Τις μέρες που ακολούθησαν την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας παρουσιάστηκαν διάφορα μικρά φαινόμενα στο δημόσιο διάλογο που έχουν το γούστο τους και, ομολογουμένως, δείχνουν ότι γύρω μας υπάρχει μια κάποια σύγχυση. Για παράδειγμα η εφημερίδα Αυγήστις 10 Ιουλίου βγήκε με εξώφυλλο με πηχιαίο τίτλο «Βόρεια Κορέα», για να σχολιάσει την (ομολογουμένως απαράδεκτη) απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του την ΕΥΠ, το ΑΠΕ-ΜΠΕ και την ΕΡΤ. Αντίστοιχα, η εφημερίδα Φιλελεύθερος στο εξώφυλλό της 12ης Ιουλίου, σχολιάζοντας την καταστροφή που έγινε στη Χαλκιδική από την κακοκαιρία, παρακινεί με στόμφο «Ξαναχτίστε το Κράτος».

Αντίστοιχα σε μεγάλο ιδιωτικό κανάλι έπαιζε ρεπορτάζ από νοσοκομείο όπου ασθενείς έσπευδαν να συγχαρούν το νέο υπουργό Υγείας και να ζητήσουν γρηγορότερη, ασφαλέστερη και πληρέστερη πρόσβαση στα δημόσια νοσοκομεία. Μήπως άραγε ποτέ δεν άκουσαν αυτοί οι άνθρωποι τις προεκλογικές δεσμεύσεις για ιδιωτικοποίηση σημαντικού τμήματος της δημόσιας Υγείας; Μήπως, τελικά, είμαστε όλοι παθητικοί καταναλωτές και εν δυνάμει αποβλακωμένα όντα με μονοδιάστατη σύλληψη της πραγματικότητας;

Παρόλο που ο πειρασμός είναι μεγάλος να ισχυριστεί κανείς ότι περιστοιχίζεται από ηλίθιους, κυρίως γιατί μια τέτοια παραδοχή τον αναγορεύει αυτόματα έξυπνο, στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να εξηγήσω ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το ποσοστό που βγήκε, στη συγκυρία που εκλέχθηκε, αποτελεί το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της λειτουργίας της μετα-δημοκρατίας στην Ελλάδα και κλείνει οριστικά τον ιστορικό κύκλο που άνοιξε η Μεταπολίτευση, η οποία εισήγαγε κάποια σημαντικά στοιχεία στην πολιτική σφαίρα, όπως είναι ο ισχυρός δικομματισμός κομμάτων με αρχές και λαϊκή βάση. Το επιχείρημά μου, σε λίγες λέξεις, εκφράζεται ως εξής: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-ΠΑΣΟΚ (για να είμαστε ακριβείς) ενέτεινε την κρίση στο πολιτικό επίπεδο την οποία είχε πυροδοτήσει ηεφαρμογή του Μνημονίου στην Ελλάδα. Παράλληλα, η προηγούμενη κυβέρνηση ανέδειξε ως επίλυση της κρίσης την εδραίωση ενός νέου δικομματισμούο οποίος υποχρεωτικά χρησιμοποιεί τη μετα-δημοκρατία. Κάτι αντίστοιχο βλέπουμε να συμβαίνει συνολικά στην Ε.Ε. με διάφορες παραλλαγές, άρα δεν θα ισχυριστώ εδώ ότι έχουμε με μια σοβαρή ελληνική ιδιομορφία, αλλά αναμετρόμαστε με την ελληνική εκδοχή της διεργασίας επίλυσης της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Τι είναι και τι θέλει από εμάς η μετα-δημοκρατία;

H  μετα-δημοκρατία είναι όρος που εισήχθη στις πολιτικές επιστήμες το 2004 από τον Colin Crouch, με το ομώνυμο βιβλίο του. Στην ουσία ο όρος περιγράφει τις δημοκρατίες του 21ου αιώνα σε μια αναλογία με τη μετα-βιομηχανική εποχή. Όπως ακριβώς η μετα-βιομηχανική εποχή δεν είναι μια μη-βιομηχανική εποχή αλλά ένας τρόπος οργάνωσης της οικονομίας και της εργασίας που συνεχίζει να βασίζεται στα βιομηχανικά προϊόντα, αλλά έχει μεταφέρει αλλού την ενέργεια και την καινοτόμο ιδέα.  η ενέργεια και η καινοτόμος κίνηση του συστήματος έχουν πάει αλλού. Το ίδιο ισχύει με έναν πιο σύνθετο τρόπο για τη μεταμοντέρα, μετα-δημοκρατική κοινωνία. Η μετα-δημοκρατία εείναι αυτή που εξακολουθεί να έχει και να χρησιμοποιεί όλα τα θεσμικά όργανα της δημοκρατίας, αλλά τα οποία ολοένα και περισσότερο γίνονται άδεια κελύφη, θεσμοί κενοί νοήματος αλλά διαφορετικού ισχυρού περιεχομένου για την εξουσία. Έτσι, η ισχύς και η καινοτομία που μπορεί να κυοφορούνται μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, απομακρύνονται από τη δημόσια σφαίρα και πλέον αναπαράγονται μόνο σε περιορισμένους κύκλους μιας πολιτικο-οικονομικής ελίτ.

Το σημαντικό στον πυρήνα αυτής της συζήτησης είναι η αποδοχή της έννοιας του μεταμοντέρνου ως εργαλείου ανάλυσης. Το μεταμοντέρνο, δεν πρέπει να συγχέεται με το αντι-μοντέρνο ή με το προ-μοντέρνο. Η σύγχρονη αντίληψη για το μεταμοντέρνο περιγράφει μια κουλτούρα που χρησιμοποιεί τα επιτεύγματα του μοντερνισμού αλλά απομακρύνεται από αυτά στην αναζήτηση νέων δυνατοτήτων. Το μεγάλο πρόβλημα της μεταμοντέρνας σύλληψης της πραγματικότητας είναι ο θραυσματικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται όλα τα στοιχεία που συνιστούν την πραγματικότητα. Βρίσκεται στον αντίποδα των μεγάλων αφηγήσεων της κλασικής μοντέρνας σκέψης και των μαρξιστικών αναλύσεων και εστιάζει στη «μικροφυσική της εξουσίας», για να θυμηθούμε και τον Φουκώ.

Μνημόνιο και μετα-δημοκρατία στην Ελλάδα

Ο ίδιος ο Crouchθεωρεί ότι η ελληνική περίπτωση, δηλαδή η σύλληψη και η εφαρμογή του Μνημονίου ως ενός ολοκληρωμένου εργαλείου διακυβέρνησης ενός κράτους υπό κρίση, είναι το πιο καθαρό και αμασκάρευτο παράδειγμα μετα-δημοκρατίας. Η σύλληψη του Μνημονίου έγινε από τις ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ, σε συνεργασία με μεγάλους διεθνείς φορείς (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) και εφαρμόστηκε μακριά από τη βούληση του ελληνικού λαού, εγκαινιάζοντας μια ειδική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, η οποία επικυρώθηκε πολλές φορές μέσα στην τρέχουσα δεκαετία. Για να καταλάβουμε το πώς συγκροτείται η μετα-δημοκρατία στην ελληνική περίπτωση, αρκεί να πούμε το εξής απλό παράδειγμα: η συγκέντρωση γραφειοκρατών και τεχνοκρατών που ονομάζεται Eurogroup, η οποία στο δημόσιο λόγο απέκτησε ισχύ εφάμιλλη των βασιλικών διαταγμάτων (ή και της γκιλοτίνας), το οποίο συχνά-πυκνά συνεδριάζει για «την περίπτωση της Ελλάδας», είναι ένα άτυποόργανο στους κόλπους του οποίου οι υπουργοί των κρατών μελών της ευρωζώνης συζητούν την οικονομική στρατηγική της Ε.Ε. αναφορικά με το κάθε κράτος μέλος. Το γεγονός ότι ένα άτυπο όργανο έχει τόση ισχύ ώστε να καθορίζει την κυβερνητική ατζέντα ενός κράτους, δείχνει το πόσο άδειο κέλυφος είναι η πολιτική σύγκλιση μέσα στην Ευρωζώνη.

Ένα ακόμα στοιχείο της μετα-δημοκρατίας είναι η σύνδεσή της με την αστική ανάπτυξη των σύγχρονων ευρωπαϊκών πόλεων. Όπως στο πολιτικό επίπεδο, η μετα-δημοκρατία ενισχύει τη φωνή των ελίτ μέσα από τη διασπορά της εξουσίας σε έναν γαλαξία άτυπων και τυπικών δρώντων, μακριά από τα επίσημα κρατικά όργανα, έτσι και στην πόλη -το κατεξοχήν πεδίο καπιταλιστικής ανάπτυξης της εποχής μας- η ανάπτυξη οργανώνεται μέσα από ένα σύστημα λόγων και πρακτικών που αφορά πολλούς διαφορετικούς φορείς (ιδιωτικό κεφάλαιο, εθελοντές, ΜΚΟ) οι οποίοι κινούνται μαζί αλλά και πέρα από τους επίσημους μηχανισμούς της κυβέρνησης μέσω των ΣΔΙΤ, με αποτέλεσμα μια διαρκή «ιδιωτικοποίηση» των κρατικών επιλογών, τον περιορισμό του δημόσιου χώρου. Στο ιδεολογικό επίπεδο, η μετα-δημοκρατία συμβαδίζει απόλυτα με το νέο επιχειρηματικό πνεύμα του κράτους που βασίζεται στην «αειφόρα» κερδοσκοπία μέσα από την επένδυση δημόσιων κεφαλαίων και πόρων. Όπως έχει πολύ ορθά επισημάνει ο DavidHarvey, έχουμε μια μετάβαση από τη διευθυντικότητα στην επιχειρηματικότητα μέσω της πόλης ή, όπως είπαν οι Loganκαι Molotch, η μετα-δημοκρατική πόλη γίνεται μια «αναπτυξιακή μηχανή». Για να συμβεί αυτό, η σύγχρονη μητρόπολη, εκμεταλλευόμενη τα αστικά κενά γίνεται ολόκληρη μια «Μπενγιαμινική στοά», ένας οριακός χώρος όπου εκτείνονται οι αντιθέσεις της μητρόπολης στα όριά τους, όπου το «ιδιωτικό» και το «δημόσιο» δεν είναι καθαρά διαχωρισμένα, όπου η έννοια του ανοιχτού και του κλειστού χώρου σχετικοποιούνται.

Στην ελληνική περίπτωση, η μετα-δημοκρατία επένδυσε πολύ στον αναπτυξιακό λόγο των «ξένων επενδύσεων» και στις ιδιωτικοποιήσεις ως δομικού στοιχείου ολοκλήρωσης της πορείας της Ελλάδας προς την «έξοδο από τα Μνημόνια» που τόσο διαφήμισε η προηγούμενη κυβέρνηση. Με απλά λόγια, οι ιδιωτικοποιήσεις και τα φαραωνικά έργα, όπως το Ελληνικό και οι ΧΥΤΑ, που έχουν μπει από την αρχή στην ημερήσια διάταξη προς ολοκλήρωση, δεν είναι έργα που γίνονται για τον οικονομικό τους χαρακτήρα. Όπως και το Μνημόνιο ως σύνολο μέτρων, έτσι και τα επιμέρους μέτρα και μεταρρυθμίσεις που προτείνονται δεν έχουν σκοπό κάποια ανάπτυξη ή «νοικοκύρεμα της οικονομίας» αλλά στην πράξη είναι ένα ιδεολογικό manualδιακυβέρνησης μιας χώρας σε κρίση.

Εκλογές κι αντιπροσώπευση

Το πρόβλημα με την ελληνική περίπτωση (και άλλες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά γι’ αυτές αξίζει εκτενής, ειδική αναφορά) είναι ότι οι εναλλαγές στην εξουσία της τελευταίας δεκαετίας, ενίσχυσαν τη μετα-δημοκρατία, αφαιρώντας ένα σημαντικό στοιχείο: την πολιτική με βάση τους οπαδούς του κόμματος και αντικατάσταση της από μια γενική «εθνική στρατηγική» η οποία ακουμπά και αναφέρεται σε ένα ιδεατό, μέσο ψηφοφόρο, τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» του ποιήματος.

Η αλλαγή αυτή στην έννοια και τη λογική της αντιπροσώπευσης είναι σημαντική. Παλαιότερα, κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, υπήρχε ένα σύστημα αντιπροσώπευσης μέσω των κομμάτων, το οποίο ξεκινούσε από την απεύθυνση που βασίζονταν σε συγκεκριμένους υποψήφιους, οι οποίοι με τη σειρά τους εκπροσωπούσαν πολιτικές σχέσεις με την εκάστοτε περιφέρεια εκλογής τους. Από τις αρχές του 21ου αιώνα και κυρίως μέσα στη δεκαετία της εφαρμογής των Μνημονίων, αυτός ο τρόπος άσκησης πολιτικής αντιπροσώπευσης άλλαξε δραματικά. Πλέον, νόημα έχει η γενική πολιτική επιρροή ενός κόμματος, η οποία χτίζεται με βάση τους λόγους (discourses) και παίρνει τη μορφή πολιτικών δηλώσεων και συμβολικών κινήσεων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πολιτικό κόμμα στην Ελλάδα που συνεισέφερε τα μέγιστα σε αυτή την πολιτική στροφή. Η επένδυση στην κυβερνητική εξουσία δεν έγινε επεκτείνοντας τη βάση των οπαδών-ψηφοφόρων του υπάρχοντος ΣΥΡΙΖΑ⸱ δηλαδή πείθοντας ή αυξάνοντας την πολιτική του αποτελεσματικότητα εκεί που παραδοσιακά στήνονταν οι πολιτικοί συσχετισμοί, στο συνδικαλισμό, στα πανεπιστήμια, στους δήμους και τις κοινότητες. Αντίθετα, επένδυσε σε έναν μεταμοντέρνο, συνθηματικό λόγο που σκοπό είχε να αναγορεύσει την ελπίδα (μια σημαντικά αφηρημένη έννοια) σε συνεκτικό στοιχείο του λόγου του που απευθυνόταν απέναντι στην κοινωνία, φιλοδοξώντας να χτίσει κοινωνική πλειοψηφία για να κερδίσει τις εκλογές, όπως και έγινε. Η συνέχεια είναι η διάψευση αυτού του λόγου και μια διαρκής και ευμετάβλητη κατάσταση λόγων που τους αφορά όλους, καθώς κανείς δεν μπορεί να μιλήσει ειλικρινά.

Ένα σημαντικό στοιχείο, επίσης, που διαμόρφωσε η κρίση στην Ελλάδα είναι η προσπάθεια μεταβολής του εκλογικού συστήματος ώστε να ευνοεί τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Πράγματι, μετά το ΠΑΣΟΚ του 2009, οι κυβερνήσεις που προέκυψαν -ακόμα και η βραχύχρονη κυβέρνηση Παπαδήμου που ήταν τεχνοκρατικά στημένη- ήταν στο πνεύμα της λεγόμενης συνεργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛΛ επίσης επέλεξε να εφαρμόσει αυτή τη λογική των συνεργασιών με τον πιο αντιφατικό τρόπο. Εξ ου και η προσπάθεια για ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα προέκυψε μεν, με προβλήματα δε. Η κατάληψη της εξουσίας και η παραμονή σε αυτή ανέδειξαν μια ακόμα αντίφαση της πολιτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ: την ανάγκη οικοδόμησης ενός «παραδοσιακού» μη-αναλογικού πολιτικού συστήματος που θα ευνοεί το δικομματισμό. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ εργάστηκε σκληρά για να επενδύσει ιδεολογικά στην αναβίωση της κουλτούρας του δικομματισμού η οποία είχε πληγεί από την εφαρμογή των Μνημονίων. Το αποτέλεσμα είναι η διαρκής προσπάθεια να αναδειχθεί το κυβερνών κόμμα ως το μοναδικό που αξίζει να έχει την πλειοψηφία των ψήφων του ελληνικού λαού.

Ένα τελευταίο στοιχείο που αφορά την αντιπροσώπευση, έχει να κάνει με τον τρόπο που αναπτύσσονται οι πολιτικοί, προεκλογικοί λόγοι. Το βασικό φαινόμενο στις σύγχρονες προεκλογικές περιόδους -τόσο μεγάλο που είναι ορατό από τη Σελήνη- είναι πόσο τεράστια και αυξανόμενη είναι η απόσταση μεταξύ της ρητορικής που αναπτύσσεται και των δηλώσεων των πολιτικών και των ειδικών της επικοινωνίας από τη μία πλευρά μετα βαθύτερα, τεράστια και σε μεγάλο βαθμό άγνωστα προβλήματα που πλήττουν τον λαό, από την άλλη. Τα αποτελέσματα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η πλήρης καθυπόταξη της οικονομίας στους μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους, αλλά και η διάλυση της όποιας κοινωνικής κινητικότητας, η δομή των μικροαστικών τάξεων και της εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες, η φτώχεια και η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους⸱ όλα θεωρούνται ως επί το πλείστο μια παγιωμένη κατάσταση. Την ίδια στιγμή οι προεκλογικοί λόγοι (που για τα κόμματα εξουσίας κοστίζουν χιλιάδες ευρώ) είναι κυρίως χειραγωγικοί και διασπείρουν αμφίβολα μηνύματα από κάθε δυνατό κανάλι επικοινωνίας: τηλεοράσεις, ίντερνετ, ΜΜΕ, όλοι δουλεύουν για να εξυπηρετήσουν κυρίως την προσβολή της νοημοσύνης των πολιτών.

Τελικά ποιος ήθελε να βγει ο Μητσοτάκης;

Τη δεκαετία του 1960, ο πολιτικός επιστήμονας Έλμερ Έρικ Σκατσκνάϊντερ έγραφε στο έργο του «The Semi-Sovereign People: A Realist’s View of Democracy in America» ότι ο σύγχρονος Αμερικάνος δεν βλέπει τη Δημοκρατία πριν την ορίσει, αλλά την ορίζει πρώτα και μετά μπερδεύτεται από αυτό που αντικρύζει. Έτσι, είτε πιέζοντας τους πολίτες να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν από τη μία αλλά και μην αναγνωρίζοντας τι μπορεί και τι έχει νόημα να κάνουν οι πολίτες για τη Δημοκρατία από την άλλη, παράγουμε πολύ κυνισμό σχετικά με αυτήν. Η μετα-δημοκρατική συνθήκη άσκησης πολιτικής είναι παρούσα και σε πλήρη ανάπτυξη, με αυτή την έννοια δεν έχει και πολλή σημασία να εργάζεται κανείς έχοντας κατά νου ότι ισχύει η συνθήκη της Μεταπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε για πάντα τον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα και άνοιξε οριστικά τον ιστορικό μετα-δημοκρατικό κύκλο. Συνεπώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη του 40% είναι η πρώτη, πλήρως μετα-δημοκρατική κυβέρνηση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ποιος ήθελε λοιπόν να τον εκλέξει και γιατί; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσω αποδεχόμενος την πρόκληση που έβαλε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, με το ερώτημα αν οι πολίτες δεν αναγνώρισαν τα θετικά μέτρα ανακούφισης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και παραγνώρισαν το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.

Στην πράξη η μετα-δημοκρατία αν και ξεδιπλώνεται τώρα, αφορά τη μακρόχρονη οικονομική περίοδο της κρίσης και της εφαρμογής του Μνημονίου ως στρατηγικής. Οι Achenκαι Bartels (2016) στην έρευνά τους φέρνουν ένα πολύ σπουδαίο παράδειγμα που ταιριάζει στην ελληνική περίπτωση αναλογικά. Ο Τζίμυ Κάρτερ έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ το 1977 για να χάσει από τον σκληρό νεοφιλελεύθερο Ρόναλντ Ρήγκαν το 1981. Στην εποχή της προεδρίας του κλήθηκε να διαχειριστεί την πιο σημαντική ως τότε ενεργειακή κρίση των ΗΠΑ. Παρόλη την πολιτική που ακολούθησε η οποία είχε και σημαντικά ανταποδοτικά μέτρα ένα χρόνο πριν τις εκλογές, εντούτοις δεν απέτρεψε αυτό τη νίκη του Ρήγκαν.Οι πολίτες των ΗΠΑ τιμώρησαν τον Τζίμυ Κάρτερ το 1981 για τα άσχημα οικονομικά αποτελέσματα του 1977. Αντίστοιχα το 1984, ενώ η οικονομία ήταν σαφώς σε ύφεση, καθώς απέτυχε το πρόγραμμα του Ρήγκαν, ο ίδιος επανεκλέχθηκε. Οι πολίτες εκτίμησαν θετικά την μικρή οικονομική ανάκαμψη του 1981.

Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω, οι πολίτες το 2019 τιμώρησαν τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Με τη σχετική αυτή καθυστέρηση, ο κόσμος συνεχίζει να πιστεύει ότι «η Αριστερά ψήφισε Μνημόνιο» ακόμα κι αν σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στην Αριστερά, αλλά είναι συστατικό κόμμα για τον μετασχηματισμό μιας «μεγάλης, προοδευτικής, δημοκρατικής παράταξης» (σύμφωνα με τις δηλώσεις που έκανε ο ίδιος το βράδυ των εκλογών της 7ης Ιουλίου).

Τι μένει λοιπόν από τις τελευταίες εκλογές; Σίγουρα μια αυταρχική κυβέρνηση αλλά και μια σημαντική αλλαγή στην έννοια της αντιπροσώπευσης. Αυτό που επικυρώθηκε την 7η Ιουλίου δεν είναι ότι ο λαός θέλει τη Δεξιά. Θεωρώ ότι επικυρώθηκε μια πλήρης ατομοκεντρική αντίληψη της κίνησης της ιστορίας, όπου στη μετα-δημοκρατική συνθήκη κάθε λόγος (discourse) είναι τόσο θραυσματικός και μερικός που καταλήγει να απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο προσωπικά, με μεγάλη ταχύτητα και διεισδυτικότητα. Στις τελευταίες κάλπες όλοι οι πολίτες προσήλθαν ως άτομα, καθημαγμένα από την κρίση, να ψηφίσουν με τον τρόπο που επαινούν ή αποδοκιμάζουν μια ανάρτηση ή μια είδηση στα socialmedia. Αυτό αυξάνει τον ατομισμό και τη λογική «εγώ ελπίζω να τη βολέψω» σε μια οικονομία που μοιάζει με κινούμενη άμμο και που δεν προβλέπεται να αλλάξει προς το καλύτερο.

Σε αυτό το τοπίο σύγκρουσης όπου θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια το homohominislupus («o άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος είναι»)του Τόμας Χομπς, χαμένοι είναι μόνο εκείνοι που προσπάθησαν να μιλήσουν με όρους αστικής δημοκρατίας του 20ου αιώνα. Η εξαϋλωση της Αριστεράς (κάτι που αποτελεί θέμα για άρθρο από μόνο του) είναι σύμπτωμα μιας κίνησης σε ένα νέο πεδίο το οποίο είναι, δυστυχώς, ακόμη αχαρτογράφητο. Οι πολιτικές δυνάμεις που δεν μπόρεσαν να διαβάσουν τη μεταμοντέρνα συνθήκη καταδικάστηκαν στο περιθώριο. Η μετα-δημοκρατία θέλει επαναφορά της έννοιας του συλλογικού για να αναχαιτιστεί και η επίκληση σε ένα φαντασιακό συλλογικό Είναι που δήθεν υπάρχει αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί γιατί κάποια σκοτεινά κέντρα το επιβουλεύονται, είναι μια αντίληψη που δεν περπατάει. Στην ουσία έχουμε μια νέα πραγματικότητα όπου τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα καθίστανται ρευστά και οι θεσμοί ολοένα και περισσότερο θα είναι άδεια κελύφη όπου η Εξουσία θα εναποθέτει το εκάστοτε περιεχόμενο που τη βολεύει. Η ξηρασία του μέλλοντος του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού είναι ήδη παρούσα.