Τα όσα συμβαίνουν αυτές τις ημέρες δυστυχώς δεν είναι πρωτοφανή στην ελληνική ιστορία.

Έχουμε «αποχρώσες ενδείξεις»- και αποδείξεις- για το πώς μια κυβέρνηση – η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, Τσίπρα- που γέννησε ελπίδες στην αφετηρία της σε πολλούς, εγκατέλειψε τις αρχές που διακήρυσσε και κατόπιν, δεσμευμένη στην ξένη πατρωνία και στην εγχώρια ολιγαρχία, τσαλαβούτησε στις υπηρεσίες πρώην αξιωματούχων της βαθιάς δεξιάς και στη διαπλοκή με τη λούμπεν, μεγαλοαστική τάξη της πατρίδας μας. Αφού τη χρησιμοποίησε η τελευταία, τώρα την πετάει σα στημένη λεμονόκουπα. Πλανάται η υπόσχεση κάλυψης στελεχών της και πιθανής επιστροφής στην κυβέρνηση λόγω της φθοράς Μητσοτάκη, σαν καρότο που συνοδεύει το μαστίγιο των λογής αποκαλύψεων.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ΝΔ-Μητσοτάκη σπεύδει- ως ο μοναδικός ισχυρός πολιτικός φορέας στην Ελλάδα- να αναστηλώσει πλήρως το κράτος της δεξιάς. Διώξεις εναντίον όσων ερεύνησαν σκάνδαλα των παλαιοτέρων κυβερνήσεων της δεξιάς, άνθρωποί της στα ανώτατα κλιμάκια της δικαιοσύνης, μπίζνες με τις κυρίαρχες οικογένειες της χώρας, καταστολή και επιδόματα, ΜΜΕ που τα ταΐζει το Μαξίμου.

Μέσα από όλα αυτά τα διόλου πρωτότυπα στην ελληνική πολιτική ιστορία- αν και η ταχύτητα εξέλιξής τους έχει επιταθεί- διαφαίνονται τρεις βασικές συνθήκες: πρώτον, η σύνδεση των «έξω» και των «μέσα» κυρίαρχων, όπου οι δεύτεροι, με τις πλάτες των πρώτων ελέγχουν πλήρως ή σχεδόν πλήρως το δημόσιο χώρο. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ: η υποταγή στους μεν οδήγησε στη συνθηκολόγηση με τους δε.

Δεύτερον, η θεσμική διαφθορά της ελληνικής δικαστικής λειτουργίας, ιδίως δε στα ανώτατα κλιμάκιά της. Η περίπτωση Παπαγγελόπουλου- Ράικου είναι προφανής: όποια από τις δύο πλευρές και αν έχει το δίκιο με το μέρος της- πολύ πιθανώς καμία από τις δύο- το μόνο βέβαιο είναι ότι υπάρχει ομολογία της θεσμικής διαφθοράς της δικαστικής λειτουργίας και της δράσης της με όρους μαφίας. Αυτό που υπάρχει σε όλο τον κόσμο υπό τη μορφή της αστικής προκατάληψης της πλειοψηφίας των δικαστικών λειτουργών και του δικαστικού σώματος εν γένει, εδώ- όπως και σε κάποια άλλα κράτη- υφίσταται ως «αναβαθμισμένη» εκδοχή, διατεταγμένης λειτουργίας, ευθυγραμμισμένης με τις επιθυμίες της κατεξοχήν κομματικής έκφρασης της αστικής τάξης και με τα συμφέροντα των ολιγαρχών.

Τρίτον, το κράτος της δεξιάς, το οποίο με διαφορετικές μορφές δράσης παραμένει κυρίαρχο, με μικρές ιστορικές εξαιρέσεις. Βεβαίως, η ιστορική εξέλιξη σε διάφορες εκδοχές της επιβάλλει αλλαγές στις εκδηλώσεις του. Η Ελλάδα του 2020 δεν είναι ίδια με την Ελλάδα του 1950. Άλλωστε, η αριστερά σήμερα είναι ξεδοντιασμένη και ανίσχυρη, μετά την αλλοτρίωση και κατάρρευση ΠΑΣΟΚ και τον αντίστοιχο δρόμο που βαδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά οι βασικές ορίζουσες του κράτους της δεξιάς είναι εδώ: έλεγχος της ανώτατης γραφειοκρατίας, του τύπου, των δικαστών, των θεσμικών λειτουργιών, καταστολή, εθνικοφροσύνη, ξενοκρατία, ολιγαρχία του πλούτου, παρασιτισμός.

Βεβαίως πολλά από τα παραπάνω τα «νομιμοποίησε» η πρόσφατη θητεία ΣΥΡΙΖΑ. Δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν το προνομιακό επίπεδο της δεξιάς.

Και το ερώτημα είναι: απασχολούν όντως κανέναν όλα αυτά; Δεν αναφέρομαι στις κούφιες καταγγελίες αλλά στην πραγματική, δομική αντιπολίτευση και ανατροπή του μέσα από άλλη στρατηγική και άλλες θέσεις.

Είναι να απορεί κανείς με την κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ: παγιδευμένος στη συνθηκολόγησή του, στην ενοχή όλων ανεξαιρέτως των στελεχών του, στη γραφειοκρατική του αδράνεια και στον κυβερνητισμό, αρνείται την αυτοκριτική- την πραγματική αυτοκριτική- αρνείται να παράξει ουσιαστικά ριζοσπαστικές θέσεις, να ανανεώσει το στελεχικό του δυναμικό και εν τέλει να γίνει μαζικό κόμμα με κοινωνική συμμαχία να τον στηρίζει.
Θυμίζει διαφόρους γραφειοκράτες του ΠΑΣΟΚ, παραμονές των εκλογών του 2012, οι οποίοι-αποκομμένοι οριστικά από το κοινωνικό γίγνεσθαι- νόμιζαν ότι το ΠΑΣΟΚ είχε στο «τσεπάκι» ένα 20%, ότι θα περίμεναν μια τετραετία ΝΔ και ότι μετά ο λαός θα τους καλούσε πίσω, παρακαλώντας τους, να τον «σώσουν» ξανά. Άλλοι σήμερα από δαύτους συμβουλεύουν τον Κ. Μητσοτάκη και αρκετοί τον Αλέξη Τσίπρα.

Η πραγματικότητα είναι ότι η υπόθεση του κράτους της δεξιάς και στην πραγματικότητα του κράτους της ξενοκρατίας και της ολιγαρχίας αποτελεί πολύ σοβαρό ζήτημα για να μένει στα χέρια είτε ενός κατατμημένου κινηματισμού- παρόλη την εντιμότητά του- είτε στον αυτόματο πιλότο του κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνει κενό. Και αυτό το προγραμματικό, ιδεολογικό, οργανωτικό και στελεχιακό κενό είναι που απειλεί να τον εξαφανίσει. Όχι οι κασέτες των εκλεκτών της κυβέρνησης του «Μπίμπη», με τα οποία είχαν πάρε-δώσε οι υπουργοί του, ούτε οι δολοπλοκίες των δικαστών της δεξιάς, που τους έκανε μετεγγραφές. Αυτές είναι συμπτώματα, όχι αιτία.