Η Επιτροπή αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση ότι δεν έχει πεισθεί πως τα μέτρα είναι σύμφωνα με τους κανόνες της Ε.Ε. και ιδίως τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων. 

Σημειώνει πάντως ότι η έναρξη σε βάθος έρευνας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής, στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται στην Ελλάδα και σε άλλους ενδιαφερόμενους τρίτους η ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα μέτρα που αξιολογεί η Επιτροπή.

Όπως αναφέρει η Επιτροπή, “θεωρείται πιθανό ότι κατά το παρελθόν η ΛΑΡΚΟ επωφεληθηκε από διάφορα μέτρα κρατικών ενισχύσεων ύψους άνω των 105 εκατ. ευρώ. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου το 2009 και αρκετές κρατικές εγγυήσεις για δάνεια κατά την περίοδο 2008-2010, πιθανή μη είσπραξη από το κράτος ενός χρέους από το 2004, και παραίτηση από την είσπραξη προκαταβολής φορολογικού προστίμου το 2010. Βάσει των οικονομικών δεδομένων της ΛΑΡΚΟ, η εταιρεία φαίνεται ότι αντιμετώπιζε προβλήματα τουλάχιστον από το 2008”.

Η Επιτροπή θα διερευνήσει τώρα “κατά πόσο τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ. Μέτρα δημόσιας στήριξης συνιστούν κρατική ενίσχυση εάν δεν έχουν χορηγηθεί υπό όρους που θα ήταν αποδεκτοί για έναν ιδιωτικό φορέα που ενεργεί βάσει των κανόνων της αγοράς. Εάν οιοδήποτε από τα μέτρα περιλαμβάνει κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή θα εξετάσει στη συνέχεια κατά πόσον οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ”.

Σημειώνεται ότι “οι κατευθυντήριες γραμμές του 2004 για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης καθορίζουν αυστηρούς όρους υπό τους οποίους οι προβληματικές επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν κρατική ενίσχυση. Ειδικότερα, ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης μπορεί να χορηγηθεί μία μόνο φορά σε περίοδο 10 ετών (σύμφωνα με τη λεγόμενη αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης»). Επιπλέον, η ενίσχυση αυτή πρέπει είτε να περατωθεί μετά από 6 μήνες ή είτε να χορηγείται προκειμένου να εφαρμοστεί κατάλληλο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσο, όσον αφορά τη ΛΑΡΚΟ, τα μέτρα στήριξης χορηγήθηκαν στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου αναδιάρθρωσης και εάν τα μέτρα αυτά έχουν περατωθεί. Η Επιτροπή αμφιβάλλει επίσης αν έχει τηρηθεί η αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης»”.

Έρευνα και για τα κρατικά μέτρα υπέρ της Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα
   
Έρευνα σε βάθος για να διαπιστώσει αν τα μέτρα κρατικής στήριξης που έλαβε η Ελλάδα αναφορικά με την επιχείρηση Hellenic Defence Systems S.A. (HDS, ή Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα Α.Ε. – ΕΑΣ στα ελληνικά) είναι συμβατά με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ. ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
 
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Κομισιόν, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν άμεση επιχορήγηση από το κράτος ύψους 10 εκατ. ευρώ, αύξηση του κεφαλαίου κατά 158 εκατ. ευρώ και αρκετές κρατικές εγγυήσεις για δάνεια μέχρι 942 εκατ. ευρώ κατά την περίοδο 2004-2011.
 
Η HDS (ΕΑΣ) ανήκει κατά 99,8% στο ελληνικό δημόσιο, κατά 0,18% στην Τράπεζα Πειραιώς (ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα) και κατά 0,02% σε ιδιώτες, και περιλαμβάνεται στο ελληνικό πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης. Αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες τουλάχιστον από το 2004, και τα μέτρα φαίνεται ότι εμπεριέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η εταιρεία μπορεί να λάβει κρατική ενίσχυση μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων.
 
Σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, μια επιχείρηση μπορεί να λάβει τέτοιου είδους ενίσχυση μία μόνο φορά σε διάστημα 10 ετών (βάσει της αποκαλούμενης αρχής της «εφάπαξ ενίσχυσης») και η ενίσχυση πρέπει να τερματίζεται μετά από 6 μήνες ή να χορηγείται στη βάση ενδεδειγμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης.
 
Στη παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή έχει αμφιβολίες κατά πόσο τα υπό εξέταση μέτρα έχουν τερματιστεί ή είναι σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών.
 
Η έναρξη σε βάθος έρευνας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της έρευνας. Παρέχει στην Ελλάδα και στα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα μέτρα τα οποία διερευνά η Επιτροπή.