Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της στην Τουρκία, η Μέι ερωτήθηκε τρεις φορές για το διάταγμα του Τραμπ. Απάντησε ότι η Ουάσιγκτον έχει την ευθύνη για τη χάραξη της πολιτικής της όσον αφορά τους πρόσφυγες. Μετά την επιστροφή της στο Λονδίνο, ωστόσο, η εκπρόσωπός της ανέφερε ότι «η πολιτική για τη μετανάστευση στις ΗΠΑ είναι ζήτημα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ακριβώς όπως η πολιτική για τη μετανάστευση σε αυτή τη χώρα οφείλει να χαράσσεται από την κυβέρνησή μας. Αλλά δεν συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση και δεν θα την υιοθετήσουμε. Μελετάμε αυτό το διάταγμα για να εξακριβώσουμε τι σημαίνει και ποιες είναι οι νομικές συνέπειές του, και ειδικότερα ποιες θα είναι οι συνέπειες για τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου».
Η εκπρόσωπος της Τερέζα Μέι πρόσθεσε ότι εάν το διάταγμα επηρεάσει Βρετανούς «θα παρέμβουμε στην αμερικανική κυβέρνηση».

Το διάταγμα του Τραμπ προκάλεσε χάος στο σύστημα ελέγχου της μετανάστευσης, με ανθρώπους που έχουν άδεια παραμονής στις ΗΠΑ να συλλαμβάνονται ή να διώχνονται από αεροδρόμια. Η απόφαση του Ρεπουμπλικάνου επικρίθηκε από συμμάχους των ΗΠΑ στη Δύση, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.

Η Μέι, η πρώτη αρχηγός κράτους που συναντήθηκε με τον Τραμπ μετά την ορκωμοσία του την περασμένη εβδομάδα, επαινέθηκε αρχικά στη Βρετανία διότι αναζωογόνησε την «ειδική σχέση» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αλλά η αντίδρασή της στο επίμαχο διάταγμα ενώ βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πυροδότησε έντονες αντιδράσεις εντός του κόμματός της, με βουλευτίνες να καλούν να μην υποδεχθεί κανείς τον αμερικανό πρόεδρο στη Βουλή των Κοινοτήτων όταν επισκεφθεί επίσημα το Λονδίνο αργότερα εντός του έτους ή να επισημαίνουν πως η Μέι θα όφειλε να πει στον Τραμπ ότι «κάνει λάθος».