Τα μικρά κριτικά σημειώματα που συγκεντρώνουν ο Αστέρης και ο Καράμπελας διαβάζονται με την απόλαυση και χαρά που προκαλεί πάντοτε η ανάγνωση του Παπαγιώργη. Αυτός ο άνθρωπος είχε το άγγιγμα του Μίδα στο γράψιμο. Όσο και αν έγραφε, πάρα τη συχνότητα, παρά το γεγονός ότι έτσι βιοποριζόταν, δεν υπάρχει κείμενό του που να μην έχει την σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του. Με άλλα λόγια, τη μοναδική ικανότητά του να παράγει πρωτότυπες, ευφάνταστες μεταφορές με μία γενναιοδωρία που νομίζεις ότι απλώς “ανοίγει την βρύση και τρέχει». Μεταφορές που σε βιβλίο ένας άλλου θα έκαναν έναν ποιητή «αξιοπρόσεκτο», ο Παπαγιώργης τις ρίχνει στα κείμενα που έγραφε κάθε μέρα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην υπάρχει σελίδα του που να περνάει απαρατήρητη, που να μη σκέφτεσαι ότι διαβάζεις Παπαγιώργη.

Φράσεις όπως «υποψίες που περνούν απαρατήρητες όπως τα πρόβατα στη σπηλιά του Πολύφημου», «μέσα στη χύδην αφθονία των κυνηγών με τις υπερσύγχρονες καραμπίνες, αυτός ο άνθρωπος θυμίζει τους πουλολόγους με τις περίτεχνες παγιδούλες τους. Ό,τι αξίζει δεν ακούγεται» ή «τα διάσημα διαβάσματα ισοδυναμούν με “χρήση απαγορευμένων ουσιών”. Αρκεί ο συγγραφέας να μην πάει από “υπερβολική δόση”», ο δάνειος αισθητισμός «πείθει όσο το χνοτισμένο τζάμι», και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Η δεύτερη αρετή αυτού του βιβλίου είναι πως οι κρίσεις του περιέχουν χρήσιμες συμβουλές για όσους γράφουν. Να ένας τρόπος για να σκεφτούμε την κριτική: Ο Παπαγιώργης δεν είναι αδιάφορος απέναντι στην ποιότητα, όπως η θεωρητική κριτική που θεωρεί ταμπού το ερώτημα αν τέλος πάντων αυτό είναι βιβλίο που διαβάζεται ή βιβλίο που δεν διαβάζεται «ούτε με ρετσινόλαδο», όπως λέει για τον Τερζάκη και τον Θεοτοκά. Κι όμως, ποτέ δεν εξαντλούνται οι κρίσεις του σε απλές αξιολογήσεις, σε μια απλή βαθμολόγηση των έργων, που δεν εξηγεί γιατί ένα βιβλίο πέτυχε ή απέτυχε. Αντιθέτως, κάθε κριτική του περιέχει μια σκέψη για το πώς γράφει κανείς καλύτερα. Είναι, όπως λέγαμε στην εκπομπή που συνοδεύει αυτό το κείμενο, «Γράμμα σε έναν νέο πεζογράφο». Τι καλύτερο να ζητήσει ένας έντιμος συγγραφέας, από μία κριτική που θα εντοπίζει αληθινά ελαττώματα και θα εξηγεί το πρόβλημα και την λύση του; Η κριτική ασκείται συνήθως ως άσκηση εμπάθειας ή λιβάνισμα. Και οι δύο στάσεις αυτές είναι χρήσιμες για την καριέρα κριτικών και συγγραφέων, αλλά μηδενικού πνευματικού ενδιαφέροντος. Ο Παπαγιώργης εξηγεί τι θα έπρεπε να κάνει για να επισκευάσει το έργο του ο συγγραφέας, όπως ξέρει να λέει κάθε καλός μάστορας. Για να το κάνει αυτό, ακούει με προσοχή τι πήγε να κάνει ο καθένας και το σέβεται γι’ αυτό που είναι.  Δεν χρειάζεται πολύ για να καταλάβουμε ότι ο Γιώργος Χειμωνάς δεν του ταιριάζει. Μιλά όμως με σεβασμό, φαίνεται να κατανοεί το συγγραφικό στοίχημα, και εξηγεί που εντοπίζει τα αδιέξοδά του. Νομίζω ότι αυτή η αρετή, που ο Αστερής συνέδεσε στη συζήτησή μας με Τα μυστικά της συμπάθειας, είναι εξίσου σπάνια με τις επιτυχημένες μεταφορές.

Αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Παπαγιώργης για τον Μουρσελά: καταλαβαίνω γιατί να το διαβάσεις αυτό το βιβλίο, αλλά γιατί να το ξαναδιαβάσεις; Ξαναδιαβάζουμε όταν το βιβλίο αντέχει στη συζήτηση. Τα κείμενα που παρουσιάζουν οι ανθολόγοι αποτελούν ένα έργο το οποίο διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε, διότι έτσι σπουδάζουμε τη γραφή και την κριτική.

Τα βιβλία των άλλων 1 Κωστής Παπαγιώργης, Εισαγωγή: Δημήτρης Καράμπελας. Επιλογή κειμένων: Γιάννης Αστερής – Δημήτρης Καράμπελας