Ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ, Eric Holder κατά την ανακοίνωση της μήνυσης κατά του οίκου και της μητρικής του McGraw-Hill, ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Ισχυριζόμαστε πως, μέσω εσκεμμένως υψηλών αξιολογήσεων για τα CDOs – οι οποίες παρουσίασαν λανθασμένα την αξιοπιστία τους και υποβάθμισαν τους κινδύνους τους – η S&P παραπλάνησε τους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων πολλών ασφαλισμένων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκαλώντας τους ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Επιπλέον, ισχυριζόμαστε πως η S&P ψευδώς υποστήριξε ότι οι αξιολογήσεις της ήταν ανεξάρτητες, αντικειμενικές και ανεπηρέαστες από τη σχέση της εταιρείας με τους εκδότες που προσέλαβαν την S&P για να αξιολογήσει τα υπό εξέταση χρεόγραφα – όταν στην πραγματικότητα ήταν επηρεασμένες από σύγκρουση συμφερόντων και η S&P οδηγήθηκε από την επιθυμία της να αυξήσει τα κέρδη της και το μερίδιο αγοράς για να ευνοήσει τα συμφέροντας των εκδοτών εις βάρος των επενδυτών». 

rΗ κατάρρευση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων αποτέλεσε την σπίθα που πυροδότησε την οικονομική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ, με την πτώχευση του κολοσσού της Lehman Brothers και την απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα για την κρατικοποίηση των δύο μεγαλύτερων εταιρειών στεγαστικών δανείων, Fannie Mae και Freddie Mac.

Η είδηση της κατάθεσης της αγωγής σε βάρος του οίκου αξιολογήσεων S&P προκάλεσε αναταράξεις στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ενώ η μετοχή της μητρικής εταιρείας του οίκου McGraw-Hill Companies Inc. έχανε περίπου το 5% της αξίας της.

Οι δικηγόροι του οίκου S&P υποστήριξαν από την πλευρά τους ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολο για το αμερικανικό δημόσιο να αποδείξει ότι εσκεμμένα ο οίκος «μαγείρεψε» τις αξιολογήσεις του και τόνισαν ότι «δεν υπάρχει απάτη».