του Θέμη Τζήμα

Να τονίσουμε βεβαίως ότι τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό δεν έχει καταστεί σαφές αν υπήρξαν θύματα μεταξύ των δυνάμεων των ΗΠΑ και αν ναι, πόσα. Η αποσαφήνιση αυτής της πληροφορίας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την απάντηση των ΗΠΑ και θα διαμορφώσει  τις περαιτέρω εξελίξεις.

Πέραν αυτού όμως έχουμε ήδη μια πρώτη ιστορική εξέλιξη: ένα κράτος –και μάλιστα υπό εξοντωτικές και μακροχρόνιες κυρώσεις– τόλμησε και πέτυχε να επιτεθεί άμεσα και κατόπιν προαναγγελίας ,στο στρατό των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται για κάποια μη συμβατική επίθεση, ούτε για επίθεση που διενεργήθηκε μέσω φιλικών δρώντων αλλά για παραδοσιακή εμπλοκή. Η τόλμη και η επιτυχία του Ιράν απέναντι στις ΗΠΑ συνιστά πλήγμα για το γόητρο των τελευταίων και επιβεβαιώνει ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή, κατά την οποία πανίσχυροι πλανητικά στρατοί μπορούν να ματώσουν από αποφασισμένες και ικανές να συγκεντρώνουν συμβατική και μη, ισχύ, υποδεέστερες δυνάμεις. Υπό αυτήν την έννοια το Ιράν πέτυχε έναν πρώτο στόχο.

Δεύτερον, έχει σημασία ότι 22 πύραυλοι που εκτοξεύθηκαν, προσγειώθηκαν στους στόχους τους, όπως μας πληροφόρησε το Ιρακινό υπουργείο άμυνας. Δεν είναι γνωστό αν υπήρχαν συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας ικανά να καλύψουν τις εν λόγω βάσεις, αν όμως υπήρχαν όπως θα περίμενε κανείς, εγείρεται ζήτημα αποτελεσματικότητάς τους.

Τρίτον, από τις προηγούμενες ακόμα μέρες η κυβέρνηση του Ιράν, με εκφραστή τον υπουργό εξωτερικών – ο οποίος αναδεικνύεται σε σημείο αναφοράς νηφαλιότητας διεθνώς– έστελνε το μήνυμα ότι επιδιώκει αποκλιμάκωση και ότι θα δράσει με αυτοσυγκράτηση. Χωρίς να είναι σαφές ποιες είναι οι δυνατότητες των πυραυλικών συστημάτων του Ιράν, το τελευταίο δείχνει να επέλεξε ένα χτύπημα ικανό να στείλει μήνυμα αποφασιστικότητας αλλά όχι ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης. Μεταφέρει έτσι το βάρος της απόφασης σε μια καταφανώς δυσλειτουργική διοίκηση στην Ουάσινγκτον.

Τέταρτον, η παραπάνω συνθήκη, δηλαδή το γεγονός ότι ο Τραμπ πρέπει να πάρει μια απόφαση, είναι και η πλέον κρίσιμη. Είναι προφανές ότι μέσα στο Λευκό Οίκο συγκρούονται αντίθετες προσεγγίσεις, ότι οι αποφάσεις υπακούν εν πολλοίς σε εκλογικούς υπολογισμούς αλλά και ότι ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ τείνει να αυτοπαγιδεύεται όταν η τακτική της «μέγιστης πίεσης» ή κοινώς του νταή δεν αποδίδει.

Μένει επίσης να μάθουμε αν και μέχρι ποιου σημείου τα νεοσυντηρητικά γεράκια έχουν πάρει το πάνω χέρι μέσα στο Λευκό Οίκο. Αν δηλαδή η δολοφονία Σολεϊμάνι ήταν ένας κακός υπολογισμός από πλευράς ΗΠΑ ή αν είναι ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα πολιτικών που θα επιδιώξουν «αλλαγή καθεστώτος» στην Τεχεράνη. Δεν είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο αυτήν τη στιγμή αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Επιπλέον και ενώ το Ιράν δε δείχνει να οδεύει σε νέα κλιμάκωση, υπάρχει πάντα ο παράγοντας χρόνος: αν δε βρεθεί άμεσα, ένα επαρκής δίαυλος σχετικώς έστω ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των δύο κρατών και ένας διαμεσολαβητής ικανός να αποκλιμακώνει τις εντάσεις, οι πιθανότητες είναι να ανοίξει νέος γύρος αντιπαραθέσεων σύντομα.

Εν κατακλείδι το ερώτημα είναι: θα κατανοήσει ο πρόεδρος Τραμπ ότι πρέπει να κάνει πίσω, ακόμα και τσαλακώνοντας τον εγωισμό του ή θα διακινδυνεύσει το χειρότερο και μεγαλύτερο πόλεμο των τελευταίων δεκαετιών;