της Ευρυδίκης Μπερσή

«Η CETA είναι μία προοδευτική εμπορική συμφωνία που προωθεί τις αξίες τις οποίες μοιράζεται από κοινού η ΕΕ και ο Καναδάς»

Η CETA θα ήταν μια προοδευτική εμπορική συμφωνία αν είχε συναφθεί το 1995. Όμως, βρισκόμαστε στο 2017 και οι ιδέες για το πώς πρέπει να είναι μια εμπορική συμφωνία που σέβεται τη δημοκρατία, τους εργαζομένους, το περιβάλλον, την ελεύθερη δημιουργία και την δημόσια υγεία έχουν εξελιχθεί. Εξάλλου η CETA δεν «προωθεί» τις κοινές αξίες της Ευρώπης και του Καναδά, απλώς τις διακηρύττει. Η διαφορά ανάμεσα σε μία διακήρυξη περί σεβασμού του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, των εργασιακών δικαιωμάτων, των δημόσιων αγαθών κτλ κτλ και σε μία συνθήκη που προστατεύει όλα τα παραπάνω βρίσκεται στην ισχύ των σχετικών διατάξεων. Στη CETA, οι διατάξεις που προστατεύουν τους ξένους επενδυτές είναι θωρακισμένες με αυστηρούς μηχανισμούς κυρώσεων, ενώ για τις παραβιάσεις σε όλους τους υπόλοιπους τομείς δεν προβλέπονται κυρώσεις.

«Το δικαίωμα των κρατών να νομοθετούν κατοχυρώνεται με σαφή τρόπο.»

Η CETA δεν καταργεί επισήμως το δικαίωμα των κρατών να νομοθετούν (αυτό έλειπε!) αλλά το περιορίζει στην πράξη. Τα κράτη συνεχίζουν να υπάρχουν στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, απλώς έχουν μετατραπεί σε κελύφη που δεν έχουν περιθώρια παρέκκλισης. Οι 1600 σελίδες της συμφωνίας προσφέρουν πολυάριθμα «πατήματα» σε ξένους επενδυτές ώστε να προσφεύγουν εναντίον νόμων και κανονισμών που θίγουν τα συμφέροντά τους, έστω και αν οι νόμοι αυτοί προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον, αφορούν στην αντιμετώπιση ανθρωπιστικών ή οικονομικών κρίσεων ή έχουν θεσπιστεί υπό το φως νέας επιστημονικής γνώσης. Υπάρχουν παραδείγματα χρήσιμων νόμων που έχουν πνιγεί πριν θεσπιστούν, μόνο υπό το φόβο ανάλογων προσφυγών.  Η CΕΤΑ κατοχυρώνει με σαφή τρόπο συμπληρωματικά δικαιώματα για τους επενδυτές, χωρίς συμπληρωματικές υποχρεώσεις.

«Κατόπιν κοινοβουλευτικών πιέσεων, ο αμφιλεγόμενος μηχανισμός επίλυσης διαφορών κράτους-επενδυτή (ISDS) αντικαταστάθηκε από το Σύστημα Επενδυτικών Δικαστηρίων (ICS) με σκοπό να διασφαλίσει τον έλεγχο των κυβερνήσεων επί της επιλογής των διαιτητών και να ενισχύσει τη διαφάνεια.»

Άλλαξε ο Μανωλιός. Οι ξένοι επενδυτές εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε ένα ξεχωριστό δικαστικό σύστημα, αποκτώντας περισσότερα δικαιώματα από τους πολίτες, τους εγχώριους επενδυτές και τα κράτη. Οι βελτιώσεις δεν έπεισαν το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, που έδωσε το πράσινο φως για την προσωρινή εφαρμογή της CETA μόνο αν εξαιρεθούν οι διατάξεις περί προστασίας επενδυτών. Έτσι, ότι και αν ψηφίσουν αύριο οι ευρωβουλευτές, οι διατάξεις περί ICS θα τεθούν σε ισχύ μόνο αν και εφόσον η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, με την επικύρωσή της από 38 εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια, καθώς και από τουλάχιστον ένα δημοψήφισμα, στην Ολλανδία.

«Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις ρυθμιστικές αρχές θα έχει ως αποτέλεσμα την εναρμόνιση των κανονισμών, διευκολύνοντας την δραστηριοποίηση καναδικών επιχειρήσεων στην ΕΕ και αντιστρόφως.»

Η εναρμόνιση των κανονισμών γίνεται προς τα κάτω, γι' αυτό και τα επιχειρηματικά λόμπι που υποστηρίζουν τον μέγιστο βαθμό απορρύθμισης είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της νομοθετικής εναρμόνισης. Το Φόρουμ Ρυθμιστικής Εναρμόνισης της CETA είναι φτιαγμένο στα πρότυπα του αντίστοιχου συμβουλίου της συμφωνίας NAFTA (ΗΠΑ-Καναδάς-Μεξικό). Από τα 24 μέλη του συμβουλίου της NAFTA που ασχολείται με την εκτίμηση κινδύνου χημικών προϊόντων, τα 21 προέρχονται από την χημική βιομηχανία και τα τρία από την κοινωνία των πολιτών.

«Η CETA είναι η απάντηση της Ευρώπης και του Καναδά στον Ντόναλντ Τραμπ»

Η CETA είναι η απόδειξη ότι το κατεστημένο της ΕΕ και του Καναδά δεν κατάλαβε τίποτα από την άνοδο Τραμπ και ανοίγει την πόρτα σε νέους Τραμπ στην Ευρώπη. Καμία κυβέρνηση στην Ευρώπη (συντηρητική, σοσιαλδημοκρατική, «αριστερή») δεν μπλόκαρε την CETA, παρότι συγκεντρώθηκαν 3,5 εκ υπογραφές εναντίον της. Την ίδια στιγμή, ο Ντόναλντ Τραμπ κατήργησε την συμφωνία ΤΡΡ την πρώτη ημέρα που ανέβηκε στην εξουσία, επιτρέποντας στους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες του να προβάλλονται ως συνεπείς. Αντί το ευρωπαϊκό κατεστημένο να διερωτηθεί τι κάνει στραβά, χρησιμοποιεί την άνοδο Τραμπ για να επιβάλει ακόμη μεγαλύτερη πειθαρχία σε μοντέλα με τα οποία η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών διαφωνεί.