Του Σωτήρη Σβανά

Κυριακή πρωί μού τηλεφώνησε ο Κώστας ο Εφήμερος και μου είπε να γράψω κάτι. «Όχι ενημερωτικό. Άποψη. Θα γράψουν κι άλλοι». Δεν μπορώ, σκέφτηκα. Αλλά τι να του πω, «όχι»; «Θα το γράψεις και θα πεις κι ένα τραγούδι», θα μου έλεγε. Κι αυτό ακριβώς θα επιχειρήσω να κάνω…

Γιατί ό,τι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε. Τα υπέρ και τα κατά.

Ό,τι ήταν να γραφτεί, έχει ήδη γραφτεί.

Για το 1,3 εκατομμύριο ανέργους. Για τους εισαγωγικούς μισθούς των 440 ευρώ. Για τα 4 εκατομμύρια πληθυσμού που φλερτάρουν με το όριο της φτώχειας, και τα άλλα 2 που ήδη βρίσκονται κάτω από αυτό. Για τον άστεγο του οικοδομικού τετραγώνου μας, τον υποσιτισμένο της πολυκατοικίας μας, τον άνεργο του διπλανού διαμερίσματος.

Για τις επιχειρησιακές συμβάσεις, τις συντάξεις, τη μετενέργεια.

Για τις τράπεζες, το έλλειμμα, το PSI, το χρέος, τους δανειστές, το ευρώ.

Ναι, ακόμη και σήμερα, οι επίσημοι τοκογλύφοι, οι δανειστές «μας» (τρόικα) και οι ομολογιούχοι (IIF), μάς εκλιπαρούν να ψηφίσουμε τα μέτρα και να μείνουμε στο ευρώ.

Οι ελληνικές τράπεζες. Ο ΣΕΒ. Τα κανάλια.

Ο Βενιζέλος. Ο Σαμαράς. Ο Άδωνις.

Ο Μανόλης Καψής. Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου.

Να μη θέσουμε σε κίνδυνο το νέο δάνειο. Θα πεινάσετε, μας λένε.

Για την εκχώρηση ανεξαρτησίας και δημοκρατίας.

Για το βιοτικό επίπεδο. Τη χώρα-πειραματόζωο και τη χώρα-προειδοποίηση προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Το προσδόκιμο ζωής, την αλλαγή του καταναλωτικού, παραγωγικού, εργασιακού και κοινωνικού υποδείγματος.

Την εκτίμηση ότι η καταστροφή που έρχεται μόνο με τότε που «τρελάθηκαν» οι δείκτες στην έκταση που κάλυπτε η ΕΣΣΔ μεταξύ 1991-1996 μπορεί να συγκριθεί.

Κώστα, δεν μπορώ να γράψω ψύχραιμα σήμερα. Δεν θα γράψω τίποτα δικό μου. Θα κάνω κόπι πέιστ.

Και ας μην το ανεβάσεις. Ή στις 17:00 κατέβασέ το. Δεν θέλω να έχουμε πολλούς επισκέπτες εκείνη την ώρα.

1. Κάτω από τη μύτη των καθεστωτικών επιτελείων, η ελπίδα συνωμοτεί για ένα άλλο αύριο…

Έληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας». Μια οργιαστική Σιγή βλάστησε σ’ όλες τις ρωγμές. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε- δεκαεφτά χρόνων. Κοιτάξτε τους καλά. Προσέξτε την Κατήφεια τους. Την νεκρική τους απάθεια, τη σιωπή τους, τη δύσαρθρη ομιλία τους, τη δύσθυμη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος. Πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Κι αν ακόμα δεν είναι αυτοί οι Συναγερμός, θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Νέο Λόγο. Απλά για το Λόγο. Για λέξεις που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους.

Γιώργος Χειμωνάς

2. Ο «Άγγελος της Ιστορίας» είμαστε εμείς

«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee με το όνομα Angelus Novus. Απεικονίζεται εκεί ένας άγγελος, που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι, όπου μένει προσηλωμένο το βλέμμα του. Διάπλατα τα μάτια του, ανοικτό το στόμα και τεντωμένες οι φτερούγες του. Έτσι πρέπει να είναι και ο άγγελος της ιστορίας. Στραμμένο το πρόσωπό του προς το παρελθόν. Όπου εμφανίζεται σ' εμάς μια αλυσίδα γεγονότων, διακρίνει αυτός μια και μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του. Θέλει αυτός να σταθεί, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει τα χαλάσματα. Μια θύελλα σηκώνεται όμως από τη μεριά του Παραδείσου κι αδράχνει τις φτερούγες του και είναι τόσο δυνατή, που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Τον ωθεί αυτή η θύελλα ασταμάτητα προς το μέλλον, στο οποίο στρέφει την πλάτη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Ό,τι αποκαλούμε εμείς πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα».

Βάλτερ Μπένγιαμιν – Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας

3. Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου, μεσημέρι…

«Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, 
αγάπη μου, μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να' χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν 
τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, 
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
Γιατί σ' αγαπώ…
Κλείσε το σπίτι
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
Και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ' όποιο μέρος της γης
σ' όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι 
για ένα καινούργιο κόσμο.
Εκεί θα σε περιμένω. Αγάπη μου…»

Tάσος Λειβαδίτης

… και θα πω κι ένα τραγούδι