Τον τελευταίο καιρό, ενόψει των επικείμενων εκλογών αλλά της πολυαναμενόμενηε ολοκλήρωσης της δίκης της Χρυσής Αυγής, έχουν σημειωθεί απανωτές ρατσιστικές επιθέσεις από πολίτες αλλά και ένταση της κρατικής βίας απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. «Μα οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές, πόσο μάλλον φασίστες!» ακούγεται ενίοτε από δημοσιολογούντες που θέλουν, αν όχι να δικαιολογήσουν, τουλάχιστον να μετριάσουν και να αμβλύνουν τη σοβαρότητα αυτών των επιθέσεων.
Οι Έλληνες είναι και ρατσιστές και φασίστες, επειδή οι Έλληνες, δηλαδή η κοινή εθνική ταυτότητα που αποδίδεται λόγω καταγωγής και ανατροφής, δεν είναι μια ομοιογενής μάζα. Οι Έλληνες είναι ρατσιστές και φασίστες επειδή οι άνθρωποι, δηλαδή κάποιοι άνθρωποι, δυστυχώς αρκετοί, είναι ρατσιστές και φασίστες. Οι Έλληνες είναι ρατσιστές και φασίστες επειδή αν παρατηρήσουμε πολύ προσεκτικά και χωρίς αυτολογοκρισία τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι σκεφτόμαστε, νιώθουμε και δρούμε θα ανακαλύψουμε ότι όλοι μας έχουμε υπάρξει, έστω και για μια στιγμή, ρατσιστές και φασίστες. Αυτή είναι πράγματι μια δύσκολη δοκιμασία. Ο George Orwell, αυτός ο σημαντικός αν και αρκετά αμφιλεγόμενος γραφιάς του αγγλοσαξονικού κόσμου, πέρασε με επιτυχία αυτή τη δοκιμασία και μάλιστα πολύ νωρίς, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ας δούμε, λοιπόν, το πώς.
Γραφή σαν εξορία
Ο Μαρξιστής κριτικός λογοτεχνίας Raymond Williams, καταπιάστηκε στο βιβλίο του Πολιτισμός και Κοινωνία με τον George Orwell και συγκεκριμένα με αυτό το οποίο ονομάζει «παράδοξο του εξόριστου». Διαβάζουμε από εκεί:
«Η λέξη «ολοκληρωτικός» [totalitarian] περιγράφει ένα συγκεκριμένο είδος καταπιεστικού κοινωνικού ελέγχου, αλλά, ταυτόχρονα, οποιαδήποτε πραγματική κοινωνία, οποιαδήποτε επαρκής κοινότητα, είναι αναγκαστικά μια ολότητα [totality]. Το να ανήκεις σε μια κοινότητα σημαίνει να είσαι κομμάτι ενός συνόλου και, αναγκαστικά, να δέχεσαι την πειθαρχία της […]. Για τον εξόριστο, ωστόσο, η κοινωνία καθαυτή είναι ολοκληρωτική. Δεν μπορεί να δεσμευτεί, είναι υποχρεωμένος να μένει απ’ έξω».
Ο Raymond Williams δεν νοεί εδώ τον «εξόριστο» μονάχα ως αυτόν που διώχτηκε από τη χώρα καταγωγής του βρίσκοντας καταφύγιο σε μιαν άλλη, αλλά και ως αυτόν που έχει αμφισβητήσει και απορρίψει τον τρόπο ζωής, την πίστη και τις ιδέες οι οποίες του κληρονομήθηκαν εντός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου. Ένας τέτοιος «εξόριστος» της βρετανικής κοινωνίας ήταν, λοιπόν, για τον Raymond Williams και ο Orwell. Ένας εξόριστος με την ξεχωριστή ικανότητα να διακρίνει τις ανεπάρκειες της ομάδας που έχει απορρίψει.
Ο George Orwell γεννήθηκε το 1903 στην Ινδία, τμήμα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας, και πέθανε από φυματίωση τον Ιανουάριο του 1950 στο Λονδίνο. Αποτελεί εμβληματική φιγούρα των αγγλικών γραμμάτων αλλά και, ευρύτερα, του δυτικού πολιτισμού, κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε το έργο του, μετά θάνατον, και ιδιαίτερα Η Φάρμα των Ζώων και το 1984, ως μέρος της αντι-κομμουνιστικής προπαγάνδας εν μέσω Ψυχρού Πολέμου— ενός όρου τον οποίο άλλωστε ο ίδιος επινόησε στο άρθρο του «Εσύ και η Ατομική Βόμβα» το 1945. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Orwell είχε γράψει μερικά ιδιαιτέρως διορατικά δοκίμια για τον Ναζισμό τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί τόσο από τους ίδιους τους μελετητές του όσο και από τους ιστορικούς που ερευνούν τις προσλήψεις του Ναζισμού στη Βρετανία. Θα επιχειρήσω, λοιπόν, να επανεξετάσω τα πολιτικά δοκίμια και δημοσιογραφικά κείμενα που έγραψε ο Orwell μέσα στον πόλεμο, ώστε να αναδείξω τον ρόλο του ως ενός -κατά Raymond Williams- «εξόριστου», ο οποίος προσέγγισε ενδοσκοπικά τον Ναζισμό, ασκώντας κριτική σε πτυχές της περίπλοκης σχέσης μεταξύ Ναζισμού και βρετανικής κουλτούρας.
Ο σεβάσμιος Herr Hitler
Στη μεταπολεμική ιστοριογραφία ο Hitler αναπαρίσταται συχνά ως το «απόλυτο κακό». Αυτό, όμως, δεν ίσχυε πάντα. Κατά την περίοδο που ο Βρετανός Συντηρητικός πρωθυπουργός Neville Chamberlain εφάρμοζε την περιβόητη Πολιτική Κατευνασμού, δηλαδή την προσπάθεια της Βρετανίας να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ναζιστική Γερμανία από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία τον Ιανουάριο του ’33 έως και την κήρυξη του πολέμου τον Σεπτέμβρη του ‘39, ο Hitler παρουσιαζόταν συχνά στον ηγεμονικό Τύπο ως αξιοσέβαστος, αξιοπρεπής και έντιμος και η επεκτατικότητα της Γερμανίας ως θεμιτό αίτημα για την αποκατάσταση της θέσης της στην παγκόσμια ιστορία.
«Ο Herr Hitler επιδεικνύει σεβασμό για τα άλλα έθνη» έγραφε ο ανταποκριτής των Times το 1933· «τα στρατόπεδα εργασίας…αναπτύχθηκαν και οργανώθηκαν σε εθνική κλίμακα ως μέσο από-αστικοποίησης…και κατάργησης των ταξικών διακρίσεων» πάλι στους Times το 1935· «Εγκάρδιο καλωσόρισμα από τον Φύρερ στον Βρετανό Πρωθυπουργό» διαβάζουμε από πρωτοσέλιδο το 1938. Τι ήταν ο Hitler για τους Βρετανούς εκείνη την περίοδο; Ένας ιδεολόγος αντι-κομμουνιστής που θα εκτόνωνε τα αντι-συστημικά ένστικτα των δις τσακισμένων από την οικονομική κρίση Γερμανών της μεσαίας τάξης (μία μετά τον Α’ Παγκόσμιο και τις βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις που δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν και μια δεύτερη μετά το κραχ του ’29) και θα τους απέτρεπε από μια στροφή στον κομμουνισμό.
Η υπογραφή του Συμφώνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου του 1939 και η κήρυξη του πολέμου μια εβδομάδα αργότερα, άλλαξε ριζικά αυτές τις αναπαραστάσεις. Ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπογραφής του Συμφώνου, στα μάτια των Βρετανών ο μέχρι πρότινος σεβάσμιος Herr Hitler τα έκανε πλακάκια με τη Μεγάλη Κόκκινη Απειλή. Έτσι, λοιπόν, ειδικά όσο προχωρούσε ο πόλεμος, το βρετανικό πατριωτικό αφήγημα ενίσχυσε την ανάπτυξη μυθολογικών δυισμών περί κακών Γερμανών και καλών Βρετανών. Μια ομάδα ακαδημαϊκών στο Cambridge κατέληξε π.χ. το 1942 ότι οι Γερμανοί σκέφτονται κυρίως με γνώμονα «την ισχύ και τη μεγαλοπρέπεια του κράτους» ενώ οι Βρετανοί με βάση «τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών» ενώ η δημοσιογράφος Emily Lorimer, ισχυρίστηκε ότι μόνο οι Γερμανοί θα μπορούσαν να έχουν έναν ηγέτη σαν τον Hitler, αυτόν τον «μετενσαρκωμένο διάβολο», καθώς αποτελεί σύμπτωμα μιας χρόνιας ψυχικής διαταραχής του Γερμανικού έθνους.
Η πιο ουσιαστική κριτική στον Ναζισμό εκείνη την περίοδο προερχόταν από ξένους διανοητές που είχαν διωχθεί από τους Ναζί και είχαν καταφύγει στη Βρετανία τη δεκαετία του ’30, όπως ο Franz Borkenau, ο Aurel Kolnai, και ο Sebastian Haffner. Κοινοί τόποι στη σκέψη αυτών των διανοητών ήταν η εναντίωση στην Πολιτική Κατευνασμού, η αποδόμηση του επιχειρήματος ότι ο Hitler ήταν απλά ένας αντι-κομμουνιστής, μια μαριονέτα του καπιταλιστικού συστήματος, και, τέλος, το ενδιαφέρον τους για την εξερεύνηση του «ναζιστικού νου».
Η ελκυστικότητα του Hitler
Ο Orwell φαίνεται να είναι από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος, Βρετανός διανοητής που προσέγγισε δημόσια τον Ναζισμό όπως αυτοί οι πρόσφυγες. Παρόλο που ο ίδιος ήταν καχύποπτος απέναντι στην ψυχολογία και ειδικά την ψυχανάλυση, την οποία θεωρούσε, όπως μας πληροφορεί ο ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης ανθρωπολόγος και φίλος του Geoffrey Gorer, «αδερφάκι» της χριστιανικής επιστήμης, προσέγγισε τον Ναζισμό μέσω της ενδοσκόπησης, της πεποίθησης ότι για να καταλάβεις αυτό που συμβαίνει στον άλλο πρέπει πρώτα να ξεκινήσεις από τον εαυτό. Κι έτσι, για να κατανοήσει τη Ναζιστική Γερμανία προσπάθησε πρώτα να κατανοήσει τη Βρετανία.
Στις 21 Μαρτίου 1940, ο Orwell γράφει στο περιοδικό New English Weekly μια βιβλιοκριτική για την αγγλική μετάφραση του Mein Kampf που είχε κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο Hurst and Blackett έναν χρόνο νωρίτερα. Η συγκεκριμένη έκδοση εμπεριείχε ένα αρκετά ευνοϊκό προς τον Hitler εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή James Murphy, το οποίο προέτρεπε τον αναγνώστη να λάβει υπόψη του «το συναισθηματικό στρες υπό το οποίο γράφτηκε το Mein Kampf» στο Βαυαρικό κάστρο όπου βρισκόταν φυλακισμένος μετά το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπυραρίας στο Μόναχο τον Νοέμβριο του 1923. Σαν «σημάδι της ταχύτητας με την οποία τρέχουν τα γεγονότα», σημειώνει ο Orwell, «τη στιγμή που γράφει τα έσοδα των πωλήσεων πηγαίνουν στον Ερυθρό Σταυρό». Όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο, ειρωνεύεται ο Orwell τους συμπατριώτες του, ο Hitler ήταν αξιοσέβαστος, «είχε συνθλίψει το γερμανικό εργατικό κίνημα και οι τάξεις των ιδιοκτητών ήταν πρόθυμες να τον συγχωρήσουν για το οτιδήποτε». Τώρα ξαφνικά ο Hitler δεν είναι και τόσο αξιοσέβαστος. Εξακολουθούσε, όμως, να είναι ελκυστικός, όπως διαπιστώνει ο Orwell τολμώντας να εξερευνήσει τα δικά του συναισθήματα γι’ αυτόν. Διαβάζουμε σχετικά:
«Θα πρέπει να δηλώσω ότι δεν κατάφερα ποτέ να αντιπαθήσω τον Hitler. Από όταν πήρε την εξουσία, – μέχρι τότε, σχεδόν όπως όλοι, είχα παρασυρθεί πιστεύοντας ότι δεν έχει σημασία – σκέφτομαι ότι σίγουρα θα τον σκότωνα, αν βρισκόμουν ποτέ σε κοντινή απόσταση, αλλά δεν θα ένιωθα καμία προσωπική εχθρότητα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάτι βαθιά ελκυστικό σε αυτόν τον άνθρωπο».
Γιατί είναι άραγε ελκυστικός; Πρώτον, σημειώνει, ο Hitler παρουσιάζει τον εαυτό του σαν έναν Προμηθέα, έναν μάρτυρα, έναν αυτό-θυσιαζόμενο ήρωα που παλεύει μόνος του τα θηρία, έναν Χριστό στον σταυρό «κάπως πιο ανδροπρεπή». Δεύτερον, ο Hitler έχει ανιχνεύσει –ορθά κατά τον Orwell— ότι οι άνθρωποι εκτός από ειρήνη, ασφάλεια, άνεση, έλεγχο των γεννήσεων και 8ωρη εργασία, θέλουν ενίοτε και την ίδια την πάλη, τις πολεμικές ιαχές, τις σημαίες, τα ταμπούρλα και τις παρελάσεις. «Σας προσφέρω πάλη, κίνδυνο και θάνατο» βάζει ο Orwell τον Hitler να λέει και ο γερμανικός λαός πέφτει στα πόδια του. Ο Orwell λοιπόν, προσεγγίζοντας τον Hitler μέσω της ενδοσκόπησης, αποδίδει την ελκυστικότητα του, όχι σε κάποια γερμανική ιδιαιτερότητα ή συλλογική ψυχική νόσο, αλλά σε συναισθήματα συνηθισμένα και οικουμενικά: τη συμπόνοια προς τον αδύναμο και τη λαχτάρα για πάλη.
Ναζισμός, παιδί της Νεωτερικότητας
Το 1941, ο Orwell εξερευνά περαιτέρω τον Ναζισμό μέσα από τις απόψεις του Άγγλου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας H. G. Wells στο δοκίμιο “Wells, Hitler and the World State” που δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό περιοδικό Horizon. Πιστός στο δόγμα της εποχής «καλοί Βρετανοί» εναντίον «κακών Γερμανών», ο Wells υποθέτει ότι υπάρχει μια εγγενής αντίθεση μεταξύ της λογικής, της επιστήμης, της προόδου (τα οποία εκπροσωπούν οι Βρετανοί) και του παραλόγου, της προκατάληψης, της εγκληματικής τρέλας, της αντιδραστικότητας, του εθνικισμού, του Ρομαντισμού και της θρησκείας (τα οποία εκπροσωπούν οι Γερμανοί). Νομοτελειακά, πιστεύει ο Wells, τα πρώτα θα θριαμβεύσουν επί των δεύτερων. Ο Orwell ασκεί δριμεία κριτική τόσο σε αυτή τη θέση όσο και στην άποψη ότι εφόσον η Ναζιστική ιδεολογία απορρίπτει τα διδάγματα του Διαφωτισμού δεν είναι προϊόν της Νεωτερικότητας. Με τη διορατικότητα που τον διακρίνει επισημαίνει, όπως θα κάνουν πολύ αργότερα ο Adorno με τον Horkheimer ή ο Zygmunt Bauman: «οι Ναζί είναι οι πραγματικά νεωτερικοί άνθρωποι» και η Γερμανία αποδείχτηκε «πολύ πιο επιστημονική από την Αγγλία και πολύ πιο βάρβαρη».
«Η ενέργεια που πραγματικά διαμορφώνει τον κόσμο» γράφει ο Orwell «πηγάζει από τα συναισθήματα – τη φυλετική υπερηφάνεια, τη λατρεία ενός ηγέτη, την αγάπη για τον πόλεμο – τα οποία οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι απορρίπτουν μηχανιστικά ως αναχρονισμούς». Με άλλα λόγια, ο Orwell περιγράφει τον Ναζισμό σαν την ενσάρκωση της αντίθεσης του Wells: μια ιδεολογία που κινητοποιείται από το συναίσθημα εξοπλισμένη με τα επιτεύγματα της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας και της επιστήμης. «Καθώς γράφω» γράφει σε ένα άλλο δοκίμιό του επιμένοντας σε αυτή την πτυχή του Ναζισμού «εξαιρετικά πολιτισμένα ανθρώπινα όντα πετούν πάνω από το κεφάλι μου, προσπαθώντας να με σκοτώσουν».
Και πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει τον Ναζισμό; Αν δεν τον έχει ζήσει στο πετσί του, όπως οι πρόσφυγες συγγραφείς σαν τον Borkenau, μας λέει ο Orwell, πρέπει να ψάξει μέσα του για τον φασιστικό λεκέ, τη φασιστική πλευρά της προσωπικότητάς του (Fascist streak). Ο συγγραφέας Rudyard Kipling, γνωστότερος ίσως για το Βιβλίο της Ζούγκλας, ο «προφήτης του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην επεκτατική του φάση», μας λέει ο Orwell, θα καταλάβαινε τη συναισθηματική έλξη που ασκεί ο Hitler πολύ καλύτερα από τον Wells, «όποια κι αν ήταν η στάση του απέναντί του».
Εκεί όπου ο ήλιος δεν δύει ποτέ
Ο Orwell προτρέπει τον αναγνώστη να ψάξει μέσα του για να καταλάβει τον Ναζισμό και θεωρεί πως ειδικά οι βρετανοί υμνητές της Αυτοκρατορίας και της αποικιοκρατίας, όπως ο Kipling, μπορούν να τον καταλάβουν καλύτερα από όλους. Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα επικεντρώνεται στο εκτενές δοκίμιό του The Lion and the Unicorn: Socialism and the English Genius που εκδόθηκε ως βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Secker and Warburg τον Φεβρουάριο του 1941. Αυτό το κείμενο εστιάζει στη Βρετανία, όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος, καθώς το λιοντάρι και ο μονόκερος συμβολίζουν αντίστοιχα την Αγγλία και τη Σκωτία στον βασιλικό θυρεό του Ηνωμένου Βασιλείου. Δύο συστατικά χαρακτηριστικά της Βρετανίας, λοιπόν, ανιχνεύει ο Orwell και στη Ναζιστικη Γερμανία: τον ιμπεριαλισμό και τον πατριωτισμό.
Η βρετανική αβρότητα και ο πασιφισμός των Βρετανών, υποστηρίζει ο Orwell, είναι μια σκέτη υποκρισία, καθώς οι εκπρόσωποί τους κλείνουν συχνά τα μάτια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, τον οποίο ο ίδιος γνωρίζει καλά καθώς μεταξύ 1922 και 1927 εργάστηκε ως αστυνομικός της αυτοκρατορίας στη Βιρμανία (σημερινή Μυανμάρ) – μια εμπειρία που τον στοίχειωσε και τον έκανε να εναντιώνεται σθεναρά για το υπόλοιπο της ζωής του στην αποικιοκρατία. Σημειώνει, σχετικά στο Lion and the Unicorn: «Οι Άγγλοι έχουν απορροφήσει το ένα τέταρτο της γης και το έχουν κρατήσει μέσω του τεράστιου πολεμικού στόλου τους. Πώς τολμούν να λένε τώρα ότι αυτός ο πόλεμος είναι φαύλος;» Ο Orwell προτρέπει πάλι τους Βρετανούς να δουν τις επεκτατικές βλέψεις και τη βίαιη ιστορία της ίδιας της χώρας τους ώστε να κατανοήσουν τον Ναζισμό.
Εκτός από τον ιμπεριαλισμό, ο Orwell καταπιάνεται και με τον πατριωτισμό τον οποίο αντιμετωπίζει, μάλιστα, ως συναίσθημα. «Δεν μπορεί κανείς» σημειώνει «να δει τον σύγχρονο κόσμο όπως είναι εκτός εάν αναγνωρίσει την κατακλυσμιαία δύναμη του πατριωτισμού» και αλλού «ακόμα και στην Αγγλία, την πιο ταξικά ιεραρχημένη χώρα υπό τον ήλιο, ο πατριωτισμός είναι δυνατότερος από το ταξικό μίσος». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε σημειώνει, ότι είμαστε μέτριοι σε όλες τις τέχνες και είμαστε εξαιρετικοί μόνο στη λογοτεχνία, τη μόνη τέχνη που δεν μπορεί να περάσει τα σύνορα.
Δεν είμαι αντισημίτης, αλλά…
Υπάρχει ένα πυρηνικό στοιχείο της Ναζιστικής ιδεολογίας με το οποίο ο Orwell δεν ασχολήθηκε παρά μόνο προς το τέλος του πολέμου: τον αντισημιτισμό. Όταν το κάνει, όμως, πρώτα στη στήλη του «As I please» στο περιοδικό Tribune το 1944 και μετά στο άρθρο “Anti-Semitism in Britain” στο Contemporary Jewish Record το 1945, επιλέγει πάλι να μεταφέρει τη συζήτηση από τη Γερμανία στο οικείο περιβάλλον της Βρετανίας. Ο ίδιος άλλωστε μεγάλωσε σε ένα αρκετά αντισημιτικό περιβάλλον και προσπαθεί να αντλήσει υλικό από τα δικά του συναισθήματα και βιώματα για να κατανοήσει το φαινόμενο.
Παρατηρεί, λοιπόν, ο Orwell πως όταν έγραψε κάποιες βιβλιοκριτικές που υποστήριζαν τους Εβραίους έλαβε πολλά αντισημιτικά σχόλια σε επιστολές από «λογικούς» Βρετανούς, καθώς όπως λέει, ο αντισημιτισμός δεν είναι χαρακτηριστικό τρελών, βάρβαρων ανθρώπων γεμάτων μίσος αλλά έχει εισχωρήσει βαθιά στον λόγο των κανονικών καθημερινών ανθρώπων. Οι περισσότεροι από τους σχολιαστές του αρνούνταν ότι είναι αντισημίτες και έσπευδαν να δηλώσουν ότι υπάρχουν και καλοί Εβραίοι ή ότι δεν ήταν πάντα αντι-Εβραίοι. Ο αντισημιτισμός, υποστήριζε ο Orwell, ήταν ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο στην αγγλική κουλτούρα από την εποχή του Chaucer και του Shakespeare. Τα νέα για τις διώξεις των Εβραίων, όμως, χώρισαν τους αντισημίτες σε αυτούς των οποίων τα συναισθήματα εντάθηκαν και σε αυτούς που συνειδητοποιούσαν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να τους «λιθοβολήσουν» — ειδικά οι πιο μορφωμένοι, μας λέει, ένιωθαν, χάρη στον Hitler, μεγάλη ντροπή για τα αντισημιτικά τους συναισθήματα, ενώ πολλοί αριστεροί διανοούμενοι (στους οποίους εδώ κατατάσσει τον εαυτό του) ξεκινούσαν με το συμπέρασμα ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να προσβληθούν από το παράλογο του αντισημιτισμού. Οι μελετητές του αντισημιτισμού, υποστηρίζει, αποφεύγουν να ξεκινήσουν την έρευνά τους από το μόνο μέρος από το οποίο θα μπορούσαν να αντλήσουν αξιόπιστα στοιχεία, δηλαδή την ίδια τους τη σκέψη.
Ενώ λοιπόν άλλοι Βρετανοί στοχαστές της εποχής του επέμειναν στη δημιουργία μύθων περί καλών Βρετανών και κακών Γερμανών, ο Orwell, κατάφερε να εξετάσει την ιστορία του παρόντος από τη σκοπιά ενός κατά Raymond Williams «εξόριστου»: στην προσπάθειά του να κατανοήσει τον Ναζισμό, τηρεί τη συναισθηματική απόσταση σχεδόν ενός ξένου απέναντι στην ίδια του τη χώρα και την εποχή του ούτως ώστε να αναγνωρίσει και να ασκήσει κριτική στα κακώς κείμενα της Βρετανίας – τον πατριωτισμό, τον ιμπεριαλισμό και την αγάπη της Αυτοκρατορίας, τον αντισημιτισμό –,της Nεωτερικότητας που δεν ήταν τόσο αγγελικά πλασμένη όσο την φαντάζονταν οι άκριτοι υμνητές της, αλλά και του ίδιου του του εαυτού. Αν ψάξουμε λοιπόν κι εμείς μέσα μας για τον κατά Orwell «φασιστικό λεκέ», ίσως μπορέσουμε καλύτερα να τον πολεμήσουμε και να τον νικήσουμε και έξω μας.