Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Κανείς άλλος δεν έχει μείνει ζωντανός στο πεδίο της μάχης. Οι ψυχές των νεκρών βαδίζουν προς την κόλαση. Ο Δάντης τοποθετεί μιαν επιγραφή πάνω από την πύλη της στη Θεία Κωμωδία: «Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα όσοι εισέρχεστε εδώ!». Κάτι σαν τη σύγχρονη ελληνική κόλαση, όπου δεν υπάρχει καθαρτήριο, παρά μόνο η προσδοκία της αιώνιας τιμωρίας. Κι οι ελπίδες, μια απάτη μακρινή…
 
Η παραίτηση από το δικαίωμα στην ελπίδα και στην προσδοκία μιας καλύτερης ζωής και η συνακόλουθη αδράνεια των μαζών είναι κινητήριος δύναμη της ιστορίας με
αρνητικό τρόπο, παρατηρούσε το 1917 ο Ιταλός διανοούμενος επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι: 
 
«Η αδιαφορία επενεργεί δυναμικά στην ιστορία. Επενεργεί παθητικά, ωστόσο επενεργεί. Είναι το πεπρωμένο. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να βασιστούμε επάνω του, είναι κάτι που ανατρέπει τα προγράμματα, που αντιστρέφει τα καλύτερα καταστρωμένα σχέδια, είναι η ακατέργαστη ύλη που εξεγείρεται ενάντια στη νόηση και την πνίγει. Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει επάνω σε όλους, το πιθανό καλό που μια ηρωική πράξη (καθολικής αξίας) μπορεί να γεννήσει, δεν οφείλεται τόσο στην πρωτοβουλία των λίγων που ενεργούν όσο στην αδιαφορία, στην απουσία των πολλών. Αυτό που συμβαίνει, δεν συμβαίνει τόσο γιατί μερικοί θέλουν να συμβεί όσο γιατί η μάζα των ανθρώπων παραιτείται από τη θέλησή της, αδιαφορεί, αφήνει να μαζεύονται οι κόμποι που έπειτα μόνο το σπαθί θα μπορέσει να κόψει, αφήνει να θεσμοθετούνται οι νόμοι που έπειτα μόνο η εξέγερση θα καταλύσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που έπειτα μόνο μια εξέγερση θα μπορέσει να τους ανατρέψει. Το πεπρωμένο που φαίνεται να κυριαρχεί στην ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το απατηλό πρόσχημα αυτής της αδιαφορίας, αυτής της απουσίας. Μερικά γεγονότα ωριμάζουν στο σκοτάδι, λίγα χέρια, μακριά από κάθε έλεγχο, υφαίνουν το πανί της συλλογικής ζωής και η μάζα αγνοεί, γιατί δεν ενδιαφέρεται. Τα πεπρωμένα μιας εποχής διαχειρίζονται σύμφωνα με τις στενές αντιλήψεις, τους άμεσους σκοπούς, τις προσωπικές φιλοδοξίες και πάθη μικρών δραστήριων ομάδων και η μάζα των ανθρώπων αγνοεί γιατί δεν ενδιαφέρεται. Ωστόσο, τα γεγονότα που έχουν ωριμάσει ξεχύνονται. Ωστόσο, το υφασμένο στο σκοτάδι πανί κοντεύει να τελειώσει. Και τότε φαίνεται να είναι το αναπόφευκτο που παρασύρει όλους και όλα, φαίνεται ότι η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη, ένας σεισμός όπου όλοι γίνονται θύματα: κι αυτός που θέλησε κι όποιος δεν θέλησε, κι αυτός που γνώριζε και όποιος δεν γνώριζε, κι αυτός που ήταν δραστήριος και αυτός που ήταν αδιάφορος. Και αυτός ο τελευταίος οργίζεται, θα ήθελε να εξαιρεθεί από τις συνέπειες, θα ήθελε να φανεί ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε, ότι αυτός δεν είναι υπεύθυνος. 
 
Μερικοί κλαψουρίζουν ελεεινά, άλλοι βρίζουν αισχρά, μα κανείς ή λίγοι διερωτούνται: αν είχα κάνει και εγώ το καθήκον μου, αν είχα προσπαθήσει να κάνω έτσι ώστε να αναγνωριζόταν η αξία της θέλησής μου, της συμβουλής μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβηκε; Μα κανείς ή λίγοι αισθάνονται ένοχοι της αδιαφορίας τους, του σκεπτικισμού τους, του ότι δεν πρόσφεραν το χέρι τους και την δραστηριότητά τους σ’ εκείνες τις ομάδες πολιτών που, ακριβώς για να αποφευχθεί εκείνο το κακό, μάχονταν για να φέρουν εκείνο το κάποιο καλό που σκόπευαν. Οι περισσότεροι από δαύτους, αντίθετα, με τετελεσμένα τα γεγονότα προτιμούν να μιλούν για χρεοκοπημένα ιδανικά, για οριστικά γκρεμισμένα προγράμματα και για άλλα παρόμοια χωρατά. Είναι έτσι πάλι απόντες από κάθε υπευθυνότητα» (Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και κουλτούρα, εκδόσεις Στοχαστής 1982).   
 
Ο Γκράμσι, όπως και ο Βέμπερ, αν και γράφουν σε μια εποχή που ολόκληρος ο δυτικός κόσμος βρίσκεται σε επαναστατική αναταραχή, αναγνωρίζουν εγκαίρως ότι η πορεία του κόσμου δεν καθορίζεται από τις ενεργές μειονότητες, αλλά κι από την αδρανή μάζα. Και λένε προς όλους, ο καθένας με τον τρόπο του, πως πρέπει να πασχίσεις για να ζήσεις ελεύθερος. Ο Φράνσις Μπέικον είχε κάποτε πει πως η ελπίδα είναι καλό πρωινό αλλά κακό δείπνο. Η εμπειρία δείχνει ότι η τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα διαμορφώθηκε στη βάση μιας ελπίδας που αποδείχτηκε φρούδα και μας έκατσε στο στομάχι, και τώρα δεν μπορούμε να καταναλώσουμε άλλη ελπίδα. Άραγε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτήν; Ο Γκράμσι έχει μιαν απάντηση και γι’ αυτό: «Ο μόνος δικαιολογημένος ενθουσιασμός είναι εκείνος που συνοδεύει την ικανή θέληση, την ικανή δράση, την πλούσια εφευρετικότητα σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που μεταβάλλουν την υπάρχουσα πραγματικότητα».