Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος ξόδεψαν χθες το χρόνο τους μετά τη συνεδρίαση του κυβερνητικού συμβουλίου Διοικητικής Μεταρύθμισης για να διαβουλευθούν. Για ποιο θέμα να διαβουλευθούν άραγε, εφόσον όλοι ξέρουμε ότι δεσμεύονται από κοινού από την πρόσφατη προγραμματική συμφωνία των δύο κομμάτων.
 
Περίπτωση να υπαναχωρήσουν από τη συμφωνία αυτή δεν υφίσταται. Ουδέποτε οι συγκεκριμένοι πολιτικοί ηγέτες έχουν αθετήσει τις υποσχέσεις τους, επομένως δεν  είναι δυνατόν να το πράξουν τώρα που η χώρα βγαίνει με γοργούς ρυθμούς από το τούνελ και είναι έτοιμη να επανέλθει στην ανάπτυξη, στη δραστική μείωση του χρέους της και στην έξοδό της στις διεθνείς χρηματαγορές.
 
Το μόνο ενδεχόμενο που απομένει είναι να υποθέσουμε ότι οι δύο πολιτικοί αρχηγοί θέλησαν να συμφωνήσουν στη διαχείριση της αριστερής στροφής που επιχειρεί εσχάτως η κυβέρνηση.
 
Αριστερή στροφή; Εξηγούμαι. Μέχρι τώρα, τα δύο κόμματα κατηγορούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ποντάρει στην καταστροφή της χώρας, ότι διώχνει τους επενδυτές και αποθαρρύνει την ιδιωτική πρωτοβουλία, ότι εργάζεται για το λόμπι της δραχμής και ότι δεν ασκεί υπεύθυνη αντιπολίτευση. Το είδος αυτό της κριτικής, ωστόσο, μόλις ετελείωσε. Η νέα κυβερνητική γραμμή είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αλλάξει πολιτική (ενδεχομένως μετά το Τέξας) και προωθεί τώρα ιδιωτικά συμφέροντα, πράγμα που υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης κυβέρνησης θα έπρεπε λογικά να χαιρετίζεται ως στροφή στην υπευθυνότητα, στην ενθάρρυνση των επενδύσεων και στην επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη.
 
Το πρώτο κρούσμα, σύμφωνα πάντα με τους κυβερνητικούς εταίρους, ήταν η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει με επιμονή τα συμφέροντα των τοπικών φαρμακοβιομηχανιών, σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει η κυβέρνηση, να πωλούνται τα φάρμακα σε «τιμές Τσίπρα» και όχι «σε τιμές Σαμαρά», που είναι πολύ πιο χαμηλές. Η διάδοση ότι όλ’ αυτά δεν τα έκανε για ιδεολογικούς λόγους αλλά εξαιτίας των διαφημιστικών πακέτων που εισέρευσαν στα ταμεία του κομματικού ραδιοσταθμού διαψεύστηκαν καθοδόν, δεδομένου ότι επρόκειτο όπως απεδείχθη μόλις για διαφημιστική δαπάνη 3.500 ευρώ, ποσό που δεν φθάνει, ακόμα και στις μέρες μας για να αγοράσεις ένα κόμμα – ξέρουν αυτοί.
 
Αλλά και πάλι θα μπορούσε απλώς να πρόκειται περί συμπτώσεως, εάν δεν προέκυπτε νέο κρούσμα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ -εντελώς αιφνιδίως- ζήτησε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τις συμβάσεις που αφορούσαν τα γερμανικά υποβρύχια και τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Στην προκειμένη περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται ότι εξυπηρετεί την ιδιοκτησία των ναυπηγείων Ελευσίνας και Σύρου, αν και δεν παρατηρήθηκαν αντίστοιχα διαφημιστικά πακέτα υπέρ του κομματικού ραδιοσταθμού. Είναι αλήθεια ότι εκείνη η σύμβαση, η οποία υπογράφηκε προκειμένου να εξασφαλιστεί η κυριότητα μερικών εξαιρετικής ποιότητας πολεμικών πλοίων και παράλληλα η βιωσιμότητα των ναυπηγείων, είχε το 2010, όταν υπογράφηκε, πολεμηθεί λυσσαλέα από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Ο χρόνος που μεσολάβησε όμως απέδειξε ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί εκπληρώθηκαν απολύτως, οπότε τα στελέχη αυτά μεταπείσθηκαν.
 
Μένει να αποδείξω μόνο την κατηγορία που απηύθυνα στην κυβέρνηση περί αριστερής στροφής. Τα δεδομένα είναι αμείλικτα. Αντί η κυβέρνηση να πανηγυρίσει επειδή ρυμούλκησε τον ΣΥΡΙΖΑ σε πιο υπεύθυνες πολιτικές θέσεις ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας και του επενδυτικού κλίματος, έσπευσε να τον κατηγορήσει δις ότι εξυπηρετεί μερίδες του διεθνούς και εγχώριου κεφαλαίου, θέση ταυτόσημη με την κριτική που σταθερά και αταλάντευτα ασκεί προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ το ΚΚΕ.

Η στροφή αυτή της κυβέρνησης ασφαλώς δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη, ενδέχεται δε να την οδηγήσει και σε νέα ανοίγματα προς τα… αριστερά.