Συνέντευξη στη Χριστίνα Βασιλάκη

Η απόσταση Βρυξελλών-Αθήνας δεν είναι μόνο 2.823 χιλιόμετρα. Είναι πολύ παραπάνω. Το πιστοποιούν καθημερινά οι δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων για «ανάπτυξη», «φως στο τούνελ» και «εξυγίανση». Αλλά όταν η συζήτηση έρχεται σε ζητήματα κοινωνικού κράτους η απόσταση μεγάλωνει τόσο πολύ, που οι άνεργοι νέοι, οι άστεγοι συνταξιούχοι και η μεγάλη αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης μάλλον δε φαίνονται από τις Βρυξέλλες. Με την ανεργία στην Ελλάδα να προβλέπεται να ξεπεράσει σύντομα το 30%, ο αρμόδιος Επίτροπος για την Απασχόληση και τα Κοινωνικά ζητήματα, Λάζλο Αντόρ ερωτήθηκε από το TPP για το κλίμα κοινωνικής αποσύνθεσης που επικρατεί στην Ελλάδα.
 
Η κυβέρνηση φροντίζει για όλα
«Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων ανεργίας, ιδίως της μακροχρόνιας και της νεανικής ανεργίας. Τα περισσότερα απ’ αυτά βρίσκονται σε εξέλιξη και η εφαρμογή τους υποστηρίζεται από τα διαρθρωτικά ταμεία και ιδίως από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ)», είπε στο ΤPP, o Λάζλο Αντόρ.  

Τον περασμένο Ιούνιο, ο Επίτροπος επισκέφτηκε την Ελλάδα με σκοπό να υποστηρίξει εμπράκτως την ελληνική κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης, υποδεικνύοντας συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κονδύλια που είναι διαθέσιμα γι’αυτό το σκοπό. Κι αν η πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι το επίδομα ανεργίας που δεν ξεπερνάει τα 360 ευρώ, για ένα μόλις χρόνο, η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και η σταδιακή απαξίωση και, ουσιαστικά, η κατάργηση της Δημόσιας Υγείας με το μέτρο του 25ευρου, η ενημέρωση που έχει ο κ. Αντόρ για την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων  είναι ένα ακόμα success story της ελληνικής κυβέρνησης: «Στον αγώνα κατά της φτώχειας, η ελληνική κυβέρνηση έχει αναπροσαρμόσει τις οικογενειακές παροχές, έτσι ώστε να στηρίζουν κυρίως τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Επίσης, με πρόσφατη νομοθεσία ορίστηκαν νέες προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδόματος ‘μακροχρόνιας ανεργίας’. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο υποστηρίζει την προώθηση ενός νέου μοντέλου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. Το μοντέλο αυτό θα έχει ως στόχο το σπάσιμο του φαύλου κύκλου της κακής υγείας που συμβάλλει σε και πηγάζει από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό».
 
Επενδύσεις και… λίγο από διαρθρωτικές αλλαγές
 Όταν πριν από λίγους μήνες ο Λάζλο Αντόρ είχε δηλώσει ότι «αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι ένα τρίτο πακέτο διάσωσης αλλά ένα σχέδιο ανασυγκρότησης και μια σημαντική ελάφρυνση χρέους», η ελληνική αριστερά –σύμφωνα και με τον πρόεδρο του ΣυΡιζΑ, Αλέξη Τσίπρα- θεώρησε ότι βρήκε ένα σημαντικό σύμμαχο. «Η δήλωσή μου υπογραμμίζει την ανάγκη για την Ελλάδα να περάσει από την εξόφληση χρέους στις παραγωγικές επενδύσεις. Πραγματικά, δεν υπάρχει καμία διαφωνία στο εσωτερικό της Επιτροπής αναφορικά με το γεγονός ότι η βιώσιμη ανάκαμψη στην Ελλάδα απαιτεί σημαντική προσπάθεια στον τομέα των επενδύσεων», λέει σήμερα ο Αντόρ στο TPP και συνεχίζει: «Ο ίδιος ο στόχος της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που γίνεται από την έναρξη του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής είναι η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, ως προϋπόθεση για να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις. Οι προσπάθειες αυτές συμπληρώνονται από τις δημόσιες επενδύσεις που υποστηρίζονται σθεναρά από κοινοτικά κονδύλια. Έχω επανειλημμένα τονίσει ότι αυτές οι επενδυτικές προσπάθειες πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω».
 
Ευέλικτη εργάσια και ανταγωνιστικότητα εναντίον ανεργίας
 Στις συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα που επικρατούν σήμερα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, η ανάπτυξη και η εργασία φαίνονται να είναι όροι διαμετρικά αντίθετοι. Στο βωμό της πολυπόθητης ανταγωνιστικότητας, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η προώθηση των πιο ευέλικτων μορφών εργασίας είναι αναγκαίες, σύμφωνα με τον Επίτροπο Αντόρ. «Η Ελλάδα πρέπει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποτελούν μέρος αυτής της προσπάθειας. Σ’ αυτό το πλαίσιο έχουν υλοποιηθεί κάποιες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως για παράδειγμα η προώθηση των συμφωνιών σε επίπεδο επιχείρησης και η προσαρμογή του ωραρίου εργασίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν τη δυνατότητα να παράγουν αποτελέσματα και τελικά να οδηγήσουν σε αύξηση της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι αυτό δεν θα συμβεί χωρίς τις προαναφερθείσες επενδυτικές προσπάθειες, αλλά και χωρίς κοινωνικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης».