Ψάχνω μέσα μου επιχειρήματα και κίνητρα να υπερασπιστώ τον υφιστάμενο κοινοβουλευτισμό. Παρατηρώ τους βουλευτές να παρελαύνουν από το βήμα σαν θεατρίνοι μιας ηθοποιίας παρωχημένης. Τα λόγια τους αποσυντίθενται σε φαντάσματα ρητορικών σχημάτων που δεν λειτουργούν πια.
 
Ίσως και να ’ταν πάντα έτσι, αλλά η ύποπτη ευμάρεια και οι ισορροπίες της να μην άφηναν να φανεί η χασμωδία. Κι έπειτα ήρθε η κρίση και ξεγύμνωσε το σκηνικό. Δεν θέλω να γυρίσω πίσω στην ψευδαίσθηση της ισοπολιτείας.
 
Δεν είναι στ’ αλήθεια οι θεσμοί που χρεοκόπησαν, απλώς οι πίσω τους μηχανισμοί έχουν καταρρεύσει, οι κοινωνικές συμφωνίες έχουν αθετηθεί, οι συγκολλητικές ουσίες εξατμίστηκαν – το σύστημα δεν λειτουργεί πια. Ευτυχώς, λέω, αν και το τρέχον τίμημα είναι βαρύ.
 
Λένε πως η δημοκρατία είναι ατελές πολίτευμα, αλλά πως από την άλλη είναι ό,τι καλύτερο διαθέτουμε. Μόνο που το ευρύτερο πλαίσιο τείνει στα όριά του. Η παγκόσμια δικτατορία των αγορών. Ανεξέλεγκτες υπερεθνικές εξουσίες και γραφειοκρατίες. Η υπερθέρμανση του πλανήτη. Η αδυσώπητη πίεση των ιδιωτικών συμφερόντων. Το εγχώριο σύστημα εξουσίας. Η κρατική βία. Κάμερες παντού. Αυτά είναι τα όρια και οι Συμπληγάδες.
 
Μας μένει βέβαια η ελευθερία του λόγου. Και του συναθροίζεσθαι. Μας μένει η ανάμνηση της συλλογικότητας, τότε που -θεωρητικά τουλάχιστον- το παιχνίδι δεν ήταν όλοι εναντίον όλων. Μας μένει ακόμα η νοσταλγία της αλληλεγγύης, μιας αλληλεγγύης που ίσως ποτέ να μην υπήρξε πραγματικά. Εγώ λέω πως υπήρξε, μονάχα που ήταν φευγαλέα.
 
Ξέρω, παραληρώ. Άναρθρους φθόγγους εκφωνώ κι εγώ, θέλοντας να υπερκεράσω τη λεξιλαγνεία που εκπορεύεται από τον κανονισμό της Βουλής.
 
Το πάρτυ στήθηκε προς τιμήν όλων των στρεβλώσεων που ανεχθήκαμε, των φαντασιώσεων που ενστερνιστήκαμε, των ψευδεπίγραφων εθνικών στόχων. Το πάρτυ αυτό κάπου εδώ τελειώνει.
 
Το θέμα είναι αν είμαστε έτοιμοι να αντικαταστήσουμε το πάρτυ της ταξικής αναλγησίας με μια μεγάλη γιορτή. Να επανεφεύρουμε τη δημοκρατία σ’ ένα επίπεδο όπου ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε αναχθεί.
 
Ο λογιστάκος μέσα μου ρωτάει: Τα έχεις κοστολογήσει όλ’ αυτά; Και πού τέλος πάντων θα βρεις τα λεφτά για να τα χρηματοδοτήσεις;
 
Ο πολιτικάντης μέσα μου ενίσταται: Μήπως να πάρουμε πρώτα τις εκλογές, και μετά βλέπουμε;
 
Φεύγω. Είμαστε πολλοί. Ελάτε να οργανωθούμε.