του Θάνου Καμήλαλη

Πρόκειται για νέους και νέες που στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, ή ζουν εδώ από πολύ μικρή ηλικία και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις με κάθε πολίτη που διαθέτει ελληνική υπηκοότητα. Ο αριθμός τους εκτιμάται περίπου στα 200.000 άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν ενηλικιωθεί και αντιμετωπίζουν μια σειρά από δυσκολίες, στερούμενα αυτονόητα δικαιώματα. Συχνά αποκαλούνται «μετανάστες δεύτερης γενιάς», όρος όχι ακριβής, καθώς πολλοί έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Η χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας και η ισότιμη αναγνώριση τους ως έλληνες πολίτες απασχόλησε τις τελευταίες κυβερνήσεις, που πραγματοποίησαν βήματα προς τα εμπρός ή προς τα πίσω στο ζήτημα.


Ένα βήμα εμπρός, δύο πίσω στη Βουλή

Το 2010 η κυβέρνηση Παπανδρέου εγκρίνει τον ν.3838/2010 ή «νόμο Ραγκούση» όπως ονομάστηκε, που προσφέρει την ελληνική ιθαγένεια σε παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί ή ζουν από μικρά στην Ελλάδα, με βασική προϋπόθεση να έχουν συμπληρώσει οι γονείς τους πέντε χρόνια νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα. Στην εφαρμογή του νόμου σημειώθηκαν και τότε μεγάλες γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, ενώ παράλληλα ο νόμος πολεμήθηκε έντονα από τη Δεξιά και την Ακροδεξιά. Το 2013 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου Ραγκούση, ακυρώνοντας τον. Υπολογίζεται ότι μέχρι τότε μόνο 10.000 από τους 27.000 νέους και νέες που είχαν κάνει αίτηση πρόλαβε να πάρει την ιθαγένεια. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου επεξεργαζόταν ένα νέο νόμο στα τέλη του 2014, όμως ανεξάρτητα από το αν είχε πραγματικά την πρόθεση να τον προωθήσει, οι εκλογές του 2015 έβαλαν «φρένο» στα σχέδια της.

Εν μέσω της μεγάλης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, ο νέος νόμος ήταν η πρώτη υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ στα κοινωνικά ζητήματα που έγινε (θεωρητικά) πράξη, τον Ιούλιο του 2015. Ο νόμος έθετε διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση με το νόμο Ραγκούση, όπως την φοίτηση για συγκεκριμένο αριθμό ετών σε ελληνικό σχολείο, που εκτιμήθηκε ότι είναι σύμφωνες με την απόφαση του ΣτΕ και πέρασε από τη Βουλή χωρίς την στήριξη των ΑΝΕΛ (με εξαίρεση τον Κ.Ζουράρι), αλλά με την υπερψήφιση του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού. Το ΚΚΕ ψήφισε «παρών» ενώ μαζί με τους ΑΝΕΛ καταψήφισαν η ΝΔ και η Χρυσή Αυγή (με απειλές για νέα προσφυγή στο ΣτΕ).

Μολονότι ο νέος νόμος θέτει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, πιο αυστηρά κριτήρια από το νόμο Ραγκούση και δεν έδινε οριστική λύση στο πρόβλημα, καθώς από τα περίπου 200.000 παιδιά μεταναστών μόνο ένα ποσοστό κάτω του 50% μπορεί να διεκδικήσει την ιθαγένεια, αντιμετωπίστηκε ως βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση από τις οργανώσεις μεταναστών, καθώς κάλυπτε το κενό στη νομοθεσία μετά την απόφαση του ΣτΕ και θεωρητικά έδινε λύση για δεκάδες χιλιάδες παιδιά.


Υποσχέσεις για εφαρμογή από τις αρχές του 2017


Μέχρι σήμερα, δεν έχει εγκριθεί καμία νέα αίτηση χορήγησης ιθαγένειας, υπό το νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή το 2015
. Πάνω από έναν χρόνο μετά όμως, μεγάλα προβλήματα παραμένουν. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη ενημέρωση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, τον περασμένο Ιούλιο είχαν «27.720 αιτήσεις για απονομή ιθαγένειας στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της χώρας και από αυτές έχουν εγκριθεί οι 6.029. Οι υπόλοιπες βρίσκονται σε στάδιο επεξεργασίας». Όπως όμως σημειώνουν οργανώσεις που ασχολούνται με το ζήτημα, όπως το Generation 2.0 και το Φόρουμ Μεταναστών και Προσφύγων, αυτή είναι η μισή αλήθεια, καθώς οι αιτήσεις που εγκρίθηκαν είχαν κατατεθεί με τον «νόμο Ραγκούση» το 2010. Υποστηρίζουν επίσης ότι μέχρι σήμερα, δεν έχει εγκριθεί καμία νέα αίτηση χορήγησης ιθαγένειας, υπό το νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή το 2015, ενώ προσθέτουν ότι το χρονικό διάστημα από την υποβολή αίτησης στη χορήγηση της ιθαγένειας θα φτάνει τουλάχιστον στα 2 χρόνια, ενώ ο νόμος του 2015 προέβλεπε χρονικό διάστημα 6 μηνών για τους ανήλικους και ενός έτους για τους ενήλικες. Για παράδειγμα, ένα μόνο από τα χαρτιά που χρειάζονται, μία απλή βεβαίωση παρακολούθησης είτε εννέα τάξεων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είτε έξι τάξεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που εκδίδεται από την αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, απαιτεί τουλάχιστον 5 μήνες για να χορηγηθεί.

«Η καθυστέρηση της χορήγησης ιθαγένειας στα παιδιά μεταναστών είναι η κορύφωση της προβληματικής πολιτικής του κράτους στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα», λέει στο TPP ο κ.Ανδρέας Τάκης, καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ και Βοηθος συνηγορος του Πολιτη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου την περίοδο 2003-2009. «Παρατηρούνται σημαντικές ολιγωρίες στην επεξεργασία των αιτήσεων και βλέπουμε το οξύμωρο, η ίδια κυβέρνηση που ψήφισε τον νόμο να μην μπορεί να τον εφαρμόσει στην πράξη» προσθέτει.

Στην Έκθεση του για το 2015 ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε ότι τα προβλήματα «εστιάζονται στις δυσκολίες συγκέντρωσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών που αφορούν τη φοίτηση σε ελληνικά σχολεία, στην αδυναμία του μηχανογραφικού συστή- ματος του Υπουργείου Εσωτερικών να υποδεχθεί τα νέα είδη 82 αιτημάτων, καθώς και στην έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης και εξυπηρέτησης από τις υπηρεσίες που ήταν αρμόδιες για την παραλαβή αιτημάτων κτήσης ιθαγένειας». Μιλώντας στο TPP, στέλεχος του Συνηγόρου του Πολίτη  επιβεβαιώνει τις καθυστερήσεις μέχρι σήμερα, τονίζοντας ότι «η εικόνα που έχουμε από τις μεγάλες Περιφέρειες είναι ότι οι αιτήσεις βρίσκονται ακόμα σε επεξεργασία και ο νέος νόμος τώρα θα αρχίσει να εφαρμόζεται».

Τα παιδιά μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, μολονότι αναλαμβάνουν όλες τις υποχρεώσεις του έλληνα πολίτη, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μια σειρά από μεγάλες δυσκολίες, κυρίως στα πολιτικά δικαιώματα και την αγορά εργασίας«Η ενημέρωση που έχουμε είναι ότι οι νέες αιτήσεις θα αρχίσουν να επεξεργάζονται από τις αρχές του 2017» τονίζουν στο TPP μέλη του Generation 2.0, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που ασχολείται ενεργά με το ζήτημα. «Όσες αιτήσεις εγκρίνονται αφορούν το νόμο του 2010, ενώ υπάρχει και μία ανισομερής πρόοδος στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Καποιες εξυπηρετούν πιο γρήγορα, άλλες όχι» προσθέτουν.


Έλληνες με υποχρεώσεις αλλά χωρίς δικαιώματα

Όσο η έγκριση των αιτήσεων καθυστερεί στη γραφειοκρατία, τα παιδιά μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, μολονότι αναλαμβάνουν όλες τις υποχρεώσεις του έλληνα πολίτη, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μια σειρά από μεγάλες δυσκολίες, κυρίως στα πολιτικά δικαιώματα και την αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα:

  • Δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Μία απαγόρευση που φέρνει το ζήτημα στη δημοσιότητα πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση, ωστόσο, μετακεκλογικά, ξεχνιέται.
  • Έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Δεν μπορούν να ασκήσουν μια σειρά από επαγγέλματα, όπως εκπαιδευτικός, δικηγόρος, γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο και γενικότερα όποιο επάγγελμα θέτει ως προϋπόθεση την ελληνική ιθαγένεια. «Αυτά τα παιδιά είναι μέρος του παραγωγικού μας ιστού, αλλά δεν μπορούν να ενταχθούν κανονικά στη αγορά εργασίας» επισημαίνει ο κ.Τάκης.
  • Δεν μπορούν να εργαστούν ελεύθερα στις χώρες της Ε.Ε., καθώς θεωρούνται πολίτες τρίτης χώρας, ενώ για σπουδές στην υπόλοιπη Ευρώπη απαιτούνται επιπλέον δικαιολογητικά και πολλές φορές, έξοδα.
  • Χρειάζονται άδεια παραμονής για να συνεχίσουν να μένουν στη χώρα, κάτι που εκτός της επίσης μεγάλης γραφειοκρατίας, απαιτεί και επιπλέον έξοδα γι αυτά και τις οικογένειες τους, αφού για τα σχετικά παράβολα πρέπει να καταβάλλουν εκατοντάδες ευρώ.

Ουσιαστικά τα παιδιά αυτά συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με αυτά των γονιών τους, που πολλοί από αυτούς μένουν ακόμα και 30 χρόνια στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν καταφέρει να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα. Παρά το γεγονός ότι έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία εκ γεννετής ή από μικρή ηλικία, στα χαρτιά θεωρούνται «αλλοδαποί», «πολίτες τρίτης χώρας» ή ακόμα και «ανιθαγενείς». Παρμένουν εγκλωβισμένα σε ένα προσωρινό, μετέωρο καθεστώς, με άδειες παραμονής συγκεκριμένης διάρκειας που ακόμα κι αυτές απαιτούν, εκτός των εξόδων, επίσης μεγάη χρονική διάρκεια χορήγησης. «Η ένταξη αυτών των παιδιών στην ελληνική κοινωνία, στην πράξη ειναι κάτι δεδομένο εδώ και χρόνια. Λείπει μόνο η τυπική τους έγκριση» δηλώνει ο κ.Τάκης.

Η ελληνική Πολιτεία έρχεται σταδιακά αντιμέτωπη με το ζήτημα της ένταξης των παιδιών των προσφύγων στην κοινωνία. Στο μεταξύ όμως, μία προηγούμενη γενιά θέλει να σταματήσει να είναι «αόρατη» για τις αρχές και διεκδικεί ακόμη και σήμερα το αυτονόητο, το δικαίωμα να θεωρούνται χιλιάδες νέοι και νέες ισότιμα μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Να αναγνωριστούν ως Έλληνες πολίτες και να προσφέρουν στη χώρα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.