Δεν βλέπει λόγο για αλλαγή του πλαισίου προϋποθέσεων που έχουν αποφασιστεί από το Eurogroup σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, δήλωσε το μεσημέρι της Τετάρτης η Άγκελα Μέρκελ, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με ενδεχόμενες ελαφρύνσεις στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, καθώς ο νέος πρωθυπουργός  ανήκει στην ίδια ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια με την ίδια.

«Οι υπουργοί Οικονομικών ήδη έχουν κάνει την ανακοίνωσή τους, ότι κατ΄αρχάς το πλαίσιο προϋποθέσεων παραμένει. Και βεβαίως δεν παίζει ρόλο σε ποιο κόμμα ανήκει ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, αλλά αυτά είναι προγράμματα, για τα οποία έχει γίνει εκτεταμένη διαπραγμάτευση. Τώρα βεβαίως θα δούμε τι θα κάνει ο Έλληνας πρωθυπουργός, τι αιτήματα θα θέσει, αλλά έχω μιλήσει μαζί του τηλεφωνικώς και μου υποσχέθηκε προ πάντων ότι θα υλοποιήσει γοργά μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, η οποία θα δημιουργήσει και οικονομική ανάπτυξη. Και αυτό θα το δούμε τώρα, αλλά οι υπουργοί Οικονομικών είπαν κατ’αρχάς ότι δεν βλέπουν λόγο για αλλαγή του πλαισίου των προϋποθέσεων. Με αυτό συμφωνώ κι εγώ», δήλωσε η Αγκ. Μέρκελ κατά την διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Πρωθυπουργό της Φινλανδίας, Άντι Ρίνε.

«Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη και την περαιτέρω ανάπτυξή της, εμείς στην Φινλανδία έχουμε συζητήσει πολύ γι’ αυτό το θέμα. Μια καλύτερη Ευρωζώνη μπορεί να επιτευχθεί με το να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις που λάβαμε. Αυτές τις οποίες ήδη λάβαμε. Και μετά ερχόμαστε σε αυτό το σημείο όπου μπορούμε να συνεχίσουμε τις συζητήσεις και στο πεδίο της Ευρωζώνης» είπε από τη μεριά του ο Α. Ρίνε, η χώρα του οποίου διατηρεί την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το τρέχον εξάμηνο.

«Ότι έχουμε προαναγγείλει»

Η αναφορά της Αγκέλα Μέρκελ, προκάλεσε την αντίδραση της κυβέρνησης, που σε σχετική διαρροή «κυβερνητικών πηγών» στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ανέφερε πως «δεν λέει τίποτα διαφορετικό» από όσα η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προαναγγείλει.

«Η κ. Μέρκελ δεν λέει τίποτα διαφορετικό από αυτό που έχει προαναγγείλει ότι θα πράξει η σημερινή κυβέρνηση το 2019. Υλοποιώντας ένα ευρύ σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν επιτέλους στην χώρα ισχυρή ανάπτυξη, θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη εταίρων και αγορών, και έτσι θα διεκδικήσει με αξιοπιστία τη μείωση των υπερβολικών πλεονασμάτων» αναφέρεται συγκεκριμένα.