«Όποιος έρχεται στη Λέρο» λένε οι Λεριοί «ποτέ δεν φεύγει». Το λένε επειδή πολλοί ήρθαν σαν αξιωματικοί, Ιταλοί ή Έλληνες, ψυχίατροι και νοσηλευτές ή τρόφιμοι του ψυχιατρείου, Ευρωπαίοι τουρίστες που αγόρασαν σπίτια, ξενομερίτες που παντρεύτηκαν Λεριές, Αθηναίοι δικηγόροι που βρήκαν την υγειά τους μακριά από τα δικαστήρια της πρωτεύουσας, ακόμα και κάποιοι εξόριστοι της Χούντας που επέστρεψαν στο νησί ή απέναντι στους Λειψούς για να μείνουν. Κάποιοι πρόσφυγες, του hotspot ή της δομής εθελοντών του παλιού ΠΙΚΠΑ, ήρθαν το ’15, το ’16 και ακόμα δεν έχουν φύγει. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, όποιος έρχεται στη Λέρο, ποτέ δεν φεύγει. Μπορεί να φύγει, με το καράβι, το καταμαράν ή το αεροπλάνο, όμως, το συναπάντημα με ένα τόσο συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι της ιστορίας δεν μπορεί παρά να τον κάνει πάντα να επιστρέφει στη Λέρο, έστω και νοερά.
Μέρα 1η
Το ταξίδι στη Λέρο ξεκίνησε πρωί-πρωί σε ένα από αυτά τα ελικοφόρα 50θέσια αεροπλάνα της Ολυμπιακής που ο αστικός θρύλος, ερήμην του τρόμου φυλλοκαρδίου, τα θέλει να είναι «πιο ασφαλή από τα μεγάλα». Μετά από μια σύντομη πτήση προσγειωθήκαμε σε έναν αεροδιάδρομο, η άκρη του οποίου είναι θάλασσα, στο Παρθένι, δίπλα στο στρατόπεδο όπου η Χούντα έστελνε επώνυμους εξόριστους όπως ο Γιάννης Ρίτσος. Στην έξοδο του μικροσκοπικού αεροδρομίου, που δεν συγκαταλέγεται στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της Fraport, έχει μια πινακίδα του Δήμου Λέρου που καλωσορίζει τους επισκέπτες στα ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά. Στους τοίχους είναι κολλημένες αφίσες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων στις 20 Ιουνίου με σκοπό,μάλλον,την εξοικείωση με την «κανονικότητα» των προσφύγων·«Σαξοφωνίστας, Πατέρας, Λάτρης του Μότσαρτ» διαβάζω για τον Ναντέρ που απεικονίζεται στην αφίσα αγκαλιά με τον γιο του. Ένας Λεριός περνά από μπροστά μου, μου δείχνει γελώντας ένα τεράστιο ψάρι που έχει μέσα σε πλαστική σακούλα, αναρωτιέμαι αν το ψάρεψε ή το αγόρασε, αν του χρέωσαν τη σακούλα και γιατί η ψαριά, όπως και κάθε λάφυρο, γεμίζει περηφάνια τον ψαρά. Μια ολόκληρη τάξη Δημοτικού περιμένει κάτι, δεν ξέρω τι, στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, τα παιδιά παίζουν και τσακώνονται, η δασκάλα βάζει τις φωνές, ένας μικρούλης κρύβεται φοβισμένος και λέει «Γιατί έχει φωτοβολίδες; Αφού τελείωσε το Πάσχα, κυρία!».
Αφού αφήσω τα πράγματά μου στο δωμάτιο που νοίκιασα κοντά στην Αγία Μαρίνα, παραθαλάσσιο οικισμό και πρωτεύουσα της Λέρου, ξεκινώ για το Λακκί, τον προορισμό του ταξιδιού και της έρευνάς μου. Κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου, οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα και εξαιτίας της ασάφειας των κειμένων της συνθήκης του Ουσύ που υπογράφηκε το 1912, διατήρησαν τη διοίκηση των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της Λέρου. Δεδομένου του γεωγραφικού χαρακτήρα του νησιού, κυρίως τους φυσικούς όρμους που περιβάλλονται από βουνά, αλλά και της θέσης της στον χάρτη, οι Ιταλοί έβαλαν σκοπό να μετατρέψουν το νησί στην πιο σημαντική και βαριά εξοπλισμένη ναυτική βάση της Μεσογείου. Επιλέγουν το Λακκί, ένα ψαροχώρι στα νοτιοδυτικά του νησιού που αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Μεσογείου μετά τη Μάλτα—οι ντόπιοι άλλωστε αποκαλούν τη Λέρο «η Μάλτα του Αιγαίου»— και χτίζουν στα Λέπιδα το 1923 τον αεροναύσταθμο G. Rosseti, χωρητικότητας 7.000 στρατιωτών. Οι αυξανόμενες ανάγκες των αξιωματικών, των στρατιωτών και των οικογενειών τους οδηγεί τους Ιταλούς να χτίσουν από το 1930 έως το 1936 μια ολόκληρη καινούρια ιταλική πόλη στην απέναντι ακτή, με κατοικίες, δημόσια κτίρια, θέατρο, σχολείο, νοσοκομείο. Η ιταλική αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου αποτελεί, ακόμα, ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτού του τόπου. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις των Ιταλών, άλλωστε, ήταν και η αρχή μιας μακράς ιστορίας τραύματος για τη Λέρο.
Αφήνω το αυτοκίνητο στην είσοδο του στρατοπέδου Rosseti και περπατώ ανάμεσα στα κτίρια και την ακτή. Είναι Άνοιξη και η θερμοκρασία στο νησί είναι καλή, ο ήλιος όμως εδώ στον χώρο του παλιού στρατοπέδου είναι τόσο έντονος που μου φέρνει στο μυαλό τον Μερσώ, τον ήρωα του Καμύ στον Ξένο, που σκότωσε τον Άραβα επειδή «πίσω του μια ολόκληρη παραλία που τη δονούσε ο ήλιος του έκλεινε τον δρόμο». Φτάνω μπροστά στο 11ο Περίπτερο του Κρατικού Θεραπευτηρίου Λέρου, το μεγαλύτερο και πιο φωτογραφημένο τμήμα του ψυχιατρείου. Στον προαύλιο χώρο του βρίσκεται το hotspotΛέρου, προατασκευασμένα λυόμεναISOBOXτο ένα δίπλα στο άλλο, περιφραγμένα με ψηλό συρματόπλεγμα. Ρούχα απλωμένα σε σχοινιά, τρεις αστυνομικοί πίνουν τον φραπέ τους και πρόσφυγες περιφέρονται άπραγοι, κατηφείς, χαμένοι σε αυτή την ατέλειωτη κατάσταση αναμονής και εκκρεμότητας. Ένα στρατόπεδο μέσα στο στρατόπεδο μπροστά σε ένα εγκαταλελειμμένο τμήμα του ψυχιατρείου, δεν μπορεί, σκέφτομαι, η ιστορία μας τρολάρει.
Το μεσημέρι πάω να φάω σε μια ταβέρνα στα Άλιντα, πάνω στο κύμα –κυριολεκτικά, η άκρη του τραπεζιού βρέχεται από τη θάλασσα. Ο σερβιτόρος, ένα νέο παιδί, με βλέπει να διαβάζω ένα βιβλίο και μου λέει «Δασκάλα είσαι;» «Ιστορικός του απαντάω, για έρευνα ήρθα» «Α, καλά, εσύ έχεις πολλή δουλειά εδώ!». Υποθέτει ότι με ενδιαφέρει η μάχη της Λέρου, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του ’43 με τον βομβαρδισμό του νησιού από τους Γερμανούς, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έληξε τον Νοέμβριο με την κατάληψη της Λέρου από τους Ναζί. Δεν είναι το κύριο ερευνητικό μου ενδιαφέρον αλλά έχει σίγουρα δίκιο όταν λέει ότι το νησί έχει πολύ υλικό προς ιστορική μελέτη. Φεύγω από την ταβέρνα και μπαίνω σε ένα μίνι μάρκετ να πάρω νερό. Εκεί συναντώ τον κύριο Χάρη, 68 χρονών, ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ, παλαίμαχο ποδοσφαιριστή, πρώην ναυτικό, πρώην τεχνικό του ψυχιατρείου, αριστερό δημοκράτη, όπως αποκαλεί τον εαυτό του, γιο ψαρά που μετέφερε Ιταλούς στα παράλια για να τους σώσει από τους Ναζί, έναν εκ των στρατιωτών που σκότωσαν τον Λεωνίδα στις γιορτές της Χούντας στο Καλλιμάρμαρο, ερωτευμένο με τη γυναίκα του για 48 χρόνια. Με το που ακούει ότι είμαι ιστορικός μού λέει την ιστορία του που, όπως και κάθε Λεριού, είναι συνδεδεμένη με πάρα πολλούς τρόπους με την ιστορία του νησιού.
Δυο ώρες και μια συγκλονιστική μαρτυρία μετά, πάω να ξαναβρώ τις ρίζες του επαγγέλματος στη βιβλιοθήκη του νησιού, στο χωριό Πλάτανος. Εκεί ο Δημήτρης, που εκτός από εργαζόμενος στη βιβλιοθήκη κάνει και μαθήματα κρουστών στους πρόσφυγες, με βοηθάει να βρω βιβλιογραφία, αλλά και ανθρώπους που θα μπορούσαν να συμβάλλουν με τη μαρτυρία τους στην έρευνα. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα στη βιβλιοθήκη ένας πρώην τρόφιμος του ψυχιατρείου που πια μένει στις λεγόμενες βίλλες, δηλαδή τους ξενώνες επανένταξης, και μας χαιρετάει «Γεια σας!» «Γεια σου», του λέμε. «Πόσα χρόνια είσαι στη Λέρο;» τον ρωτά ο Δημήτρης. «Στη Λέρο; Δεν ξέρω» μας λέει και κάνει μεταβολή και φεύγει. Άλλες δυο ώρες μετά, με τα βιβλία μου στον ώμο και μια μπύρα ΚΑΤΣΙΚΑ από τη Φολέγανδρο γυρνώ στο δωμάτιο και πέφτω για ύπνο με ανυπομονησία για την επόμενη μέρα και για παρέα μου ένα κουνούπι.
Μέρα 2η
Νωρίς το πρωί ξεκινάμε μαζί με την Ειρήνη, κοινωνική ανθρωπολόγο που κάνει πολλά χρόνια ανθρωπολογική έρευνα στη Λέρο, για τον χώρο του ψυχιατρείου στο παλιό στρατόπεδο Rosseti στα Λέπιδα. Παρκάρουμε το αυτοκίνητο και μπαίνουμε στο πρώτο κτίριο στα δεξιά μας. Μια ηλικιωμένη τρόφιμος που κάθεται σε μια καρέκλα μου λέει «Καλημέρα». «Καλημέρα της λέω». «Εγώ έχω έναν αδερφό στο Πέραμα, τόοοσο μικρό (μου δείχνει με το χέρι της λίγους πόντους πάνω από το πάτωμα), και μαμά και μπαμπά αλλά δεν έρχονται να με δουν».Το ψυχιατρείο της Λέρου ιδρύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα τον Μάιο του 1957 επί κυβέρνησης Καραμανλή με το όνομα «Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου» και άνοιξε τις πύλες του στις 2 Ιανουαρίου 1958 με σκοπό όχι να φιλοξενήσει τους ψυχιατρικούς ασθενείς της Λέρου ή των Δωδεκανήσων αλλά να ανακουφίσει τα μεγάλα ψυχιατρεία της Αθήνας και της Κέρκυρας από ασθενείς που θεωρούνταν ανίατοι και εγκαταλελειμμένοι από τις οικογένειές τους. Η χρήση των κτιριακών εγκαταστάσεων των Ιταλών ήταν μια φτηνή εναλλακτική για το κράτος ενώ πολιτικοί όλου του ιδεολογικού φάσματος υποσχέθηκαν και έδωσαν ανά περιόδους δουλειά στους κατοίκους του νησιού δημιουργώντας μια τοπική οικονομία απόλυτα εξαρτημένη από το δημόσιο ψυχιατρείο.
Ενώ μιλώ με την ασθενή, ανοίγει η πόρτα και έρχεται ο Γιάννης Λουκάς, ψυχίατρος στη Λέρο που είχε έρθει από το ’81 για το αγροτικό του, μέλος της Ομάδας Λέρου και πρωτεργάτης της προσπάθειας αποασυλοποίησης και κοινωνικής επανένταξης των ψυχικά ασθενών, ο οποίος υποσχέθηκε να μας κάνει ξενάγηση στις εγκαταστάσεις. Φτάνουμε με το αυτοκίνητο στο εγκαταλελειμμένο 16ο Περίπτερο, «περίπτερο των γυμνών ή χεζάδικο» όπως λένε, το πιο απομακρυσμένο τμήμα του ψυχιατρείου όπου μετέφεραν εκεί το 1984 τους ασθενείς που δεν φορούσαν ρούχα και ήθελαν να μην τους έχουν φόρα παρτίδα. Σε αυτό το κτίριο είχε στεγαστεί και η Βασιλική Τεχνική Σχολή Λέρου που ιδρύθηκε το 1949 από τη Φρειδερίκη με σκοπό να μάθουν νέοι κομμουνιστές ή παιδιά ανταρτών αλλά και κάποιοι νεαροί παραβάτες μεταξύ 14 και 21 ετών μια τέχνη και να κατηχηθούν στο εθνικό αφήγημα της μετεμφυλιακής περιόδου.Το ’64 η σχολή έκλεισε, αλλά μέσα στη Χούντα μετέφεραν εκεί εξόριστους. «Οι επώνυμοι, καμιά 300ριά, ήταν στο Παρθένι» μας λέει ο Γιάννης Λουκάς «οι πολλοί, η πλέμπα ας το πούμε ήταν εδώ στο Λακκί».
Το ίδιο το κτίριο κουβαλά όλες αυτές τις ιστορίες και τις μνήμες του. Στο ισόγειο είναι σκορπισμένα ρούχα μέσα στα χαλάσματα, από μια περίοδο που λειτούργησε ως αποθήκη. Τα παράθυρα έχουν κάγκελα και είναι σπασμένα, η σκάλα που οδηγεί στον πάνω όροφο ετοιμόρροπη. Στους τοίχους είναι γραμμένα σλόγκαν από την εποχή της μετεμφυλιακής ιδεολογικής ανασυγκρότησης της Δεξιάς όπως «ο Θεός είναι Θεός γιατί έκανε το φως», «Σέβεσθε», «Πάντα πρόθυμοι», «Βοηθείτε δυστυχείς». Κάποια παράθυρα είναι χτισμένα απ’ έξω με μπετόν επειδή φοβόντουσαν μη φύγουν οι εξόριστοι μέσα στη Χούντα. Καθώς φεύγουμε από το κτίριο μια κατσίκα που μόλις έχει γεννήσει το κατσικάκι της στον πάνω όροφο του 16ου Περιπτέρου, ορμά προς το μέρος μας γιατί διαταράξαμε τον χώρο της. Με τα δίκια της.
Η ξενάγηση συνεχίζεται στο 11οΠερίπτερο που βρίσκεται σε λίγο καλύτερη κατάσταση. Στο εργαστήρι κεραμικής που έκαναν μαθήματα οι τρόφιμοι στη φάση της επανένταξης βρίσκονται ακόμα πάνω στο τραπέζι τα δημιουργήματά τους. Ανεβαίνουμε στην ταράτσα, «που μοιάζει με αρχιτεκτονικό στυλ Μαρόκου», και βλέπουμε μπροστά μας το hotspot. Πώς χωρούν τόσες ιστορίες περιθωριοποίησης και τραύματος σε έναν μόνο τόπο άραγε;
Φεύγουμε από τα Λέπιδα και κατευθυνόμαστε προς τον χώρο του ΠΙΚΠΑ κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο και πιο μακριά από τη θάλασσα. Εκεί έχει στηθεί μια δομή στέγασης προσφύγων από το Δίκτυο Αλληλεγγύης Λέρου, υπό τη γενική εποπτεία της φοβερής και τρομερής Ματίνας Κατσίβελη, ή Μαμά Ματίνα όπως την φωνάζουν όλοι στο ΠΙΚΠΑ, την οποία το ThePressProject είχε ανακηρύξει δικαίως Πρόσωπο της Χρονιάς 2015. Ο χώρος είναι πεντακάθαρος, οι τοίχοι γεμάτοι από ζωγραφιές, γυναίκες και άντρες δουλεύουν στο εργαστήρι ραπτικής που φτιάχνουν τσάντες, τα παιδιά είναι χαρούμενα και τρέχουν πάνω μου, με αγκαλιάζουν και θέλουν να βγάλουμε σέλφι. Τρώμε μαζί, κοτόπουλο με ρύζι και η Bushra, μια γελαστή Σύρια με κερνά μια σαλάτα με πολύ σκόρδο και αϊράνι που έφτιαξε μόνη της. Υπάρχει κι αυτή η πλευρά του νησιού, σκέφτομαι. Ευτυχώς.
Το απόγευμα όλο το νησί, ή τουλάχιστον η αβαντγκατέ του, μαζεύεται στο κτίριο της Θεατρικής Ομάδας Λέρου στην Αγία Μαρίνα όπου γίνεται η βιβλιοπαρουσίαση μιας Αγγλίδας ιστορικού για τη μάχη της Λέρου. Η παρουσίαση αλλά και το βιβλίο είναι από τη βρετανική (αποικιοκρατική) σκοπιά. Φεύγουμε ξανά για το Λακκί να αποχαιρετήσουμε μια πρόσφυγα που πάει στην Αθήνα για συνέντευξη για την αίτηση ασύλου της. Άλλοι πρόσφυγες αποχαιρετούν τους δικούς τους στην αποβάθρα, ανάμεσα σε λύπη και χαρά, ενώ η αστυνομία δεν τους αφήνει να πάνε κοντά στο πλοίο μη φύγουν. «Έχω αφήσει κάποια πράγματά μου» μας λέει πριν φύγει «θα επιστρέψω». Αφού είπαμε. Όποιος έρθει στη Λέρο ποτέ δεν φεύγει. Εγώ, πάντως, δεν έβγαλα ακόμα εισιτήριο επιστροφής.