Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν θεωρεί επιτυχημένη την πολιτική της λιτότητας που εφαρμόζεται σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, η κ. Μέρκελ αρνήθηκε ότι πρόκειται για πολιτική αποκλειστικά λιτότητας και σταθεροποίησης.

Υποστήριξε ότι, όπως και στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η δημοσιονομική σταθεροποίηση αποτελεί μόνο τη μία πλευρά, ενώ οι άλλες πλευρές αφορούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και ενίσχυση της δυνατότητας να βρουν εργασία οι νέοι.

«Μόνο εάν ανταποκρινόμαστε στις συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς, μόνο τότε μπορούμε κάτι να προσφέρουμε στην ανάπτυξη. Και γνωρίζουμε ότι με ένα χρέος που υπερβαίνει ας πούμε το 80 ή 90% του ΑΕΠ, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσεις την ανεξαρτησία σου», σημείωσε η καγκελάριος. Πρόσθεσε ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα και για την ίδια τη Γερμανία, γι’ αυτό και, «δεν είναι αυτοσκοπός το ότι αποφασίσαμε να μεταρρυθμίσουμε κατά βιώσιμο τρόπο τους προϋπολογισμούς μας, αλλά είναι κατά κάποιον τρόπο η ασφάλεια για τα παιδιά και τα εγγόνια μας, για να μπορούν να λαμβάνουν και εκείνοι πολιτικές αποφάσεις ανεξάρτητα».

Δήλωσε επίσης πως είναι πεπεισμένη ότι «αυτό το μίγμα μέτρων για ανάπτυξη, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και για σταθεροποίηση των προϋπολογισμών είναι σωστό και απαραίτητο και βεβαίως πρέπει να είναι -και είναι- προς αυτή την κατεύθυνση ώστε να οδηγήσει σε ανάπτυξη και από την ανάπτυξη σε περισσότερες θέσεις εργασίας».

Η Α. Μέρκελ επαίνεσε τον Ιρλανδό πρωθυπουργό για την πορεία της χώρας του και ανέφερε ότι την επόμενη εβδομάδα θα τιμηθεί με το βραβείο «Χρυσή Νίκη» από τον Σύνδεσμο Γερμανών Εκδοτών Περιοδικού Τύπου ως «Ευρωπαίος της χρονιάς». Επισήμανε ακόμη ότι η Ιρλανδία αποτελεί παράδειγμα που αποδεικνύει ότι η Ευρώπη μπορεί να εξέλθει από την κρίση ισχυρότερη.