του Γιάννη Μακριδάκη

Τότε είχαμε σαλπάρει για Ιθάκη βέβαια. Αυτόν τουλάχιστον τον στόχο είχε θέσει ο καπετάνιος Παπανδρέου, σαν κάλεσε τα ρυμουλκά και τους πιλότους προς βοήθεια του σκάφους μας, αλλά μετά από έξι και βάλε χρόνια ταξιδιού, τέσσερις καπετάνιους, πεντέξι αλλαγές στη γέφυρα, τρία μνημόνια ρυμούλκησης και μια απόπειρα στάσης των στοιβαγμένων μες στο αμπάρι, που καταπνίγηκε στο άψε σβήσε ύπουλα από το πλήρωμα και τους “μένουμε άλφα θέση”, βρισκόμαστε να πλέουμε ακυβέρνητοι, όλο και πιο δεξιά σαν με σπασμένο μπούσουλα, εντός των χωρικών υδάτων της Δωδεκανήσου ακόμα και να ακούμε τον καπετάνιο Τσίπρα να αποκαλεί ανόητους τους πιλότους.

Ενδιάμεσα φυσικά, μέχρι να φτάσουμε εδώ, διάφοροι καλοθελητές μας φοβερίζανε συχνά ότι ταξιδεύουμε σε αχαρτογράφητα νερά και ύστερα από λίγο ακούγαμε απ' τα μεγάφωνα του πλοίου τη φωνή του κάθε καπετάνιου να μας καθησυχάζει, να μας διαβεβαιώνει ότι βρήκε καλούς χάρτες και ότι χάραξε επακριβώς τη ρότα μας μέσα από διαδρομή ασφαλή, χωρίς Σκύλα και Χάρυβδη, Κύκλωπες και Σειρήνες. Μας είπε κάμποσες φορές και για τον τελευταίο κάβο, που βρίσκεται μπροστά μας και πως αν αγαντάρουμε λιγάκι ακόμα και τον περάσουμε κι αυτόν, θα φτάσουμε στο υπήνεμο και ποθητό λιμάνι. Δεν ήταν όμως η Ιθάκη, όπως τελικά είδαμε, ούτε η Σύρος έστω, για να πει κανείς πως κάναμε μια σεβαστήν απόσταση, αλλά μονάχα η Νίσυρος.

Δεν είναι φυσικά μικρή η απόσταση από το Καστελόριζο ως τη Νίσυρο για ένα σκαρί ερείπιο, όπως το κατάντησε η απρονοησία μας για χρόνια, με καπετάνιους και αξιωματικούς της συμφοράς, που κοιτάζουνε μόνο πώς θα κάτσουνε στη γέφυρα και πως θα διασωθούν οι ίδιοι από ενδεχόμενο ναυάγιο, αλλά ο τελικός μας προορισμός είναι ακόμα μακριά πολύ. Με μια ματιά στον χάρτη βλέπουμε ότι έχουμε καλύψει λιγότερο από το ένα πέμπτο της απόστασης και μάλλον πίσω πήγαμε αντί μπροστά, σε σχέση με τα κουράγια που ξοδέψαμε ως τώρα. Με έναν δε αναλογικό υπολογισμό μπορεί να καταλάβει και ο πιο αδαής απ' όλους, ότι θέλουμε ακόμη περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια πλεύσης για να πιάσουμε Ιθάκη. Αν βάλουμε και τις αναποδιές του ταξιδιού, που σίγουρα θα τύχουν, πάμε κοντά στο 2060, τότε δηλαδή που μας κανονίσανε πρόσφατα οι εταίροι δανειστές κάτι τις για το χρέος μας.

Αν μη τι άλλο δηλαδή, είναι όλα έξωθεν και σε συνεννόηση με τους δοτούς στη γέφυρα υπολογισμένα επακριβώς σ' αυτή τη σύγχρονη των Μνημονίων Οδύσσεια, με τους χιλιάδες από τους επιβαίνοντες στο σκαρί μας ήδη νεκρούς από καιρό, πεταμένους στη θάλασσα, και όλους τους υπόλοιπους στοιβαγμένους μες στο αμπάρι να κανιβαλιζόμαστε σαν ποντικοί, που βλέπουνε να λιγοστεύει μέρα τη μέρα το φαϊ δίχως καμιάν ελπίδα, προσμένοντας μόνο κατά καιρούς του καπετάνιου το έλεος, δηλαδή ένα σαξές στόρι.

Το τραγικό όμως είναι ότι σε κάθε μίλι που διανύουμε, το πλοίο αλλάζει χέρια. Το ξεπουλούν ο ίδιος ο καπετάνιος του και οι αξιωματικοί με διαπραγματεύσεις μυστικές, εξαγοράζοντας το μέλλον το δικό τους. Το αγοράζουνε κομμάτι το κομμάτι οι δανειστές, μαζί κι εμάς για σκλάβους, και έχει τη σημαία πια στην πρύμνη διακοσμητική εντελώς, για να κάνουνε παιχνίδι οι πατριδοκάπηλοι μ' αυτήν και για να φανατίζονται οι πιο αμόρφωτοι από τους στοιβαγμένους κάτω – κάτω μες στο αμπάρι.

Έτσι, αν τα καταφέρουμε ποτέ και πιάσουμε Ιθάκη, από τη μια θα έχουμε μείνει οι μισοί, κι αυτοί κακήν κακώς, διψασμένοι, πεινασμένοι, αναξιοπρεπείς και με πληγές στο σώμα μας σαν ζωντανοί νεκροί, κι από την άλλη δεν θα ορίζουμε πια ούτε το τετραγωνικό της λαμαρίνας που καθόμασταν σε όλο το ταξίδι. Δεν θα έχουμε δικαίωμα ούτε να πέσουμε στη γη και να φιλήσουμε το χώμα, δεν θα υπάρχει πουθενά ο Άργος ο πιστός, να μας υποδεχτεί, να μας κουνήσει την ουρά και να πεθάνει εμπρός μας.