσιονχοριλίκι που προσιδιάζει κατ’ εξοχήν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και τα οποία απευθύνονται σε μία παγκοσμιοποιημένη κοινότητα απείρως ευρύτερη από τους καταληψίες συγκεκριμένων χώρων. 
 
Βεβαίως, οι «κιτρινογιλεκάδες» είναι έτοιμοι να πληρώσουν σε αίμα την αυτοστοχοποίησή τους, καθώς οι γαλλικές αστυνομικές δυνάμεις προκάλεσαν πολλούς νεκρούς και χιλιάδες σοβαρά τραυματισμένους, πολλοί από τους οποίους έχουν χάσει μάτια και χέρια ή πόδια. Μάλιστα ορισμένοι από τους αριστερούς διανοούμενους, όπως ο Στάθης Κουβελάκης και ο Alain Badiou έχουν θίξει το γεγονός ότι η ενότητα των Κίτρινων Γιλέκων είναι αρνητική ή «σειριακή», με τους όρους του Jean-Paul Sartre. Σε μία πρώτη φάση, τα κίτρινα γιλέκα είναι «αντιστές», οι οποίοι απλώς τίθενται ενάντια σε έναν ηγέτη, καλώντας τον να παραιτηθεί, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια σύγχρονων κινημάτων από την Πλατεία Ταχρίρ με το «Μουμπάρακ παραιτήσου» μέχρι το «Macron dégage», περνώντας από τους ευάριθμους δεξιόστροφους Έλληνες «Παραιτηθείτε». Τα κινήματα αυτά έχουν λάβει στα γαλλικά τον χαρακτηρισμό «dégagisme», που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως «παραιτηθειτισμός» ή «φυγετισμός» (από το λαϊκότροπο «φυγέτε» που έχουμε ακούσει σε ελληνικές διαδηλώσεις), ένας όρος ο οποίος σημαίνει την καθαρά αρνητική ενότητα ενός λαϊκού σώματος, το οποίο μέλλει να διαλυθεί όταν ο μισούμενος ηγέτης όντως φύγει. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο η ενότητα των «Κίτρινων Γιλέκων» πέρασε προϊόντος του χρόνου στην ενότητα του «μαρτυρισμού», ήτοι σε ένα νέο δέσιμο που προκαλείται από την κοινή οδύνη του μαρτυρίου και της ομολογίας, όσων έχασαν σωματικά μέλη τους, ακρωτηριάστηκαν, και όσων έγιναν αυτόπτες των απωλειών. Πρόκειται για μια ενότητα και πάλι «σειριακή» κατά τον σαρτρικό όρο, αν και πολύ βαθύτερα εσωτερικευμένη. Ο συνδυασμός σημειολογικής αυτοστοχοποίησης και εντρύφησης στο μαρτύριο ως ενοποιός παράγοντας θυμίζει τηρουμένων των αναλογιών το σιιτικό Ισλάμ, όπου σε μια διαρκή Μεγάλη Παρασκευή χωρίς Ανάσταση, το μαρτύριο λατρεύεται ως αυτοσκοπός, αποτελώντας συστατικό της κοινότητας, μια τάση που στον Χριστιανισμό καταδικάστηκε ως αίρεση του Δονατισμού τον 3ο και 4ο αιώνα. Βεβαίως, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα αιτήματα με λογική συνέπεια των Κίτρινων Γιλέκων ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία που προσπαθεί να τους παρουσιάσει ως στερουμένους λογικής συνοχής, ακολουθούμενη εν μέρει από τον Σλάβοϊ Ζίζεκ που θεωρεί το κίνημα μάλλον ως ένα υστερικό υποκείμενο που προσπαθεί να προβοκάρει τον Μεγάλο Άλλο με αιτήματα αδύνατα να εκπληρωθούν εντός του υπάρχοντος συστήματος. Ταυτοχρόνως, όμως, θα ήταν σημαντικό να έχουμε υπ’ όψη ότι το καίριο του κινήματος δεν είναι μόνο τα συγκεκριμένα αιτήματά του, αλλά η συμπερίληψή τους σε ένα ευρύτερο αίτημα για μια ανανεωμένη δημοψηφισματικότητα και άμεση δημοκρατία, όσο και ακόμη πλατύτερα η ψηφιακή ιικότητα ενός ρευστού σώματος που ενώνεται γύρω από την ανάληψη της στοχοποίησης και του μαρτυρίου/ ομολογίας. 
 
 
 
 
Καταλαμβάνοντας δρόμους αντί για πλατείες
 
Ένα τρίτο σημαντικό σημειολογικό γνώρισμα είναι ότι σε αντίθεση με κινήματα, όπως η Πλατεία Ταχρίρ, το Occupy Wall Street και οι Αγανακτισμένοι, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν βασίζονται μόνο στη συνεπή κατάληψη συγκεκριμένων συμβολικών κομβικών τόπων, αλλά και σε μία κατάληψη δρόμων. Πρόκειται, επομένως, για ένα περισσότερο δυναμικό και λιγότερο στατικό κίνημα, που φιλοδοξεί να καταλάβει αρτηρίες κυκλοφορίας των άστεων, υπερβαίνοντας όχι μόνο τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, αλλά και τη νέας κοπής εμμονή στον στατικό εντοπισμό. Το πρωταρχικό αίτημα άλλωστε των Κίτρινων Γιλέκων είναι να αρθούν φόροι σε καύσιμα, ώστε να μπορούν οι φτωχότεροι να συνεχίσουν να μετακινούνται. Παρατηρείται εδώ μία ειρωνική αντιστροφή των στερεοτύπων για τους πλούσιους και τους φτωχούς. Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ είχε σε άλλα συμφραζόμενα παρατηρήσει ότι σήμερα αίρεται το κλασικό στερεότυπο για τον παχύσαρκο πλούσιο που τρώει το φαγητό του ξερακιανού φτωχού, καθώς είναι οι πλούσιοι που έχουν συχνά λεπτό και γυμνασμένο σώμα παρακολουθούμενοι από διατροφολόγους και προσωπικούς γυμναστές, ενώ οι φτωχοί είναι οι παχιοί, καθώς αναγκάζονται με τα λίγα λεφτά τους να τρέφονται με παχυντικές φτηνές τροφές. Παρομοίως, εν προκειμένω, είναι οι πλούσιοι στη Γαλλία αυτοί που μπορούν να είναι ιδιοκτήτες ή να νοικιάζουν ένα ακριβό διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού ή άλλου ακριβού άστεως και να επωφελούνται από το εξαιρετικό σύστημα συγκοινωνιών, ενώ είναι οι φτωχοί αυτοί που αναγκάζονται να μένουν στην περιφέρεια και να είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν αυτοκίνητα. Οι πλούσιοι έχουν έτσι το προνόμιο της αυτοδικαίωσης για την οικολογική τους συνείδηση, ενώ οι φτωχοί χρειάζονται φτηνότερα καύσιμα για να κινηθούν. Έχει υπογραμμιστεί μάλιστα ότι εν μέρει τα Κίτρινα Γιλέκα είναι ένα ταξικό και γεωγραφικό κίνημα της περιφερειακής Γαλλίας εναντίον της μεγαλοαστικής. Το σημειολογικό ενδιαφέρον είναι ότι το επαναστατικό υποκείμενο είναι οδηγοί που χρησιμοποιούν το πλέον εύκολα ευρισκόμενο σε αυτούς σύμβολο, το «κίτρινο γιλέκο» του οχήματος, για να καταλάβουν τους χώρους που κατ’ εξοχήν θέλουν να διεκδικήσουν: Τους δρόμους. Η κίνηση αυτή εγκαινιάζει πάντως ταυτόχρονα μια πολύ πιο ρευστή επαναστατική υποκειμενικότητα που θα είναι πλέον όχι σε προδιαγεγραμμένη κίνηση, ούτε σε συνεπώς εντοπισμένη στάση, αλλά σε άναρχη κίνηση. Μένει να δούμε τι μορφές μας επιφυλάσσει η επαναστατική αυτή υποκειμενικότητα για το μέλλον.