της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Δύο πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες παρουσιάζει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦιΜ), τους δύο τελευταίους μήνες, που αφορούν την ακρίβεια και το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα, αλλά και τη φορολογική επιβάρυνση που καλούνται οι πολίτες της χώρας να σηκώσουν στις πλάτες τους.
Η μελέτη για την ακρίβεια και το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης πραγματοποιήθηκε από τον οικονομολόγο, Μιχάλη Μητσόπουλο, και παρουσιάζει δεδομένα μέχρι και το 2020, πριν τον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας αλλά και την εμφάνιση της πανδημίας. Στην έρευνα γίνεται σαφές πως σημαντικό ρόλο στο αίσθημα ακρίβειας που νιώθουν οι πολίτες παίζει το επίπεδο του ΑΕΠ της χώρας. Συγκεκριμένα, στη χώρα μας, όπως γενικά στις χώρες με συγκριτικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τα αγαθά είναι ακριβότερα από τις υπηρεσίες σε σχέση με το μέσο εισόδημα των καταναλωτών. Αντιθέτως, στις χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναλογικά ακριβότερες είναι οι υπηρεσίες και αναλογικά φθηνότερα τα αγαθά.
Στα χρόνια της βαθιάς κρίσης, η υψηλή φορολογία ενίσχυσε το φαινόμενο της ακρίβειας, ενώ δηλαδή οι μισθοί έπεφταν, οι φόροι παρέμεναν υψηλά. Κι αυτό ήταν ξεκάθαρα κυβερνητικά πολιτική. Η κυβέρνηση επέλεξε να κάνει δημοσιονομική προσαρμογή, στο πλαίσιο ελέγχου από την Τρόικα, αυξάνοντας τις δαπάνες κι όχι κόβοντας φόρους. Η κυβέρνηση επέλεξε αύξηση φορολογίας, κάτι που ακόμη ισχύει και πληρώνουμε.
Η ακρίβεια φαίνεται πως τελικώς έχει μεγάλη σχέση με το θεσμικό περιβάλλον μιας χώρας και το πώς λειτουργεί η οικονομία της. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις -το πώς, για παράδειγμα, θα πρέπει να μειωθεί η γραφειοκρατία, να επιταχυνθεί η απόδοση δικαιοσύνης κ.α.- σχετίζονται με την ακρίβεια.
Η έρευνα παρουσιάζει επίσης πως τα επίπεδα τιμών που καταγράφονται από το 2007 έως το 2020 επηρεάστηκαν όχι μόνο από τη σταδιακή αύξηση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ στην Ελλάδα, που κατά την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ ήταν 18%, ήτοι
από τους χαμηλότερους στην ΕΕ , και πλέον ανέρχεται σε 24%, από τους υψηλότερους, για το βασικό συντελεστή, αλλά και από τη σημαντική συρρίκνωση της ομάδας αγαθών που εντάσσονται σε μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ και τις συνεχείς και σημαντικές
αυξήσεις ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τη θέσπιση νέων ΕΦΚ, όπως ο ΕΦΚ σε καύσιμα, αλκοολούχα ποτά περιλαμβανομένης της μπύρας και του κρασιού, καφέ, καπνικά, επικοινωνίες και διάφορους φόρους «πολυτελείας».
Στον παραπάνω πίνακα φαίνεται πως ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕΔΤΚ) στην Ελλάδα με όλους τους φόρους αυξάνεται σημαντικά σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυξάνεται περισσότερο από τον αντίστοιχο δείκτη με σταθερούς φόρους. Επίσης, οι αυξήσεις σε φόρους στην ενέργεια συμβάλλανε στην ενίσχυση των σχετικών τιμών καταναλωτή την ίδια ώρα που η πτώση εισοδημάτων, η εισαγωγή φόρων όπως ο ΕΝΦΙΑ, οδήγησαν σε κατακρήμνιση των εμπορικών αξιών και των ενοικίων.
Η δεύτερη έρευνα έρχεται να κουμπώσει με την πρώτη και να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τη φορολογία στη χώρα. Εκπονήθηκε από τους Κωνσταντίνο Σαραβάκο, Μάρκο Δραγούμη και Αλεξάνδρα Μουτσάτσου. Σύμφωνα με τη μελέτη, για 181 από τις 365 ημέρες του χρόνου εργαστήκαμε φέτος για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές στο κράτος, με την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας να έρχεται την 1η Ιουλίου. Εάν συνυπολογιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικές γενιές, τότε θα έπρεπε να εργαστούμε μέχρι την 20η Ιουλίου για να πληρώσουμε φόρους, εισφορές και ελλείμματα.
Όπως απεικονίζουν τα αποτελέσματα, το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερο σε σχέση με το 2021, για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές. Από το 2010 στο 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες. Σημαντικό να επισημάνουμε πως το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση) ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται.
Βάσει των κυριότερων κατηγοριών των κρατικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, το 2022 θα χρειαστεί να δουλέψουμε 76 ημέρες για την πληρωμή έμμεσων φόρων, 62 ημέρες για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών, 42 ημέρες για την πληρωμή άμεσων φόρων και 1 ημέρα για την πληρωμή των φόρων κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2022 αναμένεται να ανέλθουν στα €76,2 δις. Αυτά κατανέμονται ως εξής:
– €32 δις από έμμεσους φόρους
– €17,8 δις από άμεσους φόρους
– €26,1 δις από ασφαλιστικές εισφορές
– €170 εκ. από φόρους επί του κεφαλαίου
Από τα αποτελέσματα της μελέτης, η σύγκριση των κρατικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές με τις ετήσιες
δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών καταδεικνύει την πολύ μεγάλη επιβάρυνση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά ξόδεψαν το 2020 €41,8 δις για τις βασικές τους ανάγκες, ενώ σε φόρους και εισφορές έδωσαν 1,6 φορές περισσότερα το ίδιο έτος, και σχεδόν τα διπλάσια το 2021.
Από το 2010 στο 2020 στην Ελλάδα προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, πίσω μόνο από την Σλοβακία (+30), την ίδια στιγμή που 7 χώρες μείωσαν ή κράτησαν σταθερή την φορολογική επιβάρυνση: Κροατία (0), Δανία και Ρουμανία (-1), Εσθονία (-3), Σλοβενία (-4), Νορβηγία (-8) και Ουγγαρία (-9).
Η Ελλάδα έχει μεν υψηλή φορολογική επιβάρυνση, η μείωση δε του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας είναι 6,6 ποσοστιαίες μονάδες, ελάχιστα υψηλότερη από τον μέσο όρο (6,4) των 29 ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών που εξετάζονται. Συγκεκριμένα, το 17,7% των Ελλήνων και των Ελληνίδων πολιτών ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας το 2020, επίδοση που είναι η 9η
χειρότερη ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται. Τις χειρότερες επιδόσεις έχουν οι: Βουλγαρία (23,8%), Ρουμανία (23,4%), Λετονία (21,6%), Ισπανία (21%), Λιθουανία (20,9%), Εσθονία (20,7%), Ιταλία (20%) και Κροατία (18,3%). Στον αντίποδα, οι χώρες με τα μικρότερα ποσοστά του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας το 2020 μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις έχουν οι: Ουγγαρία (12,3%), Φινλανδία (12,2%), Δανία (12,1%), Σλοβακία (11,4%) και Τσεχία (9,5%).
Δείτε εδώ αναλυτικά τις μελέτες.
Άδειες τσέπες – Γεμάτα ταμεία
Όσο για το 2021-2022, τα στοιχεία παραμένουν αποκαρδιωτικά. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις πλήρωσαν το 2021 φόρους για εισόδημα, αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών, κατοχή και μεταβιβάσεις ακινήτων και αυτοκινήτων συνολικού ύψους 48,132 δις. ευρώ. Αν και η κυβέρνηση της ΝΔ έκανε παντιέρα της τη μείωση φόρων για το 2021, τελικώς είδαμε αύξηση των συνολικών φορολογικών εσόδων. Η κυβέρνηση επέλεξε, για παράδειγμα, την αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης, τη διατήρηση μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών, τη μείωση συντελεστών φορολόγησης επιχειρήσεων και τη μείωση προκαταβολής φόρου. Ωστόσο, την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, τα συνολικά έσοδα από φόρους ανέρχονται σε 12.092,9 εκ. €, αυξημένα κατά 15,05% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Τον μήνα Απρίλιο 2022, τα συνολικά έσοδα από φόρους ανέρχονται σε 3.951,21 εκ. €, αυξημένα κατά 521,95 εκ. €, (+15,22%) σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021.
Προχωρώντας στο 2022, καταλαβαίνουμε όλο και περισσότερο την ανισότητα του μισθού με τα έξοδα. Με την κυβέρνηση να ρίχνει το μπαλάκι των ευθυνών λίγο στην πανδημία, λίγο στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας, λίγο στις διεθνείς αγορές, οι πολίτες βλέπουν ολοένα και περισσότερα να δίνουν σε φόρους, με αποκορύφωμα τη ρήτρα αναπροσαρμογής στις τιμές του ρεύματος. Την εντονότερη κριτική σ’ αυτό το κομμάτι, εκ της αντιπολίτευσης, ασκεί το ΜέΡΑ25, που κάνει λόγο για ένα χρηματιστήριο ενέργειας που καθορίζει τις τιμές του ρεύματος. Ένα χρηματιστήριο ενέργειας που ελέγχουν τέσσερις ολιγάρχες, όπως υποστηρίζει η αντιπολίτευση: Λάτσης, Περιστέρης, Μυτιληναίος, Βαρδινογιάννης. Ένα χρηματιστήριο που δημιουργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι όμως μόνο οι φόροι. Το κομμάτι της στέγασης (ενοίκιο, λογαριασμοί) αποτελεί ακόμα μια πληγή. Ανοδικά συνεχίζουν να κινούνται οι τιμές των ενοικίων στη χώρα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που αναφέρουν πως το κόστος στέγασης (που περιλαμβάνει ενοίκιο ή δόση του στεγαστικού δανείου και πάγια έξοδα σπιτιού) την περίοδο Μάιος 2021 – Μάιος 2022 αυξήθηκε κατά 36,1%. Την ίδια στιγμή ένας στους δύο ενοικιαστές δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιό του και το 76,9% αφού πληρώσει τα έξοδα σπιτιού τα βγάζει πέρα ίσα ίσα, κάνει περικοπές από αλλού, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη για λογαριασμό του Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή Eteron. Με εξαίρεση την εξαετία 2012-2017, όπου οι τιμές των ενοικίων σημείωσαν πτώση 25,5%, οι τιμές των ενοικίων στην χώρα μας συνεχίζουν να αυξάνονται, καθώς το 2019 κατέγραψαν αύξηση 10%, το 2020 περί το 6% και το 2021 κινήθηκαν στο 3% με 7%. Εν έτη 2022, οι ενοικιαστές στη χώρα μας δαπανούν το 60%-70% ενός μισθού για το κόστος στέγασης και αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία σχεδόν έναν ολόκληρο μισθό.
Μεγάλο αγκάθι η αύξηση των τιμών σ’ όλους τους τομείς διαβίωσης, με τα πρόσφατα στοιχεία να δείχνουν τον πληθωρισμό να σκαρφαλώνει στο 12,1%. Ο Γενικός ΔΤΚ κατά τον μήνα Ιούνιο 2022, σε σύγκριση με τον Μάιο 2022, παρουσίασε αύξηση 1,6% έναντι αύξησης 0,9% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους. Οι άνοδος στις τιμές είναι εκρηκτική σε πολλές κατηγορίες προϊόντων: φτάνει το 117,7% στο φυσικό αέριο, το 70% στο ηλεκτρικό ρεύμα το 65,1% στο πετρέλαιο θέρμανσης και το 45,6% στα καύσιμα. Καταγράφει ράλι 48,5% στις μεταφορές με αεροπλάνο, 32,9% στα ταξί και 20,4% στις μεταφορές με πλοίο. Η διαμονή στα ξενοδοχεία είναι ακριβότερη κατά 27,7%. Στα τρόφιμα 24,9% ακριβότερα είναι τα έλαια, 15,9% το ψωμί, και 15% τα κρέατα. Καταγράφεται αύξηση 11,3% στα λαχανικά. Ακριβότερα 12% τα καινούργια αυτοκίνητα και 15,9% τα μεταχειρισμένα.