Του Βασίλη Στόλη

Βασικό σφάλμα στην ανάλυση των αποφάσεων είναι το να τις προσεγγίζουμε διαμέσου της παρουσίασης τους από τους κυβερνώντες, δηλαδή από αυτούς που ούτως ή άλλως βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Πόσο μάλλον όταν η κυβέρνηση ακολουθεί αυτή τη γραμμή που ακολουθεί. Είναι λογικό όταν πράττεις ανοησίες (με βάση τα δικά σου λεγόμενα των τελευταίων χρόνων) να προσπαθείς να τις υποστηρίξεις με ανοησίες. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι εφικτό για τον φορολογούμενο/η να έχει καθαρή εικόνα από την «επικοινωνιακή καμπάνια» που κάθε φορά στήνει η κάθε κυβέρνηση που έχει σε εξέλιξη σχέδιο εφαρμογής μέτρων λιτότητας.

Για να πάμε όμως στην ουσία του πράγματος, αυτό που έβγαλε το Eurogroup χθες, αφορά δύο επίπεδα πολιτικής. Στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης κυβέρνησης-δανειστών όπως είναι φανερό η κάθε πλευρά προσπαθεί να πάρει ότι μπορεί. Όπως ξέρουμε από το 2010 και μάθαμε ακόμα καλύτερα το περασμένο καλοκαίρι, το καρπούζι και το μαχαίρι το έχουν οι δανειστές. Αυτοί παίρνουν και δίνουν όποτε θέλουν. Αυτό που έδωσαν χθες στην κυβέρνηση είναι η πολυπόθητη δήλωση για το χρέος. Μια δήλωση που συνοδεύτηκε από τον αποκλεισμό κάθε ενδεχόμενου κουρέματος και περιείχε έναν «οδικό χάρτη» με αμφίβολο τον «τόπο τελικού προορισμού» και με τη διαβεβαίωση πως οι κατευθύνσεις, «οι δρόμοι που θα διαβείς στον χάρτη», θα πρέπει να καθιστούν την αποπληρωμή βιώσιμη και να έχουν την έγκριση των αγορών. Άρα, σύμφωνα και με αυτά που έχουμε δει μέχρι τώρα, θα είναι δρόμοι που θα περνούν από την λιτότητα, τις περικοπές δημοσίων δαπανών, τις μεταρρυθμίσεις σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και ενδεχομένως και από άλλα άσχημα μονοπάτια.

Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να συμφωνήσουν σε κάτι καλύτερο οι δανειστές από τη στιγμή που αυτοί δανείζουν, χρησιμοποιούν το χρέος της Ελλάδας ως τον βασικό και πιο πετυχημένο μπαμπούλα για να περάσουν τα μέτρα που θέλουν, να εξελίσσουν το πείραμα και να δίνουν για το παράδειγμα της Ευρώπης που θέλουν; Πως να «αλλάξουν γνώμη» και να «πειστούν» την ώρα που οι ίδιες οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας νιώθουν την αστάθεια στο εσωτερικό των χωρών τους εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων του 2017;

Προφανώς και δε γίνονται όλα αυτά και η περίοδος Γενάρης 2015-Ιούλιος 2015 το έδειξε περίτρανα. Το να περιμένει κανείς οι δανειστές να δώσουν λεφτά στην ελληνική κυβέρνηση για να εφαρμόσει τα δικά της ή να την αφήσουν να απεμπλακεί, είναι αυταπάτη ή ανοησία. Το κυβερνών κόμμα που έταξε προεκλογικά μια δική του διαχείριση του μνημονιακού πλαισίου με επιτυχείς διαπραγματεύσεις σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν ανόητο ή έλεγε ψέματα; Η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει επίπτωση στην ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας.

Η οικονομική πραγματικότητα, δηλαδή η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική είναι το άλλο επίπεδο των αποφάσεων του χθεσινού Eurogroup. Συγκεκριμένα έχουμε δύο προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης:

Α) Την δέσμη μέτρων που γνωρίζαμε εδώ και μέρες ότι θα ναι στο 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2018 και περιλαμβάνει εκτός από την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και επιπλέον δημοσιονομικά παραμετρικά μέτρα, όπως μεταρρύθμιση του ΦΠΑ και μέτρα που αφορούν το μισθολόγιο του δημοσίου τομέα.

Β) Τον προληπτικό μηχανισμό, τον περίφημο «κόφτη, που θα ενεργοποιείται αυτόματα μόλις υπάρξουν αντικειμενικές ενδείξεις ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα επίτευξης των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,5%).

Λιτότητα λοιπόν, με σαφή στόχο (πλεονάσματα για να ναι οι δανειστές ευχαριστημένοι για τις δυνατότητες τους οφειλέτη να πληρώνει) και ασαφή τρόπο (τι είδους δαπάνες θα κόβει ο κόφτης;). Ο υπουργός οικονομικών έκανε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις κατηγορίες δαπανών κάνοντας λόγο για κάποιες δαπάνες που δεν θα μειωθούν (ανελαστικές) και κάποιες που εκ της ατόπου απαγωγής θα μειωθούν (ελαστικές). Από παλιά, από το Σύμφωνο Σταθερότητας γνωρίζουμε ότι η φιλοσοφία της ΟΝΕ καθιστά τις μισθολογικές δαπάνες ελαστικές.

Συμπέρασμα

Οι δανειστές έχουν έναν δανειολήπτη που θα τον διευκολύνουν στον τρόπο αποπληρωμής του χρέους του, χρέος που θα αποπληρώσει και πως όχι άλλωστε αφού μέχρι το 2018 θα χει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Απλά θα κυκλοφορεί με τομάρι του γδαρμένο και θα αποτελεί παράδειγμα για τους υπόλοιπους. Αυτό θα μπορέσουν να το «πουλήσουν» και στους ψηφοφόρους τους λέγοντας τους ότι «είδατε; Τα τιμάμε τα λεφτά που δανείζετε στις χώρες του Νότου καλοί μας φορολογούμενοι».

Ο δανειολήπτης-οφειλέτης έχει να πουλήσει την διευκόλυνση που του υπόσχονται, καθώς και το γεγονός ότι εισπράττει τις δόσεις του δανείου κανονικά στη ώρα τους (περσινά και φετινά θα ξεπεράσουν τα 5,7 δισ) και θα του μείνουν και λεφτά να ξεπληρώσει και κάποιες από τις εσωτερικές οφειλές (μένει να δούμε ποιες). Την ίδια στιγμή όμως τον γδέρνουν για να φτάσει το 3,5% κι έχει ταυτόχρονα το ΔΝΤ (επίσης δανειστής) να αμφισβητεί ακόμα και αυτή τη δυνατότητα.

Όσο για τον/την φορολογούμενο/η, ας αρκεστεί στη συνέχεια της λιτότητας που προφανώς έχει πολλαπλάσια κακές επιπτώσεις σε αυτούς που δεν έχουν και ελάχιστες επιπτώσεις σε αυτούς που έχουν. Από μια ρεαλιστική οπτική η συνέχεια της πορείας κινούμενη στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup δεν δίνει καμία προοπτική πέρα από τη συνέχιση της λιτότητας. Οποιαδήποτε αυταπάτη ή ανόητη ελπίδα οφείλει να επικαλεστεί έναν ιδεατό κόσμο ιδανικά πλασμένο όπου οι κακοί δανειστές θα δίνουν λεφτά στις κυβερνήσεις να κάνουνε τα γούστα τους. Τα νταούλια και οι ζουρνάδες των αγορών ηχούν ήδη και συνοδεύουν τη μεγάλη τους επιτυχία.