Στην παρουσίαση του βιβλίου η «μετριοπαθής πρόταση» των Βαρουφάκη-Χόλαντ-Γκαλμπρέιθ, βρέθηκε και μίλησε ο Αλέξης Τσίπρας, τονίζοντας ότι «παρά το παραπλανητικό της τίτλο, είναι μία βαθιά ριζοσπαστική πρόταση για την έξοδο της ευρωζώνης από τη κρίση. Γιατί η αποδοχή μιας τέτοιας πρότασης από τη σημερινή ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ, προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή στρατηγικής και προσανατολισμού για την Ευρώπη». Διευκρίνησε πάντως ότι το βιβλίο δεν αντιστοιχεί στις προγραμματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην ομιλία του ο Α. Τσίπρας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι: «Και, με την έννοια αυτή, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το μικρό εγχειρίδιο, τη πρόταση των τριών οικονομολόγων, ως ένα «ευρωπαϊκό μανιφέστο για την ανάπτυξη». Γιατί και οι τέσσερις προτάσεις για την αντιμετώπιση των ισάριθμων εκφάνσεων της κρίσης: της τραπεζικής, του δημόσιου χρέους, των επενδύσεων και της πρωτόγνωρης ανθρωπιστικής κρίσης, συντείνουν στην οριστική αναπτυξιακή μεταστροφή της Ευρωζώνης. Σωστά, λοιπόν, την συνοψίζουν οι συντάκτες της ως συνολική πρόταση για «νέο ευρωπαϊκό NewDeal». Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι οι προτάσεις των συγγραφέων δεν ταυτίζονται με τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

 
Ωστόσο είναι εμφανές ότι εκκινούνε από κοινές αφετηρίες και σε πολλά σημεία εφάπτονται με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Μια προφανής, αλλά όχι και τόσο αυτονόητη για όλους στη χώρα αφετηρία, ότι το πρόβλημα του χρέους είναι πανευρωπαϊκό και όχι ελληνικό πρόβλημα. Και επομένως σε ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, απαιτείται ευρωπαϊκή λύση. Και ότι η λύση δεν μπορεί παρά να είναι στην κατεύθυνση της αμοιβαιοποίησης του χρέους, στην κατεύθυνση της διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους. Εμείς δίνουμε πολύ συχνά το παράδειγμα της Διάσκεψης του Λονδίνου το 1953.
 
Γιατί το κάνουμε αυτό; Πρώτον για να αποδείξουμε ότι η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, όπως η σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ευρώπης αποδεικνύει. Δεύτερον γιατί η λύση του 1953, εκτός της διαγραφής χρέους εμπεριείχε και τη ρήτρα ανάπτυξης που την ακολούθησε, μάλιστα και ένα γενναίο πακέτο για την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Διεκδικούμε δηλαδή τη διαγραφή, μαζί τον τερματισμό της λιτότητας, μαζί με τη «ρήτρα ανάπτυξης», και τη μη δανειακή, επενδυτική χρηματοδότηση στο πλαίσιο ενός «Ευρωπαϊκού New Deal», για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους και να κλείσουν οι βρόχοι της ανατροφοδότησής του.  
 
Με δύο λόγια: θεωρούμε τη διαγραφή αναγκαία, γιατί είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη. Ωστόσο ενώ τη θεωρούμε αναγκαία δεν τη θεωρούμε ταυτόχρονα και από μόνη της ικανή. Εντάσσουμε την οριστική και βιώσιμη υπέρβαση της υπερχρέωσης της χώρας στο τρίπτυχο: ανασυγκρότηση-αναδιανομή-ανάπτυξη. Από τον Μάιο 2011 είχαμε διατυπώσει αυτή τη θέση στην Κεντρική μας επιτροπή.
 
Λέγαμε τότε: «Η διαχείριση του χρέους είναι αναγκαία, αλλά όχι από μόνη της ικανή συνθήκη για την έξοδο από την κρίση. Είναι αναγκαία, χωρίς αυτή δεν γίνεται, αλλά όχι από μόνη της, δεν μπορεί από μόνη της αν δεν συνδυαστεί με ριζικά διαφορετική πολιτική».  
 
Δυστυχώς έχουμε επιβεβαιωθεί. Με δικαιολογία, με μοχλό το χρέος, έχουν επιβληθεί ρυθμίσεις που τσακίζουν την εσωτερική αγορά και βάζουν τα θεμέλια της νέας ύφεσης.  
 
 

Εκκωφαντική αποτυχία του μνημονίου
 

Ταυτόχρονα, ενώ από τότε έχει μεσολαβήσει η χρεοκοπία του καταστροφικού PSI, μία διαγραφή του χρέους που έχει ήδη συντελεστεί, είμαστε δύο χρόνια μετά και ξανασυζητάμε για νέα διαγραφή χρέους. Πρόκειται για την πιο εκκωφαντική αποτυχία του μνημονίου που υποτίθεται ότι θα καθιστούσε το χρέος βιώσιμο. Πρόκειται για την κατάρρευση του διακηρυγμένου στόχου της εφαρμογής του μνημονίου. Με απλά λόγια χρεοκοπία, διαγραφή δηλαδή χρέους και υφεσιακό μνημόνιο, σημαίνει νέα χρεοκοπία.  
Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει. Και για να σπάσει χρειάζεται ισχυρή διαπραγμάτευση. Και η ισχυρή διαπραγμάτευση προϋποθέτει ισχυρή κυβέρνηση με νωπή και καθαρή λαϊκή εντολή να διαπραγματευθεί σκληρά. Όχι κυβέρνηση κομμάτων που έχουν αποδοκιμαστεί από το λαό. Όχι κυβέρνηση πολιτικών κομμάτων και προσώπων, που μέχρι πρότινος έλεγαν ότι το χρέος είναι βιώσιμο. Όχι κυβέρνηση πολιτικών αρχηγών, που έχουν υπογράψει συμβόλαιο, να εφαρμόσουν μέτρα που φέρνουν νέο κύκλο ύφεσης. Που έχουν με την υπογραφή τους δεσμευτεί σε προαπαιτούμενα διάλυσης της εσωτερικής αγοράς».  
 
 

Η πολιτική στην Ευρώπη
 

Συνεχίζοντας ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε: «Έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι οι πιθανότητες επιτυχίας και θετικών αποτελεσμάτων του δικού μας σχεδίου, συναρτώνται με το πλαίσιο άσκησης πολιτικής στην Ευρώπη. Και εδώ ακριβώς έρχεται η «μετριοπαθής πρόταση».
 
Μια πρόταση που μπορεί να συμβάλει σημαντικά στο να αναστραφεί η τάση εμβάθυνσης της κρίσης. Και μάλιστα, ενώ η ευρωπαϊκή ηγεσία, δεν μπορεί να επικαλεστεί τις ευρωπαϊκές Συνθήκες για να την απορρίψει. Καμία πρόταση δεν είναι ρεαλιστική αν δεν συνεκτιμά τον πραγματικό συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων. Ακούω πολλές φορές ότι το δίλλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ρήξη ή ρεαλισμός.
Ανοησίες.
Η ρήξη και ο ρεαλισμός δεν είναι ετερώνυμες αλλά συμπληρωματικές έννοιες.
Ρήξη χωρίς σχέδιο ρεαλιστικό, οδηγεί σε ήττα, σημαίνει ενσωμάτωση. Ρήξη με σχέδιο ρεαλιστικό, οδηγεί σε νίκη και σημαίνει ανατροπή.
 
Αυτό λοιπόν είναι το πραγματικό δίλλημα: ενσωμάτωση ή ανατροπή. Αυτοί που διαρκώς αναπαράγουν το δίλλημα της ρήξης και του ρεαλισμού, προφανώς και θα επιθυμούσαν έναν ΣΥΡΙΖΑ συγκρουσιακό στα λόγια και ενσωματωμένο στη πράξη.
Για εμάς όμως το ζήτημα είναι να είμαστε ριζοσπαστικοί, συγκρουσιακοί και στα λόγια και στην πράξη. Και αυτό απαιτεί στρατηγικό σχέδιο, επίγνωση των δυσκολιών αλλά και των δυνατοτήτων. Και στην Ευρώπη σήμερα, παρά τις τρομακτικές αντιφάσεις υπάρχουν ακόμη αναξιοποίητες δυνατότητες για τη χώρα μας.
 
Με την ψήφο τους στις ευρωεκλογές, οι ίδιοι οι πολίτες της Ευρώπης, έστειλαν μήνυμα δυσαρέσκειας που πρέπει να γίνει εφαλτήριο μεγάλων αλλαγών. Στον ευρωπαϊκό Νότο, οι πολίτες άνοιξαν δρόμο προς τα μπρος. Η κοινωνική δυσαρέσκεια απέκτησε δημοκρατική και προοδευτική προοπτική, με την ενίσχυση των δυνάμεων της Αριστεράς. Η μαύρη κηλίδα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα είναι, ευτυχώς, η εξαίρεση.
 
Και δεν είναι μόνον η ιστορική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, που σχεδόν μονοπώλησε τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Είναι η άνοδος της Αριστεράς στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία. Αλλά και στην Ιρλανδία, όπου το Σιν Φέιν, με αταλάντευτη αντίθεση στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, εκτοξεύτηκε στη δεύτερη θέση με 20%.
 
Ωστόσο, στον ευρωπαϊκό Βορρά, έγιναν και βήματα προς τα πίσω. Και για αυτό μιλώ για αντιφάσεις. Παρά το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, όπως στην Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία και αλλού, η Αριστερά διατήρησε τις δυνάμεις της. Η ψήφος τιμωρίας του ευρωπαϊκού κατεστημένου κατευθύνθηκε κυρίως στην εθνικιστική αντίδραση. Στην άκρα και λαϊκιστική δεξιά. Το αποδεικνύει η νίκη του Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Νάιτζελ Φάρατζ στη Μεγάλη Βρετανία.
 
Την οποία αξιοποιεί η ηττημένη κυβέρνηση Κάμερον για να περιορίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ενιαία αγορά. Χωρίς εσωτερική δημοκρατική οργάνωση. Χωρίς μηχανισμούς δημοσιονομικής εξισορρόπησης και κοινωνικής συνοχής. Σε μία κοινωνικά και περιβαλλοντικά ανυπεράσπιστη ζώνη ελεύθερου εμπορίου.
 
Αλλά, είναι πρωτίστως η ψήφος στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία,που εκπέμπει σήμα κινδύνου για όλους μας. Όχι μόνο για τους συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι, παρά τις διαφορές τους, μέχρι σήμερα διεκπεραίωναν μαζί το βασικό σχέδιο για τη νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση της Ευρώπης. Το μήνυμα της Γαλλίας αφορά και εμάς».
 
 

Ανισότητες και υπερχρέωση
 

Τέλος, ο Α. Τσίπρας τόνισε πως: «Για τον ΣΥΡΙΖΑ, τα δύο επίπεδα πολιτικής λειτουργίας και ταξικής αντιπαράθεσης – το ευρωπαϊκό και το εθνικό – είναι αδιαίρετα και αλληλένδετα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα υπερχρέωσης της χώρας συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με τη δομή και τη λειτουργία της Ευρωζώνης. Το διαχρονικά υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν έχει μόνον εξωγενή αίτια.
Έχει και ενδογενή.
 
Βασικά συστατικά του μηχανισμού αναπαραγωγής του χρέους είναι η άνιση κατανομή των βαρών, οι ανισότητες και οι μη αναπαραγωγικές δαπάνες. Είναι συστατικά που συναρτώνται με τη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας μας μεταπολιτευτικά. Με το στρεβλό, ρηχό και αντιπαραγωγικό αναπτυξιακό πρότυπο που υιοθέτησε το δικομματικό πολιτικό κατεστημένο της Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Με ένα δημοσιονομικό σύστημα, που υπηρετούσε το πελατειακό κράτος των δύο κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία.
 
Αν δεν προχωρήσουμε στις επείγουσες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την οικονομία και τους θεσμούς, σε μεταρρυθμίσεις που θα κλείσουν οριστικά την πόρτα στο παρελθόν, τότε, όσο και αν αύριο μειώσουμε το δημόσιο χρέος, μεθαύριο θα το ξαναβρούμε μπροστά μας.
 
 

Μεταρρυθμίσεις με ταξικό πρόσημο
 

Και επειδή η έννοια μεταρρύθμιση έχει κακοπάθει και κακοφορμίσει από τα χρόνια του εκσυγχρονισμού έως τα χρόνια του τροϊκανισμού, από τους ίδιους πάνω κάτω ανθρώπους σε καίριες θέσεις άσκησης οικονομικής πολιτικής, οφείλω να εξηγηθώ. Οι δικές μας μεταρρυθμίσεις θα έχουν ταξικό πρόσημο και κοινωνική ανταποδοτικότητα. Δεν θα είναι αντιμεταρρυθμίσεις κοινωνικής διάλυσης.
 
Θέλουμε νέο πολιτικό σύστημα. Απεγκλωβισμένο από τη Λερναία Ύδρα της διαπλοκής. Αυτονομημένο από το καρτέλ της ολιγαρχίας. Στόχος μας να αποκόψουμε τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το πολιτικό σύστημα με το παρασιτικό παρακράτος των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Θέλουμε τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης. Όχι όμως απολύοντας τις καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών και τους σχολικούς φύλακες.
 
Προτεραιότητα είναι ο απογαλακτισμός της δημόσιας διοίκησης από την κομματική εξάρτηση, το ρουσφέτι και την αναξιοκρατία. Η κατάργηση του πελατειακού κράτους. Εμείς μπορούμε να το κάνουμε. Γιατί δεν το σχεδιάσαμε δεν το στελεχώσαμε. Και, επιπλέον, λειτούργησε εναντίον μας. Για αυτό και θα προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη».