Για ένα «πραγματικά εμβληματικό εγχείρημα απότομης και δραματικής ενίσχυσης των δυνατοτήτων της Πολεμικής Αεροπορίας και του συνολικού αποτρεπτικού αποτυπώματος των Ενόπλων Δυνάμεων» έκανε λόγο ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος επισημαίνοντας πως μια τέτοια ενίσχυση «είχε πολύ καιρό να συμβεί στην Ελλάδα» αλλά «συμβαίνει και μάλιστα με ασυνήθιστα ταχείς ρυθμούς, με πνεύμα σεβασμού και συμμόρφωσης και προς τη συνολική διαφάνεια και προς τη νομιμότητα, αλλά και προς την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα». Κάλεσε όσα ακόμα κόμματα αμφιλατεύονται, στην Ολομέλεια να ψηφίσουν το νομοσχέδιο.

Ο υπουργός απαντώντας στα επιχειρήματα του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργου Τσίπρα πως η σύμβαση αυτή θα έπρεπε να ήταν καλύτερη ανέφερε πως εδώ έχουμε μια σύμβαση αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης που «πάντα στη διαδικασία αυτή κάποιοι όροι γίνονται δεκτοί καθόλα, κάποιοι όροι γίνονται δεκτοί εν μέρει και κάποιοι όροι απορρίπτονται από το ένα ή το άλλο μέρος. Έτσι έγινε και εδώ πέρα». Επίσης, στην παρατήρηση του βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Δημήτρη Βίτσα για το εάν η προμήθεια αυτή εκφεύγει του δημοσιονομικού πλαισίου των διαβεβαίωσε «να μην έχει καμία ανησυχία για το δημοσιονομικό κομμάτι», γιατί μεταξύ άλλων, στον προϋπολογισμό αυξήθηκαν οι δαπάνες για την άμυνα και ασφαλώς μέρος αυτής της αύξησης είναι και αυτά που θα δαπανηθούν για την προμήθεια των Rafale.

Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Τσίπρας επισήμανε πως η αγορά των Rafale δια στόματος του πρωθυπουργού συνδέθηκε με μια αμοιβαία αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, που θα μας προστάτευε στο ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης αναταραχής στην Ανατολική Μεσόγειο, ανάμεσα σε εμάς και τη γείτονα χώρα. Αυτό, όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις, έχει φύγει αυτήν τη στιγμή από το τραπέζι… Εμείς, είπε, «δεν τηρήσαμε μία αρνητική στάση για το θέμα των RAFALE, παρά το γεγονός ότι ο σχεδιασμός ο οποίος υπήρχε από το Υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας ήταν λίγο διαφορετικός και προέβλεπε άλλα πράγματα…» και τόνισε πως «η θετική μας στάση στην επιλογή των Rafale, είναι υπό τον όρο ότι δεν θα ανατραπεί ο στρατηγικός αμυντικός σχεδιασμός, ο οποίος υπήρχε». Το «ναι» στα Rafale από τη δική μας πλευρά, εξήγησε, είναι υπό τον όρο ότι δεν θα ανατραπεί ο σχεδιασμός αυτός» και υπογράμμισε πως «είμαστε κάτι παραπάνω από υπερθετικοί για τους εξοπλισμούς στις Ένοπλες Δυνάμεις. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την εφαρμογή κανόνων, διαδικασιών και προτεραιοτήτων, που όλοι καλά γνωρίζουμε […] ο Εθνικός Αμυντικός Σχεδιασμός προβλέπει την εφαρμογή του δημοκρατικού ελέγχου επί των συμβάσεων μέσω της αρμόδιας Επιτροπής Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής σε τέσσερα στάδια. Και επανέλαβε ορισμένες από τις αδυναμίες που θεωρεί ότι έχουν οι συμβάσεις αυτές λέγοντας πως αυτές είναι εξαιρετικά προβληματικές και θα έπρεπε να ήταν σε καλύτερο επίπεδο για να μπορούμε με μεγαλύτερη ευκολία να πούμε το «ναι».

Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ, Βασίλης Κεγκέρογλου είπε πως από χθες «έχουμε τοποθετηθεί καθαρά για την, επί της αρχής, ψήφο με ένα «ναι» καθαρό, διότι η προμήθεια των RAFALE ενισχύει την αμυντική θωράκιση της χώρας, ενισχύει την άμυνα μας και, μάλιστα, σε μια περίοδο που υπήρξε κλιμάκωση της επιθετικότητας και, ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ένα μεγάλο κενό που υπήρξε από την επιβράδυνση των προγραμμάτων τα προηγούμενα χρόνια και την έλλειψη μακρόπνοου σχεδιασμού. ‘Αρα, λοιπόν, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο και καθαρό. Και επέμεινε στην ανάγκη εμπλοκής της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και στη συντήρηση και στην υποστήριξη των αεροσκαφών αυτών.

Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Νίκος Παπαναστάσης δήλωσε πως εμείς έχουμε τεκμηριώσει τη θέση καταψήφισης της προμήθειας και θα τοποθετηθούμε συνολικά και σφαιρικά στην Ολομέλεια αύριο.

Επιφυλακτική και προβληματισμένη δήλωσε η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25, Σοφία Σακοράφα παρατηρώντας με λύπη πως «διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία ακραία εκμετάλλευση της δεδομένης εθνικής ευαισθησίας του καθενός από εμάς, που θεωρείται ότι δίνει το δικαίωμα για πλήρη καταστρατήγηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Φοβάμαι ότι για μια ακόμη φορά, η κοινοβουλευτική διαδικασία διεξάγεται μόνο για τα προσχήματα. Συζητούμε για τρεις συμβάσεις, που περιλαμβάνουν όρους αντίθετους με την εθνική νομοθεσία […]. Περιλαμβάνουν, επίσης, και όρους, που αντιτίθενται στην πρακτική που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα στις συμβάσεις με αντίστοιχο αντικείμενο […] Εδώ, έχουμε ουσιαστικά συμβάσεις προσχώρησης. Και αυτό, δυστυχώς για εσάς, αλλά κυρίως για τη χώρα, σημαίνει πλήρη απουσία της οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης».