Επί περίπου μία δεκαετία, επισκεπτόμουν τις ΗΠΑ μία ή δύο φορές το χρόνο. Έμεινα σε φίλους, Αμερικανούς ή Ελληνοαμερικάνους, σε κάθε άκρη της χώρας – Δημοκρατικούς ή αριστερότερα, είναι αλήθεια-, έζησα δύο εκλογικές αναμετρήσεις και μία ημέρα εκλογών στον αμερικάνικο Νότο. Στα δέκα αυτά χρόνια, έμαθα πως, ο Αμερικάνος με καλούς τρόπους – και δεν το λέω ειρωνικά- δύο πράγματα δε συζητά ποτέ: θρησκευτικά και πολιτικά. Ήταν τα θέματα ταμπού. Μέχρι την προεκλογική εκστρατεία που έφερε στην προεδρία τον Τραμπ, κανείς δεν μιλούσε πολιτικά, ειδικά με ξένους. Πο-τέ.

Η εμπειρία άλλαξε στην προεκλογική περίοδο του 2016. Λίγο πριν εκείνες τις εκλογές, όντας στο δρόμο, από τη Νέα Υόρκη ως το Μισισιπή, και από κει ως την Καλιφόρνια,  σε 14 πολιτείες σύνολο, οι πολιτικές συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Για πρώτη φορά. Και μεταξύ τους, αλλά και με τους ανώνυμους, άγνωστους Έλληνες που μιλούσαν μια ξένη γλώσσα σε μαγαζιά ή ουρές. Μετά το καθιερωμένο «από που είστε;» και τις σχετικές ευγένειες περί Ελλάδας, η επόμενη ερώτηση, παντού, εκείνη την εποχή, ήταν «πως βλέπετε τις εκλογές μας;». Πολιτική συζήτηση εντός ολίγων λεπτών.

Η Αμερική του 2016 ήταν μια Αμερική βαθιά διχασμένη πολιτικά. Και αυτή παραμένει. Στην συγκρουσιακή τροχιά που οδηγεί, εν μέρει, σε ριζοσπαστικοποίηση. Γιατί, όπως έχει ήδη γραφτεί, η Αμερική αρχίζει να μη φοβάται τόσο τη λέξη «σοσιαλισμός» και «σοσιαλιστικές πολιτικές».

Η εκλογή του Τραμπ έγινε δυνατή με την ψήφο διαμαρτυρίας του απλού ψηφοφόρου των περιοχών της υπαίθρου και της «small town America». Το μήνυμα του Aμερικάνου ψηφοφόρου, που είχε ζήσει μια πολύ βρώμικη προεκλογική εκστρατεία, με στόχο την με κάθε τρόπο στήριξη της Χίλαρι Κλίντον, ήταν απλό: «Αρνούμαι να αποδεχθώ ότι είμαι ελέγξιμος».

Κατά την προσωπική μου άποψη, τα έχω ξαναγράψει, ένα μεγάλο μέρος των απλών Αμερικάνων πολιτών είδε στον Τραμπ την απάντηση στη βία που του ασκήθηκε από όλες τις πλευρές, και μάλιστα γιατί του στέρησαν την απάντηση «Μπέρνυ». Ο Μπέρνυ Σάντερς ήταν και τότε, και παραμένει και σήμερα, η μόνη απάντηση, με όρους αστικής δημοκρατίας, σε ένα σύστημα που οι περισσότεροι απλοί πολίτες, τόσο οι δημοκρατικοί όσο και οι ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι, θεωρούν εν πολλοίς διεφθαρμένο και ελεγχόμενο από τις ελίτ.

Η πολεμική κατά του Μπέρνυ Σάντερς από το ίδιο το κόμμα των Δημοκρατικών, τότε, ήταν ένα σύμπτωμα ακόμη αυτής της διεφθαρμένης ελίτ που επιθυμούσε να επιβάλλει την εκλεκτή της με κάθε τρόπο. Όταν είχα ρωτήσει, το 2016, τον ελληνικής καταγωγής Δημοκρατικό γερουσιαστή του Μέριλαντ, Τζων Σπύρο Σαρμπάνη, γιατί ο Τραμπ είχε τόση ανταπόκριση στην εργατική τάξη, μου μίλησε για ένα φαινόμενο που μπορεί, μεταξύ των άλλων, να εξηγηθεί και σαν –διαστρεβλωμένη, έστω– έκφραση της βούλησης των πολιτών για περισσότερη Δημοκρατία στις ΗΠΑ.

Το 2016 ο Μπέρνυ Σάντερς ήταν ο μόνος Δημοκρατικός υποψήφιος που θα μπορούσε να νικήσει τον Τραμπ. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Στο πρόσωπό του ένα μεγάλο μέρος του λαού της Αμερικής βλέπει το αίτημα για επιστροφή σε μια αστικοδημοκρατική εξουσία, που να αντικατοπτρίζει το συνταγματικό «από το λαό και για το λαό». Ο Μπέρνυ Σάντερς μπορούσε να γίνει – και μπορεί να ξαναγίνει- μια σοσιαλδημοκρατική, ενωτική απάντηση στα αιτήματα του αμερικάνικου λαού, καθώς όλο του το προφίλ ήταν αντίθετο από εκείνο της συστημικής, διεφθαρμένης, προσφιλούς των ελίτ, Χίλαρι Κλίντον, ή των όποιων σημερινών αγαπημένων των ελίτ.

Το 2016 οι Δημοκρατικοί πίστεψαν ότι έχοντας τα ΜΜΕ και την εξουσία στα χέρια τους, μπορούσαν να στείλουν όλο τον κόσμο τους στη Χίλαρι. Ο Μπέρνυ Σάντερς δέχθηκε αισχρές επιθέσεις από το ίδιο του το κόμμα, πολεμήθηκε όσο πολεμήθηκε κι ο Τραμπ, και μάλιστα πριν τον Τραμπ, στον αγώνα για το χρίσμα, αφήνοντας στον απλό δημοκρατικό ψηφοφόρο την αίσθηση ότι έχει προδοθεί από τα μέσα και αποτρέποντάς τον από τη συμμετοχή στην ψηφοφορία. Ο Τραμπ είχε ένα κοινό χαρακτηριστικό με το Μπέρνυ, κι ήταν το μόνο: ούτε εκείνον τον ήθελε το ίδιο του το κόμμα, οι ρεπουμπλικάνοι.

Είχα γράψει τότε ότι, με τον απλό δημοκρατικό κόσμο να υποχρεούται ή να ψηφίσει Χίλαρι ή να μη ψηφίσει καθόλου, με τον απλό ρεπουμπλικάνο να δέχεται πολεμική για να γυρίσει στο επιθυμητό μαντρί – που δεν ήταν αυτό του Τραμπ-, ο Αμερικάνος ψηφοφόρος, αποφάσισε να απαντήσει σε κάθε «λογική» και σε κάθε μορφή εξουσίας με ένα εκκωφαντικό όσο και τρομακτικό «άντε γαμηθείτε όλοι σας». Αυτό ήταν η ψήφος στον Τραμπ. Η άρνηση να μπουν στο παιγνίδι του κατεστημένου και καθεστώτος των δύο μεγάλων κομμάτων και του Τύπου.

Στις αναλογίες με την ψήφο στο Μπρέξιτ και την ελληνική περίπτωση της μετακίνησης της ψήφου κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, δεν υπάρχει λόγος να αναφερθώ. Είναι προφανείς. Οι Τραμπ και οι Τζόνσον δεν είναι παρά ένα γερό, αυθόρμητο, ίσως άσκεφτο, μα πάντως δίκαιο, χαστούκι στις ελίτ που θεωρούν ότι ελέγχουν απολύτως την δήθεν Δημοκρατία τους, ένα χαστούκι από αυτούς που μπορούν να μιλήσουν μόνο μία φορά στα τέσσερα χρόνια, όταν τους επιτρέπεται να μιλήσουν.

Την επομένη των τελευταίων αμερικάνικων εκλογών, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, αυτό που άκουγες από τους ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους δεν ήταν τόσο η χαρά της εκλογής ενός ρεπουμπλικάνου προέδρου, όσο η χαρά της μη εκλογής της Χίλαρι. Το ποσοστό των «αναποφάσιστων» που μετακινήθηκαν στον Τραμπ ενώ είχαν ψηφίσει Δημοκρατικούς επί Ομπάμα, δεν το ήξερα, όμως μου έμοιαζε προφανές, παρακολουθώντας τους απλούς πολίτες να συζητούν: κάποιοι απλώς ψήφισαν «Όχι άλλοι Κλίντον» – νότιοι, νοτιότατοι Κλίντον, ας θυμήσω. Κι αυτό εκεί μετράει.

Έτσι κάπως ο αποδιοπομπαίος τράγος του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος, ένας επικίνδυνος λαϊκιστής φαφλατάς χωρίς έρμα, κατάφερε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Και καλείται να αναμετρηθεί το 2020 μέ έναν ακόμη Δημοκρατικό υποψήφιο, που κανείς, και πάλι, από το κόμμα των Δημοκρατικών, δε θέλει να είναι ο Μπέρνυ Σάντερς. Παραείναι καθαρός για τα γούστα τους.

Μόνο που αυτή τη φορά, η προηγούμενη εκλογή Τραμπ κι όσα συνέβησαν σε αυτή την τετραετία, έχει επιφέρει μια μεγάλη αλλαγή στην Αμερικάνικη Κοινωνία. Η πολιτική συζήτηση δεν είναι πια ταμπού. Από το facebook των απλών αμερικάνων φίλων ως τα άρθρα στις επαρχιακές εφημερίδες με τα τοπικά νέα, οι πολιτικές συζητήσεις και αναφορές αποτελούν πια καθημερινότητα. Η περίοδος Τραμπ κατάφερε να κάνει την Αμερική να ξανασκεφτεί. Και αυτό μπορεί να γίνει το μεγαλύτερο όπλο των Δημοκρατικών, αν καταφέρουν να ξεφύγουν, κατά ελάχιστο, από το εξουσιαστικό πλέγμα εξάρτησης. Αν δουν ότι η υποψηφιότητα Σάντερς είναι ο μόνος τρόπος να αισθανθεί ο μέσος πολίτης της χώρας ότι η αστική δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει, έστω και με τη δεύτερη ευκαιρία. Επιλογές «κανονικότητας» δεν υπάρχουν. Απορρίφθηκαν μεγαλοπρεπώς.

 

 

 

*Ο τίτλος σημαίνει «Κάνε την Αμερική να ξανασκεφτεί!» – παραφραση του γνωστού συνθήματος Τραμπ περί μεγάλης Αμερικής.