«Επιστολή πρός τους διανοουμένους που γελοιοποιούν επαναστάσεις εν ονόματι της [ιδεολογικής] καθαρότητας» έδωσαν στη δημοσιότητα η ακτιβίστρια και ιστορικός των ιθαγενών λαών, Ροξάν Ντάνμπαρ Ορτίζ, η Άνα Μαλδονάδο, από το Μέτωπο Φρανσίσκο Δε Μιράντα της Βενεζουέλας, η Πιλάρ Τρόγια Φερνάντεζ, Από το Τριηπειρωτικό Ερευνητικό Κέντρο, και ο μαρξιστής ιστορικός και δημοσιογράφος Βιτζέι Πρασάντ, υπερασπιζόμενοι τις λαϊκές κατακτήσεις στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα και απαντώντας στις κριτικές εξ αριστερών, που γίνονται όλο και δυνατότερες, παρά την τραγωδία του πραξικοπήματος στη Βολιβία.

Στην επιστολή, που έχει μεταφραστεί και δημοσιεύεται στο the Press Project με την άδειά τους, τονίζουν την ανάγκη να γίνουν κατανοητές οι συνθήκες που έχει διαμορφώσει η αποικιοκρατία και η αστική τάξη στη Λατινική Αμερική, εξηγούν τον στρατηγικής σημασίας ρόλο των γυναικών και τονίζουν την αξία της αλληλεγγύης προς τα μαζικά κινήματα, παραβλέποντας τις μικροδιαφωνίες.

Το πλήρες κείμενο της Επιστολής έχει ως εξής:

Επιστολή πρός τους διανοουμένους που γελοιοποιούν επαναστάσεις εν ονόματι της [ιδεολογικής] καθαρότητας

Οι Επαναστάσεις δε συμβαίνουν ξαφνικά, ούτε μεταρρυθμίζουν αμέσως μια κοινωνία. Μια επανάσταση είναι μια διαδικασία, που κινείται με διαφορετικές ταχύτητες, που οι ρυθμοί τους μπορούν να αλλάξουν αν η μηχανή της Ιστορίας επιταχυνθεί από την εντατικοποιήση της ταξικής διαμάχης. Όμως, τις περισσότερες φορές, το χτίσιμο ενός επαναστατικού momentum είναι παγετώδης, και η προσπάθεια για το μετασχηματισμό ενός κράτους και μιας κοινωνίας μπορεί να είναι ακόμη πιο αργή.

Ο Λέων Τρότσκυ, από την τουρκική του εξορία, το 1930, έγραψε την πιο αξιοσημείωτη σπουδή της Ρωσικής Επανάστασης. Δεκατρία χρόνια είχαν περάσει από την ανατροπή της Τσαρικής αυτοκρατορίας. Αλλά, η επανάσταση είχε ήδη γίνει περίγελως, ακόμη και από ανθρώπους της Αριστεράς. «Ο Καπιταλισμός», έγραψε ως κατάληξη αυτού του βιβλίου ο Τρότσκυ, «χρειάστηκε εκατό χρόνια για να ορθώσει την επιστήμη και την τεχνολογία του στα ύψη και να ρίξει την ανθρωπότητα στην κόλαση του πολέμου και της κρίσης. Για το σοσιαλισμό, οι εχθροί του επιτρέπουν μόνο 15 χρόνια για να δημιουργήσει και να προσφέρει έναν επίγειο παράδεισο. Δεν αναλάβαμε καμμία τέτοια υποχρέωση. Ποτέ δεν ορίσαμε ημερομηνίες. Η διαδικασία μιας τεράστιας μεταμόρφωσης οφειλει να μετράται με την πρέπουσα κλίμακα»

Όταν ο Ούγο Τσάβες κέρδισε μιαν εκλογική αναμέτρηση στη Βενεζουέλα (Δεκέμβριος 1998) κι όταν ο Έβο Μοράλες Αϊμα κέρδισε μιαν εκλογική αναμέτρηση στη Βολιβία (Δεκέμβριος 2005), οι επικριτές τους στην Αριστερά, σε Αμερική και Ευρώπη, δεν έδωσαν σε αυτές τις κυβερνήσεις χρόνο να ανασάνουν. Κάτι καθηγητές με αριστερή τοποθέτηση άρχισαν αμέσως να κατακρίνουν αυτές τις κυβερνήσεις για τα όριά τους και κάποτε για τις αποτυχίες τους. Η τάση αυτή ήταν περιορισμένη πολιτικά – καμμία αλληλεγγύη δεν επεδείχθη σε αυτά τα πειράματα. Ήταν επίσης περιορισμένη και διανοητικά – δεν υπήρχε επαφή με τις βαθιές δυσκολίες ενός σοσιαλιστικού πειράματος σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, κοκκαλωμένες σε κοινωνικές ιεραρχίες και καταληστευμένες από οικονομικούς πόρους.

Ο βηματισμός της Επανάστασης

Δύο χρόνια μετά τη Ρώσικη Επανάσταση, ο Λένιν έγραφε ότι η άρτι δημιουργηθείσα ΕΣΣΔ δεν ήταν κάποιο «θαυματουργό φυλακτό» ούτε «έστρωνε το δρόμο για τον σοσιαλισμό. Έδινε σε αυτούς που ως τότε ήταν οι καταπιεσμένοι την ευκαιρία να ισιώσουν την σπονδυλική τους στήλη και σε έναν όλο και αυξανόμενο βαθμό να πάρουν στα δικά τους χέρια το σύνολο της διακυβέρνησης της χώρας και τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής».

Αλλά ακόμη κι αυτό – όλο αυτό κι όλο εκείνο – δεν επρόκειτο να είναι εύκολο. Ο Λένιν έγραφε «ένας πολύχρονος, δύσκολος και σκληρός ταξικός αγώνας, που, μετά την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, μετά την καταστροφή του αστικού κράτους, δεν εξαφανίζεται, απλώς αλλάζει τις μορφές του και, κατά πολλούς τρόπους, γίνεται σφοδρότερο». Αυτή ήταν η θέση του Λένιν όταν το τσαρικό κράτος κατέπεσε και η σοσιαλιστική κυβέρνηση άρχισε να αναλαμβάνει την εξουσία. Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι έγραψε (στην «Αγάπη τον Καιρό των Εργατριών Μελισσών») για τον αγώνα [που χρειάζεται] για να κτιστεί ο σοσιαλισμός, τις συγκρούσεις μες στο σοσιαλισμό για να κατορθώσει τους στόχους του. Τίποτε δεν είναι αυτόματο, όλα είναι αγώνας.

Ο Λένιν και η Κολλαντάι εξηγούν ότι ο ταξικός αγώνας δεν αναβάλλεται όταν μια επαναστατική κυβέρνηση αναλάβει το κράτος. Ίσα ίσα, γίνεται «σφοδρότερος», η αντίθεση σε αυτόν πιο έντονη, γιατί τα ανταλλάγματα είναι υψηλά και η στιγμή επικίνδυνη, γιατί η αντιπολίτευση – δηλαδή η αστική τάξη και η παλιά αριστοκρατία- έχουν τον Ιμπεριαλισμό στο πλευρό τους. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε πει, «το μπολσεβικισμό πρέπει να τον πνίγεις στην κούνια», και κάπως έτσι οι δυτικοί στρατοί ενώθηκαν με το Λευκό στρατό σε μια παρ’ ολίγον μοιραία επίθεση κατά της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Η επίθεση κράτησε από τα τέλη του 1917 ως το 1923 – έξι ολόκληρα χρόνια επίμονης στρατιωτικής επίθεσης.

Ούτε στη Βενεζουέλα ούτε στη Βολιβία, ούτε σε κάποια άλλη από τις χώρες που στράφηκαν Αριστερά τα τελευταία είκοσι χρόνια, ξεπεράστηκε το αστικό [ταξικό] κράτος ούτε ανατράπηκε η καπιταλιστική εξουσία. Η επαναστατική διαδικασία σε αυτές τις χώρες έπρεπε σταδιακά να δημιουργήσει δομές από και για την εργατική τάξη, δίπλα στην συνεχιζόμενη καπιταλιστική εξουσία. Αυτές οι δομές κατοπτρίζουν την ανάδυση μιας μοναδικής κρατικής οντότητας, στηριγμένης στη συμμετοχική δημοκρατία – έκφραση αυτού είναι, παραδείγματος χάριν, οι Misiones Sociales.

Kάθε προσπάθεια να ξεπεραστεί πλήρως ο καπιταλισμός συγκρατούνταν από την δύναμη της αστικής τάξης – που δεν χάθηκε με διαδοχικές εκλογικές διαδικασίες και που σήμερα είναι η πηγή της αντεπανάστασης, και συγκρατούνταν από την εξουσία του Ιμπεριαλισμού – που κατόρθωσε, προς το παρόν, ένα πραξικόπημα στη Βολιβία και που απειλεί καθημερινά με πραξικόπημα τη Βενεζουέλα. Κανείς δεν είπε, το 1998 ή το 2005, ότι αυτό που συνέβη στη Βενεζουέλα ή τη Βολιβία ήταν «επανάσταση» σαν τη Ρώσικη Επανάσταση. Οι εκλογικές νίκες ήταν μέρος μιας επαναστατικής διαδικασίας. Ως πρώτη πράξη της κυβέρνησής του, ο Τσάβες ανακοίνωσε μιαν συνταγματική διαδικασία για την επανίδρυση της Δημοκρατίας. Ομοίως, ο Έβο βεβαίωσε το 2006 ότι το Κίνημα προς το Σοσιαλισμό (Movimiento Al Socialismo – MAS), μπορεί να είχε εκλεγεί, αλλά εξουσία δεν είχε αναλάβει, πολύ αργότερα ξεκίνησε η συνταγματική διαδικασία, που και αυτή από μόνη της ήταν ένα μακρύ ταξίδι. Η Βενεζουέλα μπήκε σε μιαν μακράν «επαναστατική διαδικασία», ενώ η Βολιβία σε μια «διαδικασία αλλαγής», ή όπως απλά την έλεγαν στη «διαδικασία», η οποία, ακομη και σήμερα, μετά το πραξικόπημα, συνεχίζεται. Παρά ταύτα, τόσο η Βενεζουέλα όσο και η Βολιβία έζησαν την πλήρη επίθεση ενός «υβριδικού πολέμου» – από τις δολιοφθορές των φυσικών υποδομών ως τις δολιοφθορές στην άντληση πόρων από τις κεφαλαιαγορές.   

Ο Λένιν αναφέρει, ότι, μετά την αρπαγή του κράτους και την διάλυση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα εξ ων συνετέθη, η επαναστατική διαδικασία στη νεαρή Σοβιετική δημοκρατία ήταν δύσκολη, η επίμονη ταξική πάλη ολοζώντανη – φανταστείτε πόσο πιο δύσκολη ήταν αυτή η επίμονη πάλη στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία.

Επαναστάσεις στο Πεδίο της Αναγκαιότητας

Φανταστείτε, και πάλι, πόσο δύσκολο είναι να χτιστεί μια σοσιαλιστική κοινωνία σε μια χώρα, όπου – παρά τον πλούτο σε φυσικούς πόρους- υπάρχει τεράστια φτώχεια και τεράστια ανισότητα. Ακόμη βαθύτερα, υπάρχει η πολιτιστική πραγματικότητα, διότι τεράστιες ομάδες πληθυσμού υπέφεραν και αγωνίστηκαν εναντίον αιώνων κοινωνικού εξευτελισμού. Αποτελεί μικρή έκπληξη το γεγονός ότι, σε αυτές τις χώρες, οι πιο καταπιεσμένοι από τους εργάτες της γης, τους ανθρακωρύχους, την αστική [των πόλεων] εργατική τάξη, είναι είτε από ιθαγενείς κοινότητες είτε απόγονοι Αφρικανών. Τα συντριπτικά βάρη της αναξιοπρέπειας συνδυασμένα με την απουσία εύκολης πρόσβασης σε πόρους κάνουν τις επαναστατικές διαδικασίες, στο «πεδίο της αναγκαιότητας», κατά πολύ δυσκολότερες.

Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά του Χειρόγραφα (1844), ο Μάρξ διαχωρίζει το «Πεδίο της Ελευθερίας» όπου παύει «η εργασία που καθορίζεται από την ανάγκη και τις γήινες σκέψεις» από το «Πεδίο της Αναγκαιότητας» – όπου δεν ικανοποιούνται ούτε οι πιο βασικές ανάγκες. Μια μακρά ιστορία αποικιοκρατικής εξουσίας και ύστερα η ιμπεριαλιστική καταλήστευση, έχουν απομυζήσει μεγάλα κομμάτια του πλανήτη από τον πλούτο τους, κι έχουν οδηγήσει αυτές τις περιοχές – κυρίως την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική – μόνιμα στο «Πεδίο της Αναγκαιότητας». Όταν ο Τσάβες κέρδισε τις πρώτες εκλογές στη Βενεζουέλα, το ποσοστό φτώχειας ήταν ένα απίστευτο 23,4%, στη Βολιβία όταν πρωτοεξελέγη ο Μοράλες ήταν ένα συντριπτικό 38,2%. Αυτοί οι αριθμοί δεν καταγράφουν μόνο την απόλυτη φτώχεια τεράστιων τμημάτων του πληθυσμού, αλλά εμπεριέχουν ιστορίες κοινωνικής ταπείνωσης και αναξιοπρέπειας, που ποτέ δεν μπορούν να μετατραπούν σε απλή στατιστική.

Οι επαναστάσεις και οι επαναστατικές διαδικασίες μοιάζει να ριζώνουν συχνότερα στο Πεδίο της Αναγκαιότητας – στην Τσαρική Ρωσία, στην Κίνα, την Κούβα, το Βιετνάμ – παρά στο Πεδίο της Ελευθερίας – στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτές οι επαναστάσεις και οι επαναστατικές διαδικασίες – όπως στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία- γίνονται σε τόπους που δεν έχουν συγκεντρώσει πλούτο τον οποίο μπορούν να μοιράσουν. Η αστική τάξη σε αυτές τις κοινωνίες είτε εξαφανίζεται μαζί με τα λεφτά της τη στιγμή της επανάστασης ή της επαναστατικής αλλαγής, είτε παραμένει αλλά στέλνει τα λεφτά της σε φορολογικούς παραδείσους ή μέρη σαν τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Σε αυτά τα χρήματα, το προϊόν της εργασίας του λαού, η κυβέρνηση δεν έχει πρόσβαση χωρίς να προκαλέσει το μένος του ιμπεριαλισμού. Δείτε πόσο γρήγορα οι ΗΠΑ οργάνωσαν την αρπαγή του χρυσού της Βενεζουέλας από την Τράπεζα του Λονδίνου, πάγωσαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των κυβερνήσεων του Ιράν και της Βενεζουέλας, και δείτε πόσο ομαλά έφυγαν οι επενδύσεις όταν η Βενεζουέλα, ο Ισημερινός, η Νικαράγουα και η Βολιβία αρνήθηκαν να υπακούσουν στους μηχανισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας για την σχέση επενδυτών – Κράτους.

Τοσο ο Τσάβες όσο και ο Μοράλες προσπάθησαν να ξαναπάρουν στα χέρια τους τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των κρατών τους, μια πράξη που αντιμετωπίστηκε ως βδέλυγμα από τον Ιμπεριαλισμό. Και οι δύο αντιμετώπισαν αντεπιθέσεις, με την κατηγορία ότι ήταν «δικτάτορες», επειδή θέλησαν να επαναδιαπραγματευτούν τις συμφωνίες προηγούμενων κυβερνήσεων για τις πρωτογενείς πλουτοπαραγωγικές πηγές τους. Ήθελαν αυτό το κεφάλαιο όχι για προσωπικά οφέλη – κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για προσωπική διαφθορά – αλλά για να αυξήσουν την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ικανότητα του λαού τους.

Κάθε μέρα είναι αγώνας για τις επαναστατικές διαδικασίες στο πεδίο της αναγκαιότητας. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από την Κούβα, στην οποία η επαναστατική κυβέρνηση είχε να παλέψει με ένα συντριπτικό εμπάργκο, πραξικοπήματα και απόπειρες δολοφονίας από την πρώτη μέρα.

Οι Επαναστάσεις των Γυναικών

Είναι δεδομένο – γιατί θα ήταν ανόητο να το αρνηθεί κανείς – ότι οι γυναίκες είναι στο κέντρο των διαδηλώσεων στη Βολιβία, ενάντια στο πραξικόπημα και για την αποκατάσταση της κυβέρνησης Μοράλες. Το ίδιο και στη Βενεζουέλα, η πλειονότητα όσων κατέβηκαν στο δρόμο για να υπερασπίσουν τη μπολιβαριανή επανάσταση είναι γυναίκες. Κι αυτές οι γυναίκες μπορεί να μην είναι Μασίστας [με το κόμμα MAS του Μοράλες] ή Τσαβίστας, όμως κατανοούν άριστα ότι οι επαναστατικές διαδικασίες είναι φεμινιστικές, σοσιαλιστικές και ενάντια στην αναξιοπρέπεια που έχει επιβληθεί στους ιθαγενείς και στους απογόνους των Αφρικανών.

Χώρες σαν τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, τον Ισημερινό και την Αργεντινή, αντιμετώπισαν επίμονες πιέσεις από το το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τη δεκαετία του ’80 και τη δεκαετία του ’90, ώστε να περικόψουν πολύ την κρατική υποστήριξη της υγείας, της παιδείας και της φροντίδας των ηλικιωμένων. Η κατάρρευση αυτών των σημαντικών κοινωνικών συστημάτων υποστήριξης, οδήγησε στην επιβάρυνση της «οικονομίας της φροντίδας», η οποία κυρίως παρέμενε – για πατριαρχικούς λόγους- στα χέρια των γυναικών. Αν το «αόρατο χέρι» δεν μπορούσε να φροντίσει το λαό, η «αόρατη καρδιά» όφειλε να αναλάβει. Η εμπειρία των περικοπών στην οικονομία της φροντίδας ήταν που ριζοσπαστικοποίησε τις γυναίκες στις κοινωνίες μας. Ο φεμινισμός τους αναδύθηκε από την εμπειρία της πατριαρχίας και τις πολιτικές αλλαγής των δομών. Όσο το κύμα του νεοφιλελευθερισμού θα συνεχίσει να χτυπά αλύπητα τον κόσμο, κι όσο θα περικυκλώνει στο άγχος και τη θλίψη τις κοινωνίες, είναι οι γυναίκες που θα ενεργοποιούνται περισσότερο στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο.

Και ο Μοράλες και ο Τσάβες είναι άντρες, αλλά η επαναστατική διαδικασία τους μετέτρεψε σε σύμβολα μιας άλλης πραγματικότητας για όλη την κοινωνία. Σε διαφορετικό βαθμό, οι κυβερνήσεις τους αφιερώθηκαν στη δημιουργία μιας πλατφόρμας που θα αντιμετώπιζε τόσο την κουλτούρα της πατριαρχίας όσο και τις πολιτικές των κοινωνικών περικοπών που επιβαρύνουν τις γυναίκες, αυτές που πρέπει να κρατήσουν την κοινωνία ενωμένη. Άρα, οι επαναστατικές διαδικασίες στη Λατινική Αμερική πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα της βαθιάς αφύπνισης, της σημασίας να τοποθετούνται οι γυναίκες, οι ιθαγενείς και οι απόγονοι των Αφρικανών στο επίκεντρο του αγώνα. Κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αυτές οι κυβερνήσεις έκαναν εκατοντάδες λάθη, λάθη που οδήγησαν σε οπισθοχώρηση τον αγώνα κατά της πατριαρχίας και του ρατσισμού, αλλά αυτά ήταν λάθη που μπορούν να διορθωθούν, και όχι δομικά στοιχεία της επαναστατικής διαδικασίας. Αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζουν βαθύτατα οι ιθαγενείς και καταγώμενες από Αφρικανούς γυναίκες σε αυτά τα κράτη – και απόδειξη αυτού δεν είναι μόνο αυτό εδώ το άρθρο, αλλά και η συνεχής και ζωηρή παρουσία τους στους δρόμους.

Ως μέρος της μπολιβαριανής διαδικασίας στη Βενεζουέλα, οι γυναίκες έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση των κοινωνικών δομών, που είχαν διαβρωθεί από δεκαετίας καπιταλιστικής λιτότητας. Η δουλειά τους ήταν κεντρική στην ανάπτυξη της λαϊκής δύναμης και τη δημιουργία συμμετοχικής δημοκρατίας. Το 64% των εκπροσώπων από τις 3.186 κομμούνες είναι γυναίκες, όπως και η πλειονότητα των ηγετών των 48.160 κοινοτικών συμβουλίων. Το 65% των ηγετών των τοπικών επιτροπών παραγωγής και διάθεσης είναι γυναίκες. Οι γυναίκες δεν απαιτούν μόνο ισότητα στο χώρο της δουλειάς, απαιτούν και ισότητα στο κοινωνικό πεδίο, όπου οι κομμούνες είναι τα άτομα του μπολιβαριανού σοσιαλισμού. Οι γυναίκες στο κοινωνικό πεδίο αγωνίστηκαν να χτίσουν την δυνατότητα της αυτοδιοίκησης, της διττής εξουσίας, και γι’ αυτό αργά αλλά σταθερά διάβρωσαν τη μορφή του κρατικού φιλελευθερισμού. Ενάντια στη λιτότητα του καπιταλισμού, οι γυναίκες έδειξαν τη δημιουργικότητά τους, τη δύναμή τους και την αλληλεγγύη τους, οχι μόνον ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αλλά και υπέρ του σοσιαλιστικού πειράματος και κατά του υβριδικού πολέμου.

Δημοκρατία και Σοσιαλισμός

Τα κύματα της αριστερής διανόησης επλήγησαν σοβαρά κατά την περίοδο που ακολούθησε την πτώση της ΕΣΣΔ. Ο μαρξισμός και ο διαλεκτικός υλισμός έχασαν πολύ σε αξιοπιστία, όχι μόνο στη Δύση αλλά και σε μεγάλα τμήματα του κόσμου. Οι μεταποικιοκρατικές σπουδές και σπουδές των υποτελών- μορφές του μεταστρουκτουραλισμού και του μεταμοντερνισμού – άνθισαν στους κύκλους της διανόησης και τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Ένα από τα κύρια θέματα αυτής της μορφής έρευνας είναι ότι το Κράτος έχει ξεπεραστεί ως φορέας κοινωνικού μετασχηματισμού, και ότι η Κοινωνία των Πολιτών είναι η σωτηρία. Ένας συνδυασμός μεταμαρξιστικής και αναρχικής θεωρίας υιοθέτησε αυτή την γραμμή, απαξιώνοντας οποιαδήποτε σοσιαλιστικά πειράματα περνούσαν από την κρατική εξουσία. Το κράτος αντιμετωπιζόταν σαν ένα όργανο του καπιταλισμού αντί για όργανο στον ταξικό αγώνα. Όμως, αν οι λαοί αποτραβηχθούν από τον αγώνα για τον έλεγχο του κράτους, τότε υπηρετούν την ολιγαρχία και βαθαίνουν την ανισότητα και τις διακρίσεις, και μάλιστα χωρίς αντίπαλο.

Η προτίμηση στην ιδέα των «κοινωνικών κινημάτων» από αυτή των πολιτικών κινημάτων, αντικατοπτρίζει τη διάψευση των προσδοκιών από την ηρωική περίοδο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων και τα απελευθερωτικά κινήματα των ιθαγενών. Επίσης, απορρίπτει την όντως ιστορία των οργανώσεων του λαού, σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που κέρδισαν κρατική εξουσία. Το 1977, μετά από μεγάλο αγώνα, οι οργανώσεις των ιθαγενών υποχρέωσαν τα Ηνωμένα Έθνη να ξεκινήσουν πρόγραμμα για το τέλος των διακρίσεων εις βάρος των ιθαγενών της Αμερικής. Το Νοτιοαμερικάνικο Ινδιάνικο Συμβούλιο, με έδρα τη Λα Παζ, ήταν μία από αυτές τις οργανώσεις, και δούλεψε στενά με το Συμβούλιο Παγκόσμιας Ειρήνης, την Γυναικεία Διεθνή για την Ειρήνη και την Ελευθερία, οπως και μια σειρά άλλων απελευθερωτικών κινημάτων (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, Λαϊκή Οργάνωση Νοτιοδυτικής Ασίας, Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Από αυτή την ενότητα και από αυτό τον αγώνα ο ΟΗΕ καθιέρωσε ομάδα εργασίας για τους ιθαγενείς πληθυσμούς το 1981 και ανακήρυξε το 1993 Διεθνές Έτος για τα Δικαιώματα των Ιθαγενών Λαών. Ήταν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα της σημασίας της ενότητας και του κοινού αγώνα των λαϊκών κινημάτων και των αδελφών κρατών.

Οι ιθαγενείς διανοούμενοι της Αμερικής κατανόησαν την πολυπλοκότητα της πολιτικής σε αυτο τον αγώνα – ότι, δηλαδή, η αυτοδιάθεση των ιθαγενών προέρχεται από έναν αγώνα εντός της κοινωνίας και του κράτους, ώστε να υπερνικηθεί η αστική και αποικιακή εξουσία, και παράλληλα χρειάζεται να βρεθούν εκείνα τα όργανα που θα ετοιμάσουν τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Μεταξύ των οργάνων αυτών – όπως σχεδόν πριν έναν αιώνα είπαν οι José Carlos Mariátegui του Περού και Nela Martínez του Εκουαδόρ— είναι η κοινότητα (comuna).

Οι επαναστάσεις στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα όχι μόνον όξυναν πολιτικά τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, ιθαγενών και μη ιθαγενών κοινοτήτων, αλλά εξέτασαν και τον τρόπο που κατανοούμε τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Οι επαναστατικές διαδικασίες όχι μόνον έπρεπε να λειτουργήσουν μέσα στους κανόνες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά παράλληλα να κτίσουν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο μέσα από τις κοινότητες και άλλες μορφές. Με τις εκλογικές νίκες και την κατάληψη των κρατικών δομών η Μπολιβαριανή Επανάσταση κατόρθωσε να μεταφέρει τα διαθέσιμα προς τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών (υγεία, παιδεία, κατοικία) και προς μιαν ευθεία επίθεση στην πατριαρχία και το ρατσισμό. Η κρατική εξουσία, στα χέρια της Αριστεράς, χρησιμοποιήθηκε για να χτιστούν αυτά τα νέα θεσμικά πλαίσια που ξεπερνούν το κράτος αυτό καθ’ αυτό. Η ύπαρξη αυτών των δύο πλαισίων   – φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών και σοσιαλιστικών και φεμινιστικών θεσμών – οδήγησε στην ρήξη με την προκατάληψη της δήθεν «φιλελεύθερης ισότητας». Η Δημοκρατία, όταν περιορίζεται στην ψήφο, υποχρεώνει τους πολίτες να πιστέψουν ότι είναι πολίτες με την ίδια δύναμη που έχουν και όλοι οι άλλοι πολίτες, ασχέτως των κοινωνικο-οικονομικών, πολιτικών ή πολιτιστικών τους θέσεων. Η επαναστατική διαδικασία αμφισβητεί αυτό τον μύθο, αλλά ακόμη δεν έχει κατορθώσει να τον ξεπεράσει, όπως είναι φανερό και στη Βολιβία και στη Βενεζουέλα. Είναι αγώνας να δημιουργηθεί ένα νέο πολιτιστικό consensus περί την σοσιαλιστική δημοκρατία, μια δημοκρατία που δε στηρίζεται στην «ισότητα της ψήφου», αλλά στην απτή εμπειρία του χτισίματος μιας νέας κοινωνίας.

Μία από τις δυναμικές που αναπτύσσονται πάντα όταν αναλαμβάνει μια αριστερή κυβέρνηση, είναι αυτή της ανάληψης των στόχων, της ατζέντας, πολλών κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων του λαού. Την ίδια ώρα, προσωπικό από αυτά τα κινήματα αλλά και διάφορες ΜΚΟ μπαίνουν στην κυβέρνηση, φέρνοντας μαζί τους τις ικανότητές τους, για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα με τις πολύπλοκες δομές της σύγχρονης διακυβέρνησης. Αυτό έχει αντιφατικά αποτελέσματα: από τη μια πληρώνει τις απαιτήσεις του λαού, και από την άλλη τείνει να αδυνατίζει τις διάφορες ανεξάρτητες οργανώσεις. Είναι μέρος της διαδικασίας μιας αριστερής κυβέρνησης στην Εξουσία, είτε είσαι στην Ασία είτε στη Λατινική Αμερική. Αυτοί που θέλουν να παραμείνουν ανεξάρτητοι του αγώνα της κυβέρνησης να κρατήσει την επαφή της με το λαό, την κατακρίνουν- και οι κριτικές τους πολύ συχνά γίνονται όπλα στα χέρια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και εξυπηρετούν στόχους και σκοπούς ξένους προς τους επικριτές.

Ο φιλελεύθερος μύθος θέλει να μιλάει εκ μέρους του λαού, ενώ αποκρύπτει τα αληθινά συμφέροντα και τις ελπίδες του λαού αυτού – και ειδικά των γυναικών, των ιθαγενών κοινοτήτων και των απογόνων των Αφρικανών. Η αριστερά εντός της εμπειρίας της Βολιβίας και της Βενεζουέλας θέλησε να αναπτύξει την συνολική ικανότητα του λαού για διαρκή ταξικό αγώνα. Μια θέση που επιτίθεται στην ίδια την ιδέα του Κράτους ως καταπιεστικού, δεν μπορεί να αντιληφθεί πως τα κράτη της Βολιβίας και της Βενεζουέλας αποπειρούνται να χρησιμοποιήσουν την εξουσία ώστε να χτίσουν θεσμούς διττής εξουσίας και να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική σύνθεση, με τις γυναίκες στο προσκήνιο.

Επαναστατικές Συμβουλές χωρίς Επαναστατική Εμπειρία

Οι Επαναστάσεις δεν είναι εύκολες. Είναι γεμάτες οπισθοχωρήσεις και λάθη, και αφού γίνονται από ανθρώπους έχουν κι αυτές ελαττώματα και τα πολιτικά τους κόμματα πρέπει πάντα να διδάσκονται. Ο δάσκαλός τους είναι η ίδια τους η εμπειρία, και είναι όσοι μεταξύ τους έχουν την παιδεία και το χρόνο, που μετατρέπουν τις εμπειρίες σε μαθήματα. Δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς αυτοδιορθωτικούς μηχανισμούς, τις δικές της αντίθετες φωνές. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η Επαναστατική Διαδικασία πρέπει να κωφεύει προς την κριτική – αντιθέτως, πρέπει να την καλοσωρίζει.

Η κριτική είναι πάντα ευπρόσδεκτη, αλλά σε ποιά μορφή; Υπάρχουν δύο μορφές που είναι οι συνήθεις στην «αριστερή» κριτική του τύπου που ευτελίζει επαναστάσεις εν ονόματι της ιδεολογικής καθαρότητας.

Αν η κριτική έρχεται από τη θέση της Τελειότητας, τότε τα στάνταρ όχι μόνο είναι πολύ υψηλά αλλά και δεν κατανοούν τη φύση του ταξικού αγώνα, που πρέπει να αντιμετωπίσει την παγιωμένη εξουσία που κληροδοτήθηκε από γενιά σε γενιά.

Αν η κριτική θεωρεί ότι όλα τα πλάνα που περιλαμβάνουν εκλογική διαδικασία αποτελούν προδοσία της επανάστασης, τότε δεν κατανοεί την μαζική διάσταση των εκλογικών πλάνων και τα πειράματα διττής εξουσίας.

Ο Επαναστατικός πεσσιμισμός εμποδίζει την δράση. Δεν μπορείς να επιτύχεις αν δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου την αποτυχία και την επανάληψη. Αυτή η κριτική θέση παράγει μόνον απελπισία.

Ο «επίμονος ταξικός αγώνας» εντός της επαναστατικής διαδικασίας οφείλει να φέρνει, όσους δεν αποτελούν μέρος της επαναστατικής διαδικασίας αυτής, κοντά όχι σε αυτή ή εκείνη τη συγκεκριμένη πολιτική μιας κυβέρνησης, αλλά στις δυσκολίες και την αναγκαιότητα της ίδιας της διαδικασίας. <<