Όταν αγόρασε τον καινούργιο λεμονοστίφτη χάρηκε. Χάρηκε τόσο πολύ, που τον χρησιμοποιούσε συνέχεια. Ιδίως όταν είχε στενοχώριες, ή ακόμη χειρότερα μελαγχολία, δηλαδή ακατανόητη στενοχώρια, έλεγε πάντοτε “Ας στύψω μια λεμονάδα”. Ακούγεται ακίνδυνο, σχεδόν ευχάριστο, αλλά τελικά είχε τόσο συχνά στενοχώριες ή μελαγχολία που κατέληξε να έχει τενοντίτιδα και καούρες, από το πολύ στύψε-πιες. Αφού η μοίρα του δέθηκε τόσο στενά με τα λεμόνια, ανακάλυψε μια ιστορία που επιβεβαίωνε πως “ο μύθος γράφεται για σένα”: ο Έλμπερτ Χάμπαρτ, αναρχοχριστιανός συγγραφέας, στις αρχές του 20ου αιώνα είχε αφηγηθεί (σε επικήδειο!) την αλλόκοτη ιστορία ενός νάνου-ηθοποιού που δεν το έβαζε κάτω, που ήξερε να μετατρέπει τις δυσκολίες σε πάθος και αγώνα: “Μάζευε τα λεμόνια που του έστελνε η Μοίρα και έφτιαχνε λεμονάδα”. Από εκεί ξεκινά μια παροιμιώδης φράση που έμελλε να εκλαϊκευτεί αργότερα στο ρητό που γνωρίζουν οι αγγλόφωνοι, πως “όταν η ζωή σού δίνει λεμόνια, φτιάχνεις λεμονάδα” και το θεωρούν μάλιστα έμβλημα αισιοδοξίας. Να όμως κάποιος που η ζωή τού έδωσε λεμόνια, έφτιαχνε λεμονάδα και ήταν απολύτως δυστυχισμένος.

Η τομή θα ερχόταν αν άρχιζε να φυλάει τη λεμονάδα σε μπουκάλια, οπότε κάθε στιγμή κενού και αμηχανίας θα μεταφραζόταν σε ένα καινούργιο μπουκάλι λεμονάδα. Όμως τότε δεν θα είχαμε έναν άνθρωπο σε αδιέξοδο, αλλά έναν επιχειρηματία, κάποιον που ξέρει να μετατρέπει το πρόβλημά του σε ορμή για ζωή. Ο ήρωάς μας όμως δεν ήξερε να μετατρέπει τίποτα σε τίποτα, ή για την ακρίβεια ήξερε να μετατρέπει ένα πρόβλημα σε ένα άλλο πρόβλημα, όπως οι περισσότεροι ταραγμένοι άνθρωποι.

Όπως λένε ότι ο ναρκομανής απολαμβάνει μόνο στην αρχή, και μετά πρέπει να πίνει απλώς και μόνο για να είναι καλά, ο καλός μας φίλος είχε στενοχώριες, έπινε λεμονάδες, πάθαινε καούρες, ξανάπινε και ξαναπάθαινε, ad nauseam, κυριολεκτικά. Όποιος νόμιζε ότι αυτή θα ήταν μια διέξοδος, σας λέω ότι ήταν μόνο μια φυγή προς το χειρότερο.

Σε αυτές τις περιπτώσεις βοηθάει πολύ μια ξαφνική απόφαση. Να ξυπνήσει κανείς ένα πρωί και να πει “ως εδώ!”. Όπως κόβει το κάπνισμα, να κόψει και μια κακή συνήθεια. Να αντιμετωπίσει δηλαδή το πρόβλημά του. Όμως, φευ, κανείς δεν κόβει το κάπνισμα. Όλοι αυτοί με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι ομοιώματα ανθρώπων που παίζουν θέατρο μπροστά σε τουρίστες. Η κανονική κατάσταση του ανθρώπου είναι να ανάβει ένα τελευταίο τσιγάρο πριν να χειρουργηθεί στους πνεύμονες. Ή να πίνει λεμονάδες μέχρι καταστροφής, μέχρι να βρεθεί και να στυφτεί το τελευταίο λεμόνι. Μάλιστα το παράξενο είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει με δραματικούς τόνους. Γίνεται μια αργή πορεία αποσύνθεσης, όπου η ρουτίνα ανακυκλώνει το πρόβλημα και το πρόβλημα τη ρουτίνα, ώσπου φτάνει η στιγμή που ήπϊα και ψύχραιμα συνειδητοποιεί ότι πήγε από λεμόνι. Δεν τον πυροβόλησε και δεν τον βασάνισε κανείς, απλώς πέρασε τις μέρες του στύβοντας λεμόνια που δεν ήθελε, σε ένα στομάχι που δεν τα άντεχε.