Ακολουθεί ολόκληρη η ανάλυση του ΜέΡΑ25

Οι δαπάνες που προορίζονται για τους κατ’ εξοχήν κοινωνικούς τομείς της κρατικής χρηματοδότησης, την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, τη στήριξη των ασθενέστερων, την κοινωνική πρόνοια, μένουν στάσιμες, είτε έχουν περικοπεί αισθητά. Αυτό δεν μας ξενίζει, μια και η βαθύτερη και ενίοτε δημόσια ομολογούμενη αντίληψη της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. είναι ότι οι δαπάνες για την υγεία, για παράδειγμα, δεν είναι «παραγωγικές», άρα δεν έχουν αναπτυξιακό πρόσημο. Είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αναγκαίο κακό. Κατά το κυβερνητικό αφήγημα, η ανάπτυξη ελάχιστα σχετίζεται με τις δημόσιες δαπάνες, τις επενδύσεις στις υποδομές, στην κοινωνική προστασία, στα δημόσια αγαθά, στο ανθρώπινο δυναμικό, στους νέους. Η ανάπτυξη εξαρτάται από την αγορά και την αόρατη χείρα της…

Γι’ αυτό και η κυβέρνηση εξάντλησε την επινοητικότητά της στην παροχή φορολογικών κινήτρων στον ιδιωτικό τομέα. Η συνταγή είναι δοκιμασμένη και κατά κανόνα αποτυχημένη. Στην παρούσα φάση, μάλιστα, είναι και εκτός ευρωπαϊκού κλίματος. Σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ασκούνται ισχυρές πιέσεις, και από την ΕΚΤ, ακόμη και στη δογματική Γερμανία, για σημαντική αύξηση των κρατικών δαπανών και επενδύσεων, ώστε να αποφευχθεί μια υποτροπή σε ύφεση. Αν αυτό είναι μία φορά αναγκαίο για την κραταιά Γερμανία, πόσες φορές πιο αναγκαίο είναι για την Ελλάδα;

ΔΑΠΑΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Έχοντας συγκεντρώσει όλη της την -επικοινωνιακή- προσοχή στη μείωση της φορολογίας, με το μεγάλο μέρος των ελαφρύνσεων να απονέμεται στον επιχειρηματικό τομέα, η κυβέρνηση ακολουθεί τη μνημονιακή πεπατημένη των τελευταίων οκτώ ετών. Η διάρθρωση του προϋπολογισμού που κατατέθηκε μένει προσηλωμένη στο πνεύμα της λιτότητας και της συγκράτησης των δημόσιων δαπανών. Κι αυτό την ώρα που ακόμη και στη Γερμανία συζητούν σοβαρά να παραβιάσουν, έστω και πλαγίως, το δόγμα της προτεσταντικής εγκράτειας, με δημόσιες επενδύσεις 500 δισ. ευρώ, όπως πρόσφατα ζήτησαν βιομήχανοι και συνδικάτα. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων προβλέπει δαπάνες 6,7 δισ. ευρώ, ένα ποσό σταθερό από το 2011 και σχεδόν 2 δισ. χαμηλότερο από αυτό που προέβλεπε ο τελευταίος προμνημονιακός προϋπολογισμός, αυτός του 2010.

Το χειρότερο είναι ότι κι αυτές οι δραστικά κουτσουρεμένες δημόσιες επενδύσεις κάθε χρόνο μένουν ανεκτέλεστες σε ποσοστό τουλάχιστον 10% για να υπηρετηθούν τα αιματηρά πρωτογενή πλεονάσματα. Ο προϋπολογισμός 2020 προβλέπει τυπικά μια μικρή αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, κατά 600 εκατ. σε σχέση με τη φετινή πρόβλεψη, αλλά αν πάρει κανείς υπόψη ότι από το φετινό ΠΔΕ, στο δεκάμηνο 800 εκατ. μένουν ανεκτέλεστα και προφανώς θα μείνουν ανεκτέλεστα μέχρι το τέλος του έτους, πρόκειται για μια λογιστική μόνο αύξηση, που προφανώς θα χαθεί στη μαύρη τρύπα του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Στην ίδια φιλοσοφία κινούνται οι κατεξοχήν κοινωνικές δαπάνες του προϋπολογισμού, στην παιδεία, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, τον πολιτισμό. Παντού καταγράφονται είτε μικρές μειώσεις, είτε στασιμότητα δαπανών, με αξιοσημείωτες ανακατανομές παροχών στους δικαιούχους, που έχουν ακόμη και ρατσιστική χροιά. Σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης της Ν.Δ. είναι ασύμβατος ακόμη και με τους δικούς της διακηρυγμένους στόχους για αναπτυξιακή απογείωση με ρυθμούς 3% ή 4%. Φαίνεται ότι και αυτό επαφίεται στο αόρατο χέρι της αγοράς.

ΜΙΚΡΟΤΕΡΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ

Στους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων, και ειδικότερα στους μετανάστες, πρέπει να αναζητηθούν κατά βάση οι «χαμένοι» του κοινωνικού προϋπολογισμού για το 2020. Η μείωση της δαπάνης που προκύπτει σχεδόν για όλα τα είδη επιδομάτων (πλην του ΚΕΑ) συνδέεται με την πρόθεση της κυβέρνησης να περικόψει τον αριθμό των μεταναστών που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις και έχουν θεμελιώσει δικαίωμα στα κοινωνικά επιδόματα.

Οι δικαιούχοι του επιδόματος ενοικίου σήμερα πρέπει να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην ελληνική επικράτεια κατά τα τελευταία πέντε έτη, όπως προκύπτει από την υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για τα έτη αυτά ή κάθε άλλο πρόσφορο δικαιολογητικό και με την προϋπόθεση ότι οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για παρελθόντα έτη δεν έχουν υποβληθεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της απόκτησης του ΑΦΜ. Τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού πρέπει επίσης να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην ελληνική επικράτεια. Η συνθήκη αυτή αναμένεται να αλλάξει και ο χρόνος υποχρεωτικής διαμονής θα αυξηθεί στα δέκα έτη. Κάπως έτσι μπορεί να αιτιολογηθεί η προβλεπόμενη, κατά 52 εκατομμύρια ευρώ, μείωση του επιδόματος ενοικίου (από 366 εκατ. ευρώ το 2019 θα μειωθεί στα 314 εκατ. ευρώ το 2020). Το ίδιο ποσό με την πρόβλεψη του 2019 (961 εκατ. ευρώ) εμφανίζεται να έχουν τα οικογενειακά επιδόματα. Στην πραγματικότητα ο στόχος του 2020 υστερεί κατά 139 εκατ. ευρώ έναντι του 2019, καθώς παρατηρήθηκε υπέρβαση του ποσού. Μειωμένες κατά 3 εκατ. ευρώ θα είναι και οι δαπάνες για τους ανασφάλιστους υπερήλικες, ενώ μείωση θα έχει και το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) με προϋπολογισμό 850 εκατ. ευρώ, δηλαδή αρκετά πιο κάτω από το 1 δισ. ευρώ που είχε προβλεφθεί για το 2019 αλλά, σύμφωνα με την εκτίμηση, λόγω μη απορρόφησης όλου του ποσού η τελική δαπάνη για το τρέχον έτος δεν θα ξεπεράσει τελικά τα 680 εκατ. ευρώ. Η μείωση του ΚΕΑ αποδίδεται ενδεχομένως στο ξεσκαρτάρισμα των δικαιούχων εφόσον τεθεί -σύμφωνα με πληροφορίες- ως προϋπόθεση για τη χορήγησή του και η υποβολή αποδεικτικού εγγραφής στο σχολείο των τέκνων των δικαιούχων.

Επίσης, στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2020 εγγράφεται ποσό ύψους 123 εκατ. ευρώ για την κάλυψη του επιδόματος των 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα. Μειωμένη 192 εκατ. ευρώ προβλέπεται η συνταξιοδοτική δαπάνη (121 εκατ. ευρώ για κύριες συντάξεις και 71 εκατ. για επικουρικές).

Συνολικά το ισοζύγιο των ασφαλιστικών ταμείων εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει πλεόνασμα 1,021 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 202 εκατ. ευρώ έναντι των εκτιμήσεων για το 2019 (819 εκατ. ευρώ). Για τα ασφαλιστικά ταμεία το μεγαλύτερο μερίδιο της αύξησης (κατά 593 εκατ. ευρώ) θα προέλθει από την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών, λόγω της ρύθμισης των 120 δόσεων και της προβλεπόμενης αύξησης της μισθωτής εργασίας.

Η μείωση των δαπανών και η προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων συμβάλλουν στη μείωση της κρατικής επιχορήγησης κατά 475 εκατ. ευρώ, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι ουδεμία πρόβλεψη υπάρχει για την καταβολή αναδρομικών που έχει εκδικάσει το Συμβούλιο της Επικρατείας.

9 ΔΙΣ. ΓΙΑ ΦΟΡΟΑΠΑΛΛΑΓΕΣ…

Άδικες ή δίκαιες, οι 822 φοροαπαλλαγές δεν παύουν να κοστίζουν σχεδόν 9 δισ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό. Φοροαπαλλαγές οι οποίες έχουν θεσπιστεί εδώ και κάποιες δεκαετίες υπέρ κάποιας κατηγορίας φορολογουμένων ή δραστηριότητας και εφαρμόζονται για περισσότερες από μία φορολογίες. Αυτές τις φοροεκπτώσεις φέρνει στην επιφάνεια για ακόμη μια φορά ο προϋπολογισμός του 2020 στον ειδικό τόμο με τις φορολογικές δαπάνες του κράτους. Τα ποσά δηλαδή των φορολογικών εσόδων που χάνει άμεσα ή έμμεσα το κράτος από τις ισχύουσες ρυθμίσεις.

Κατά έναν περίεργο τρόπο ο αριθμός αυτών των φοροαπαλλαγών όχι μόνο δεν μειώθηκε στα χρόνια των μνημονίων -πράγμα για το οποίο ασκούνταν ισχυρότατες πιέσεις από τους δανειστές-, αλλά αντιθέτως αυξήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε έναν χρόνο τα ευνοϊκού χαρακτήρα κίνητρα ενισχύθηκαν κατά 48 (ο προϋπολογισμός του 2019 αναφερόταν σε 774 περιπτώσεις εκπτώσεων φόρου), ενώ το δημοσιονομικό κόστος αυτών που ποσοτικοποιήθηκαν φούσκωσε κατά 1,2 δισ. ευρώ τις δαπάνες του κράτους. Από τα 7,7 δισ. ευρώ που ήταν το κόστος με βάση την έκθεση του 2019, ανήλθε σε 8,9 δισ. ευρώ το 2020.

Οι εποχές πάντως που οι τόκοι στεγαστικών δανείων, οι ιατρικές δαπάνες, τα ενοίκια, τα φροντιστήρια των παιδιών, οι διατροφές μεταξύ συζύγων, οι δωρεές και οι χορηγίες φοροαπαλλάσσονταν παρήλθαν ανεπιστρεπτί για τα φυσικά πρόσωπα. Τελικά η τρόικα κατάφερε να κλαδέψει αυτές που αποτελούσαν πραγματικό εργαλείο για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής – που είναι και ο πραγματικός σκοπός τους. Άλλωστε οι κυβερνήσεις καταφεύγουν στη χρήση των φορολογικών δαπανών, διότι με αυτόν τον τρόπο έχουν λιγότερο λειτουργικό κόστος σε σχέση με τις κανονικές δημόσιες δαπάνες.

Αναλυτικότερα όμως σύμφωνα με την ειδική έκθεση του προϋπολογισμού:

  • Στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπωνισχύουν 125 ρυθμίσεις που προβλέπουν φοροαπαλλαγές και εκπτώσεις φόρου. Το δημοσιονομικό κόστος από τις ρυθμίσεις αυτές φτάνει το 1,5 δισ. ευρώ.
  • Στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων ισχύουν 123φορολογικές απαλλαγές. Διαπιστώθηκε ότι προκαλούν απώλειες φορολογικών εσόδων συνολικού ύψους 714 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό.
  • Στον ΕΝΦΙΑ περιλαμβάνονται 20 διατάξειςπου προβλέπουν απαλλαγές. Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των απαλλαγών αυτών φτάνει τα 108 εκατ. ευρώ. Συνολικά στη φορολογία κεφαλαίου οι διατάξεις που προβλέπουν απαλλαγές ή εκπτώσεις από τον φόρο εισοδήματος κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό 3,6 δισ. ευρώ.
  • ΣτονΦΠΑ περιλαμβάνονται 85 διατάξειςπου προβλέπουν απαλλαγές από τον φόρο ή εκπτώσεις φόρου. Από αυτές που έχουν ποσοτικοποιηθεί έχει διαπιστωθεί ότι κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό πάνω από 1,28 δισ. ευρώ.
  • Στους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης ισχύουν σήμερα 44 διατάξειςπου προβλέπουν απαλλαγές ή μειωμένους συντελεστές ΕΦΚ (πετρέλαιο θέρμανσης, ναυτιλιακό πετρέλαιο κ.λπ.). Οι διατάξεις αυτές κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό 1,29 δισ. ευρώ.
  • Στα τέλη χαρτοσήμου περιλαμβάνονται 76 διατάξεις απαλλαγών με κόστος 76,9 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό και για τα τέλη ταξινόμησης οχημάτων περιλαμβάνονται 23 ρυθμίσεις που προβλέπουν απαλλαγές από τα τέλη ή μειώσεις τελών. Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των ρυθμίσεων ανέρχεται σε 37,7 εκατ. ευρώ. Στη φορολογία πλοίων περιλαμβάνονται 37 διατάξεις.

ΠΑΙΔΕΙΑ

Μειώσεις κατά 64 εκατομμύρια ευρώ προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2020 για την Παιδεία σε σχέση με το 2019, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για προϋπολογισμό που καταρτίζεται… εκτός μνημονίου. Αν και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να παρουσιάσει το θετικό κοινωνικό και αναπτυξιακό του πρόσημο, η πραγματικότητα έρχεται να τη διαψεύσει. Όχι μόνο δεν καταγράφεται αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση, αλλά περικοπές των δημόσιων δαπανών που επαναφέρουν μνήμες από την περίοδο της λιτότητας κατά τη διάρκεια της οποίας η Παιδεία βίωσε την πιο βάναυση αποδόμηση των βασικών της στοιχείων, με διαλυμένες εργασιακές σχέσεις και απουσία μόνιμων διορισμών, γεγονός που οδήγησε στη δυσλειτουργία των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση γονάτισε τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και παρόπλισε τον τομέα της έρευνας.

Η πρόβλεψη για τις δαπάνες του υπουργείου Παιδείας σύμφωνα με την εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου τους Κράτους της 5ης Ιουλίου (2/55677/ΔΠΓΚ) προέβλεπε 5.598.608.000 ευρώ, εκ των οποίων τα 5.088.608.000 προέρχονται από τον τακτικό προϋπολογισμό και τα 510.000.000 από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Στον προϋπολογισμό που κατέθεσε η ΝΔ, για το υπουργείο Παιδείας προβλέπονται 5.463.000.000, δηλαδή 134,6 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα.

Από το 2015 και έπειτα, καταγράφηκε μικρή αλλά διαρκής αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για την Παιδεία και την Έρευνα. Σήμερα, αν και η χώρα υποτίθεται ότι βρίσκεται εκτός μνημονιακού προγράμματος, τα κονδύλια μειώνονται, δυσχεραίνοντας το έργο και την αποστολή των σχολείων και των πανεπιστημίων. Παράλληλα, η ανάγνωση των προϋπολογισμένων ποσών στο σχέδιο του προϋπολογισμού επισημαίνει πως δεν προβλέπεται να γίνουν μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών το ερχόμενο έτος, παρατείνοντας την ομηρία των αναπληρωτών και αδυνατίζοντας την ποιότητα της εκπαίδευσης.

ΥΓΕΙΑ

Συνεχίζεται η «κατρακύλα» των δαπανών υγείας, με μεγαλύτερη εκείνη της χρηματοδότησης του δημόσιων νοσοκομείων, αλλά και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), ακολουθώντας την πεπατημένη των πολιτικών που επιλέχθηκαν όλα τα «μνημονιακά» έτη. Ο προϋπολογισμός του 2020 του υπουργείου Οικονομικών μειώνει κατά επιπλέον 37 εκατομμύρια τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων σε σύγκριση με το 2019, έτος κατά το οποίο η συγκεκριμένη χρηματοδότηση είχε μειωθεί κατά 65 εκατομμύρια σε σύγκριση με το 2018.

Για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας η μείωση είναι 4 – 4,5 εκατομμύρια, ενώ η χρηματοδότηση προς τον ΕΟΠΥΥ παραμένει σταθερή σε σχέση με το 2019. Το υπερταμείο ωστόσο θα χρηματοδοτηθεί με επιπλέον 80-85 εκατομμύρια ευρώ το 2020, ποσό που προκύπτει από τις αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές με τις οποίες έχουν επιβαρυνθεί οι πολίτες.

ΦΑΡΜΑΚΟ

Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, μετά από τις συνεχείς μειώσεις και το «πάγωμα» στο 1,945 δισ. ευρώ, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει περισσότερα χρήματα για τη φαρμακευτική κάλυψη των πολιτών. Ωστόσο, η αύξηση αυτή κρίνεται ανεπαρκής με βάση την υπέρβαση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια στο δημόσια φαρμακευτική δαπάνη και μεταφράζεται σε τεράστια ποσά υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback και rebate) τα οποία για το 2019 θα αγγίξουν το 1,8 δισ. ευρώ, συνολικά για την εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή αγορά.

Ειδικότερα, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2020 προβλέπει αναπροσαρμογή στα όρια της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ με βάση την προβλεπόμενη μεταβολή του ΑΕΠ. Έτσι, η φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώνεται στα 2,058 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 100 περίπου εκατομμύρια ευρώ. Στο νοσοκομειακό φάρμακο, ο προϋπολογισμός παραμένει στα 559 εκατ. ευρώ, παρόλο που το 2019 ο «λογαριασμός» ξεπερνά τα 700 εκατ. ευρώ. Η αύξηση των 100 εκατ. ευρώ πρόκειται να κατανεμηθεί στα Φάρμακα Υψηλού Κόστους και στα υπόλοιπα φάρμακα της κοινότητας, με την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ των ΦΥΚ. Σύμφωνα με πληροφορίες, κοντά στα 57 εκατ. ευρώ αναμένεται να απορροφηθούν από τα ΦΥΚ και γύρω στα 43 εκατ. ευρώ από τα υπόλοιπα φάρμακα. Η διαφορά όμως αυτή στα ποσά, εκλαμβάνεται ως εύνοια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στις πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες, παρόλο που η εγχώρια παραγωγή είναι αυτή που δημιουργεί προστιθέμενη αξία στη χώρα.

Με την αύξηση στον κρατικό προϋπολογισμό να θεωρείται οριακή, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί πλέον η εξεύρεση κονδυλίων από το υπουργείο Εργασίας για την κάλυψη των ανασφάλιστων πολιτών, καθώς και ευρωπαϊκών κονδυλίων για το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Ήδη η αντιπρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, Θεανώ Καρποδίνη δήλωσε ότι γίνονται κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, στην ημερίδα για το clawback και τη φαρμακευτική δαπάνη. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στην πρώτη σύσκεψη της ομάδας εργασίας για το clawback των γιατρών και των διαγνωστικών κέντρων.

Το ίδιο –αν όχι περισσότερο- κρίσιμη για τον κλάδο του φαρμάκου, είναι και η εξαίρεση των εμβολίων από τη φαρμακευτική δαπάνη. Ο κλάδος αναμένει την επίλυση του θέματος στην κατεύθυνση των ανασφάλιστων, δηλαδή μέσω της Κοινωνικής Πρόνοιας ή των λογαριασμών Πρόληψης και Δημόσιας Υγείας. Και αυτό το ζήτημα, συζητήθηκε αναλυτικά και παρουσία του υπουργού Υγείας, Βασίλη Κικίλια, στην ημερίδα για το clawback και τη φαρμακευτική δαπάνη, την Πέμπτη (14/11/2019), με τους θεσμικούς εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας να επιμένουν σε όλους τους τόνους, ότι έχει έρθει πλέον η ώρα για να ικανοποιηθεί το πάγιο αίτημα της εξαίρεσης των εμβολίων, όπως συμβαίνει άλλωστε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.