Η σύνδεση χρηματιστηρίου και Δημοσίου είναι τόσο έντονη ώστε θυμίζει την περίοδο του σκανδάλου του Χρηματιστηρίου, όταν για κομματικούς αλλά και δημοσιονομικούς λόγους η τότε κυβέρνηση συνδέθηκε στενά και άμεσα με τα χρηματιστηριακά παίγνια, όντας ένας από τους βασικούς συντελεστές της χειραγώγησης των τιμών των μετοχών, μέσω των τραπεζών και των υπό κρατικό έλεγχο κεφαλαίων (αμοιβαία κεφάλαια, ΔΕΚΑ Α.Ε. κ.λπ.).

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, έχουν χρηματοδοτήσει τις τράπεζες ως εξής:
α) μέσω συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο με το ποσό των 25,522 δισεκατομμυρίων ευρώ
β) με 12,359 δισεκατομμύρια για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού (είναι χρήματα τα οποία έχουν δοθεί ως δάνεια και δεν εξυπηρετούνται)
γ) Στα παραπάνω θα πρέπει να συμπεριληφθούν και τα 4,4 δισ. ευρώ που ήταν η συμμετοχή του δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο μέσω έκδοσης προνομιούχων μετοχών, στο πλαίσιο του α΄ προγράμματος στήριξης των τραπεζών το 2008 επί Αλογοσκούφη (το γνωστό πακέτο των 28 δισ.).

Ουδείς βέβαια ασχολείται με το (β) και το (γ). Αυτά δύσκολα θα αποπληρωθούν τα επόμενα χρόνια. Το (γ) δεν εξυπηρετείται – οι τραπεζίτες δεν πληρώνουν την ετήσια απόδοση 10% γιατί έχουν ζημιές  – ενώ η αποπληρωμή του, η οποία λήγει του χρόνου, είναι πολύ πιθανό να παραταθεί.

Έτσι, όλοι ασχολούνται με το (α), το οποίο τι είναι; Είναι η χρηματιστηριακή αξία της συμμετοχής του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών.

Αν αυτή η αξία είναι στο χρηματιστήριο μεγαλύτερη από τα 25,522 δισεκατομμύρια ευρώ, τότε η διαφορά πιστώνεται και ελαφρύνει το έλλειμμα. Αυτό βέβαια λειτουργεί με δύο τρόπους: και ως απλή αποτίμηση και ως πώληση. Αν, για παράδειγμα, οι ιδιώτες επενδυτές που έχουν συμμετάσχει στις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών εξασκήσουν τα warrants (δικαιώματα αγοράς επιπλέον μετοχών των τραπεζών), τότε αυτόματα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα πουλάει χρέος στους ιδιώτες. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατό, τότε το Ταμείο θα αποτιμήσει την επένδυσή του σε τρέχουσες τιμές. Για να είναι βέβαια ένα γεγονός πραγματικό, δεν αρκεί η αποτίμηση αλλά η πώληση των μετοχών από το ΤΧΣ σε ιδιώτες, έτσι ώστε το ΤΧΣ να πάρει πίσω τα κεφάλαια που έβαλε. Το όποιο κέρδος προκύψει κατά την πώληση,  δεν πάει στο ταμείο αλλά στους ιδιώτες (είναι έτσι στημένο το πρόγραμμα ώστε το κέρδος να αποτελεί κίνητρο για τον ιδιώτη για να αγοράζει επιπλέον μετοχές από το ταμείο κάθε εξάμηνο και για 54 μήνες από την εισαγωγή των warrants, ενώ το ταμείο θα εισπράττει την αξία της μετοχής και ετήσιο επιτόκιο 3%, προσαυξημένο από 1% έως 5% ανάλογα με την περίοδο εξάσκησης).

Αυτή την περίοδο, και παρά τη σημαντική άνοδο των τιμών των τραπεζικών μετοχών,  η τρέχουσα αξία της συμμετοχής του ΤΧΣ στις τράπεζες είναι 21,243 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή υπάρχει αρνητική διαφορά 4,279 δισ. ευρώ. Αυτή η αρνητική διαφορά είναι α) μικρή, εάν ληφθεί υπόψη ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου ολοκληρώθηκαν προσφάτως, δηλαδή το καλοκαίρι του 2013, β) είναι μόνο 20%, που σημαίνει ότι άλλη μία εβδομάδα ανόδου μπορεί να την εξαλείψει και γ) προέρχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη Eurobank (-3,579 δις. ευρώ), μια τράπεζα η οποία κεφαλαιοποιήθηκε με συμμετοχή μόνο του ΤΧΣ και όχι και ιδιωτών. Η αρνητική διαφορά μπορεί να καλυφθεί τους επόμενους μήνες αν το σχέδιο που υλοποιείται για την πώληση του πακέτου μετοχών σε ιδιώτες πετύχει.
Από την άλλη πλευρά, το Ταμείο μετράει λογιστικά κέρδη στην περίπτωση της Alpha Bank. Ήδη η συμμετοχή του ταμείου στην τράπεζα αποτιμάται 5,784 δις. ευρώ ή 1,763 δισ. περισσότερα από τα κεφάλαια (4,021 δισ. ευρώ) που έβαλε το ταμείο στην αύξηση κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, που είναι η πρώτη περίοδος εξάσκησης των warrants, κάποιοι επενδυτές θα αγοράσουν κι άλλες μετοχές της Alpha Bank από το ΤΧΣ, μειώνοντας έτσι την εξάρτηση του δημοσίου χρέους.

ΤΡΑΠΕΖΕΣ

ΧΡΗΜ/ΚΗ ΑΞΙΑ 11/10/13
(εκατ. €)

% ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΤΧΣ ΣΤΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

ΑΞΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΤΧΣ (εκατ. €)

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΟΥ ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΤΧΣ ΣΤΙΣ *ΑΜΚ (εκατ. €)

ΕΘΝΙΚΗ

8.580

84,39%

7.241

8.677

ΠΕΙΡΑΙΩΣ

7.355

81,01%

5.958

6.985

ALPHA

6.914

83,66%

5.784

4.021

EUROBANK

2.293

98,56%

2.260

5.839

ΣΥΝΟΛΟ

 

 

21.243

25.522

Γιατί ανεβαίνουν οι τιμές των τραπεζών
Η  συγκέντρωση του κλάδου, σε συνδυασμό με το στόχο της κυβέρνησης για πρωτογενές πλεόνασμα και την προπαγάνδα ότι η οικονομία θα στρίψει, αποτελούν τρία τεράστια κίνητρα για να παιχτούν στοιχήματα κερδοσκοπίας. Η ύπαρξη πλεονάσματος συνεπάγεται για τις αγορές προεξόφληση της εξυπηρέτησης του χρέους και τη δημιουργία βάσης για θετικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Γι’ αυτό, κυβέρνηση και τράπεζες προσπαθούν να πείσουν τους διαχειριστές κεφαλαίων ανά την υφήλιο ότι το  μνημόνιο αποδίδει και ότι θα υπάρξει ελάφρυνση του χρέους με κάποιον τρόπο (αυτό που συζητείται περισσότερο δεν είναι το κούρεμα, αλλά η πολυετής παράταση αποπληρωμής του με σχεδόν μηδενικά επιτόκια), σε επίπεδα που η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετήσει.

Αρκεί κάποιος να ρίξει μια ματιά σ’ αυτά που γράφουν στις οικονομικές αναλύσεις τους οι τράπεζες, με πλέον χαρακτηριστική την περίπτωση της Alpha Bank, της τράπεζας η οποία διασώθηκε, αφού μεταξύ άλλων εγγυήθηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός για αυτήν στο εμιράτο του Κατάρ ώστε να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου (δεν είναι τυχαίο που το Κατάρ δεν υλοποίησε τη συμφωνία με τον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά για τη δημιουργία κοινού επενδυτικού ταμείου, αλλά προτίμησε να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου της τράπεζας). 

Στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων (10/10/2013) αναφέρεται: «Η χώρα εισέρχεται επιτέλους στον αστερισμό των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, όπως ανακοινώθηκε επισήμως και με τη βούλα του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού του 2014.»

Σε άλλο σημείο σημειώνεται: «Χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα που θα πείθουν για τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών της χώρας και για τη βιωσιμότητα (δυνατότητα εξυπηρέτησης) του παλαιού και του νέου δανεισμού της από το εξωτερικό, η Ελλάδα θα είναι καταδικασμένη στη λιτότητα και στην ανεργία για δεκαετίες, με τις εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες που ήδη υφίσταται ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια»

Θεός φυλάξοι!
Ο συντάκτης του οικονομικού δελτίου φθάνει σε σημείο επίκλησης του Θεού, ενδεχομένως μέσα στη φούρια του να συσκοτίσει την απροκάλυπτη εμπλοκή του στη δημόσια πολιτική συζήτηση: «Επιπλέον, θα πρέπει να σταματήσει η υπονόμευση του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας με τις συνεχείς συζητήσεις για ‘σεισάχθειες’ χρεών προς τις τράπεζες, ή για μονομερείς ‘διαπραγματεύσεις’ με τους δανειστές μας για το πώς θα πληρώσουμε τις ήδη δραστικά μειωμένες υποχρεώσεις μας. Είναι ώρα να εγκαταλειφθούν παρωχημένες και ανιστόρητες προτάσεις για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής ενεργού στήριξης της ζήτησης με την δια νόμου αύξηση των κατώτατων μισθών (ως εάν να μπορεί να νομοθετηθεί η αύξηση των εισοδημάτων και η δημιουργία πλούτου), επιβαρύνοντας επιχειρήσεις που παλεύουν να επιβιώσουν ή για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω απαλλαγής χιλιάδων αναξιοπαθούντων νοικοκυριών από την πληρωμή του λογαριασμού ρεύματος. Και όλ’ αυτά να χρηματοδοτούνται, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, από αύξηση των φόρων κατοχής στην (ήδη υπερ-φορολογημένη) ακίνητη περιουσία και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και του φόρου εισοδήματος στα (ανύπαρκτα) μεγάλα επιχειρηματικά κέρδη, από ανακατανομή πόρων ΕΣΠΑ, από την ‘εξυγίανση’ των τραπεζών, κλπ. Θεός φυλάξοι!»

Το κατά πόσο όλο αυτό το παιχνίδι θα γεννήσει οφέλη για την κοινωνία είναι αβέβαιο. Πράγματι, μπορεί το δημόσιο πουλώντας χρέος (μετοχές των τραπεζών) στους ιδιώτες σε πραγματική βάση και όχι σε όρους λογιστικής αποτίμησης να βελτιώνει τα οικονομικά του και να δημιουργούνται προοπτικές ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνει και δεν θα γεννηθούν άλλες τρύπες. 

Τους τραπεζικούς υπαλλήλους που τα γράφουν αυτά δεν τους ενδιαφέρει αν η ανεργία είναι στο 27% ή στο 30% ή αν κάποιοι αρρωσταίνουν και άλλοι αυτοκτονούν. Αυτοί θέλουν μια οικονομία για λίγους. Και γι’ αυτά που γράφουν αμείβονται με τα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων, λαμβάνοντας αποδοχές πάνω από τα όρια που προβλέπει ο σχετικός νόμος (3723/2008), ο οποίος καθιέρωσε το πρώτο πακέτο στήριξης των τραπεζών.  Και όχι μόνο δεν τους ενοχλεί κανείς, ούτε η δικαιοσύνη, αλλά τους προστατεύει δημοσίως και ο υπουργός των Οικονομικών σε σχέση με πράξεις/παραλείψεις οι οποίες έβλαψαν όλη τη χώρα.