Σε αυτό το άρθρο:
Τα ιδρυτικά στελέχη της Mossack Fonseca διέθεταν διεθνή γενεαλογικά δέντρα και υπόβαθρο στους κόσμους του χρήματος, της εξουσίας και των μυστικών

  • Η εταιρεία παροχής νομικών υπηρεσιών Mossack Fonseca βοηθάει πελάτες να ανταποκρίνονται γρήγορα σε αλλαγές στους νόμους, μετακινώντας τις δραστηριότητες τους από τη μία δικαιοδοσία απορρήτου στην επόμενη
  • Μεταξύ άλλων επιπλέον υπηρεσιών, η εταιρεία παρείχε τη δυνατότητα καταχώρησης ιδιωτικών αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής, για κάποιους πελάτες των οποίων διαχειριζόταν τα οικονομικά στοιχεία
  • Η Mossack Fonseca διατηρούσε ένα χαμηλό προφίλ – μέχρι που πρόσφατα σκάνδαλα προκάλεσαν διεθνές ενδιαφέρον

Η Mossack Fonseca & Co. είχε ένα πρόβλημα στο Βέγκας.

Σύμφωνα με νομικά έγγραφα που κατατέθηκαν στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Λας Βέγκας προέκυπτε ότι η εταιρεία παροχής νομικών υπηρεσιών με έδρα τον Παναμά είχε ιδρύσει 123 εταιρείες στην Νεβάδα που είχαν χρησιμοποιηθεί από φίλο του πρώην προέδρου της Αργεντινής για να κλέψει εκατομμύρια δολάρια από κρατικά συμβόλαια. Μια κλήτευση έφτασε στην Mossack Fonseca απαιτώντας να παραδώσει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τυχόν χρήματα που είχαν διακινηθεί μέσω των εταιρειών στη Νεβάδα.

Η Mossack Fonesca δεν ήθελε να παραδώσει αυτές τις πληροφορίες. Για μια εταιρεία που εξειδικεύεται στο να κατασκευάζει υπεράκτιες εταιρείες που ανιχνεύονται δύσκολα για πελάτες σε ολόκληρη την υφήλιο, η εχεμύθεια είναι αυστηρή προϋπόθεση.

Έτσι, η εταιρεία παροχής νομικών υπηρεσιών προσπάθησε να μπλοκάρει την κλήτευση, διαψεύδοντας ότι οι ενέργειες της στο Λας Βέγκας, που εκτελούνταν από μια εταιρεία ονομαζόμενη M.F. Corporate Services (Nevada) Limited, ήταν μέρος της λειτουργίας του γκρουπ Mossack Fonseca.

Ο συνιδρυτής της εταιρείας με έδρα τον Παναμά, Jürgen Mossack, κατέθεσε ένορκα ότι «η MF Nevada και η Mossack Fonseca δεν έχουν σχέση μητρικής-θυγατρικής εταιρείας, ούτε η Mossack Fonseca ελέγχει τις εσωτερικές υποθέσεις ή τις καθημερινές λειτουργίες της MF Nevada».

Όμως μυστικά αρχεία που απέκτησε το Διεθνές Κονσόρσιουμ Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ), η Γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung και περισσότεροι από 100 άλλοι εταίροι-μέσα μαζικής ενημέρωσης δημιουργούν νέες αμφιβολίες σχετικά με αυτή την ένορκη κατάθεση.

Όχι μόνο δείχνουν ότι η θυγατρική στη Νεβάδα ανήκε εξ ολοκλήρου στην Mossack Fonseca αλλά επίσης ότι, παρασκηνιακά, η εταιρεία πήρε μέτρα ώστε να εξαφανίσει ενδεχόμενα επιβλαβή αρχεία από τα τηλέφωνα και τους υπολογιστές της, προκειμένου να κρατήσει τις λεπτομέρειες γύρω από τους πελάτες της κρυφές από το δικαστικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ένα email από το 2014, για παράδειγμα, δίνει εντολή οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος της Mossack Fonseca στον Παναμά και του γραφείου στη Νεβάδα «να είναι ασαφής για τους ερευνητές». Άλλα emails αναφέρουν ότι υπάλληλοι του τμήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών και τεχνολογίας του Παναμά «προσπάθησαν να καθαρίσουν τις εγγραφές στον υπολογιστή του γραφείου της Νεβάδα» με πρόσβαση εξ αποστάσεως. Επίσης, σχεδίασαν να τρέξουν μια «εξ αποστάσεων εφαρμογή για να εξαφανίσουν τα ίχνη της απευθείας πρόσβασης στο CIS”, δηλαδή το σύστημα πληροφοριών που ήταν συνδεδεμένοι όλοι οι υπολογιστές της Mossack.

Τα αρχεία επίσης δείχνουν ότι ένας υπάλληλος της εταιρείας ταξίδεψε από τον Παναμά στο Βέγκας για να φυγαδεύσει φυσικά και όχι ψηφιακά έγγραφα έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Όταν ο Andrés ήρθε στη Νεβάδα καθάρισε τα πάντα και έφερε όλα τα αρχεία στον Παναμά» ανέφερε ένα email στις 24 Σεπτεμβρίου του 2014.

Στα σχόλια της στο ICIJ, η Mossack Fonseca «κατηγορηματικά» αρνείται ότι έκρυψε ή κατέστρεψε αρχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην εξελισσόμενη έρευνα ή για την άσκηση δίωξης.

Τα περισσότερα από 11 εκατομμύρια αρχεία που απέκτησε το ICIJ –μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τραπεζικοί λογαριασμοί και αρχεία πελατών– παρουσιάζουν τις εσωτερικές εργασίες της Mossack Fonseca για περισσότερα από σαράντα χρόνια, από το 1977 έως τον Δεκέμβριο του 2015. Αποκαλύπτουν τα υπεράκτια χαρτοφυλάκια ιδιωτών και επιχειρήσεων από περισσότερα από 200 κράτη και εδάφη.

Διηγούνται, το ένα μετά το άλλο, ηθικά αλλά και νομικά παραπτώματα από πελάτες και προσφέρουν αποδείξεις για μια εταιρεία που ευχαρίστως δρούσε ως φύλακας των μυστικών των πελατών της, ακόμα και αυτών που αποδεικνύονταν εγκληματίες, μέλη της μαφίας, διακινητές ναρκωτικών, διεφθαρμένοι πολιτικοί και φοροφυγάδες.

Τα έγγραφα δείχνουν ότι οι δουλειές πήγαιναν καλά.

Σήμερα, η Mossack Fonseca θεωρείται μία από τις πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις διαχείρισης υπεράκτιων μυστικών. Έχει περισσότερους από 500 υπαλλήλους και συνεργάτες σε περισσότερα από 40 γραφεία σε όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένων και τριών στη Σουηδία και οκτώ στην Κίνα και το 2013 είχε τιμολογήσεις για πάνω από 42 εκατομμύρια δολάρια.

Η Mossack Fonseca ανταποκρίθηκε σε ερωτήματα που τέθηκαν από το ICIJ σχετικά με τα ευρύματα του λέγοντας ότι «επί 40 έτη η Mossack Fonseca λειτούργησε άμεπτα … Η εταιρεία μας δεν έχει κατηγορηθεί ποτέ ή διωχθεί ποτέ για κάποιο ποινικό δίκημα».

Ο εκπρόσωπος τύπου Carlos Sousa είπε ότι η εταιρεία «απλώς βοηθάει πελάτες να ιδρύουν εταιρείες».

Αυτό δε σημαίνει ότι «δημιουργεί επιχειρηματικό σύνδεσμο με αυτές ή καθοδηγεί με οποιονδήποτε τρόπο τις εταιρείες που δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο» είπε ο Sousa.

Οι ρίζες της εταιρείας

Το ξεκίνημα της Mossack Fonseca ανιχνεύεται στις αρχές του 1986, όταν ο Ramón Fonseca ένωσε την μικρή δικηγορική του εταιρεία που είχε μια γραμματέα, στον Παναμά με την επίσης τοπική εταιρεία της οποίας επικεφαλής ήταν ο Jürgen Mossack, Παναμέζος γερμανικής καταγωγής.

«Μαζί», έλεγε χαριτολογώντας αργότερα ο Fonseca σε έναν δημοσιογράφο, «δημιουργήσαμε ένα τέρας».

Και οι δύο άνδρες διέθεταν διεθνή γενεαλογικά δέντρα και υπόβαθρο στους κόσμους του χρήματος, της εξουσίας και των μυστικών.

Ο Fonseca γεννήθηκε στον Παναμά το 1952 και σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Παναμά και στο London School of Economics. Ως νέος, ανέφερε κάποια στιγμή, ήλπιζε να σώσει τον κόσμο, πρώτα επιθυμώντας να γίνει ιερέας και κατόπιν δουλεύοντας έξι χρόνια για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη.

«Δεν έσωσα τίποτα, δεν προκάλεσα καμία αλλαγή» είπε σε μια τηλεοπτική συνέντευξη το 2008. «Αποφάσισα τότε, καθώς ήμουν λίγο πιο ώριμος, να αφιερώσω τον εαυτό μου στο επάγγελμα μου, να κάνω οικογένεια, να παντρευτώ και να ζήσω μια κανονική ζωή … Όσο μεγαλώνει κάποιος, τόσο πιο υλιστής γίνεται».

Ο Mossack γεννήθηκε στη Γερμανία το 1948. Μετακόμισε στον Παναμά με την οικογένεια του στην αρχή του 1960 σύμφωνα με τον συνέταιρό του.

Ο πατέρας του Mossack ήταν μέλος των Waffen-SS, της διαβόητης ένοπλης μοίρας ασφαλείας του Ναζιστικού κόμματος κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σύμφωνα με τα αρχεία πληροφοριών του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών που διαθέτει το ICIJ.

Μετά τον πόλεμο ο πατέρας του Mossack προσέφερε τις υπηρεσίες του στην αμερικανική κυβέρνηση ως πληροφοριοδότης, όπως δείχνουν τα αρχεία, ισχυριζόμενος ότι «ήταν έτοιμος να καταταγεί σε μια μυστική οργάνωση, είτε ναζιστών που πλέον είχαν γίνει κομμουνιστές … είτε ναζιστών που πλέον υποκρίνονταν τους κομμουνιστές». Ένας αξιωματικός της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών έγραψε ότι η προσφορά να γίνει κατάσκοπος για τις Η.Π.Α. μπορεί απλά να ήταν μια πονηρή προσπάθεια να βγει από μία αμήχανη κατάσταση».

Σε κάθε περίπτωση, τα παλιά αρχεία πληροφοριών δείχνουν ότι ο πατέρας του Mossack κατόπιν κατέληξε στον Παναμά, όπου προσφέρθηκε να κατασκοπεύει, αυτή τη φορά για την CIA, τις κομμουνιστικές δραστηριότητες στην γειτονική Κούβα.

Αφότου πήρε το πτυχίο του ως νομικός στον Παναμά το 1973, ο γιος εργάστηκε για λίγο καιρό σαν δικηγόρος στο Λονδίνο, πριν επιστρέψει στον Παναμά για να ξεκινήσει μια εταιρεία που κατόπιν θα συγχωνευόταν για να σχηματιστεί η Mossack Fonseca & Co.

Σήμερα, αμφότεροι οι συνέταιροι κινούνται στους υψηλότερους κύκλους της κοινωνίας του Παναμά.

Εκτός από δικηγόρος, ο Fonseca έχει μια εξίσου αναγνωρίσιμη δεύτερη ζωή ως βραβευμένος μυθιστοριογράφος. Μεταξύ των βιβλίων του είναι το «Mister Politicus», ένα πολιτικό θρίλερ που όπως αναφέρει η λογοτεχνική του ιστοσελίδα «αρθρώνει τις δαιδαλώδεις διαδικασίες που αδίστακτοι αξιωματούχοι χρησιμοποιούν για να κερδίσουν την εξουσία και να πετύχουν τις απεχθείς φιλοδοξίες τους».

Ο Fonseca ξέρει τον κόσμο της πολιτικής μέσα από τη δουλειά του, ως υψηλά ιστάμενος σύμβουλος του προέδρου του Παναμά, Juan Carlos Varela.

O Fonseca ανακοίνωσε στις αρχές Μαρτίου ότι παίρνει άδεια από αυτή τη θέση του μετά από κατηγορίες ότι το γραφείο της Mossack Fonseca στην Βραζιλία εμπλεκόταν σε ένα σκάνδαλο δωροδοκίας και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, που ακόμα ερευνάται, γύρω από την κρατική εταιρεία πετρελαϊκή εταιρεία της Βραζιλίας. Προχώρησε σε αυτή την κίνηση, όπως είπε, «για να υπερασπιστεί την τιμή και την εταιρεία του».

Διαψεύδοντας οποιαδήποτε εμπλοκή σε παραπτώματα κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης, χρησιμοποίησε μια αναλογία που η εταιρεία είχε χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν. Είτε ότι αν μια υπεράκτια εταιρεία χρησιμοποιείτε με κακό τρόπο, η δική του εταιρεία δεν είναι περισσότερο ένοχη από ότι μια αυτοκινητοβιομηχανία που κατασκεύασε ένα αυτοκίνητο το οποίο αργότερα χρησιμοποιήθηκε σε ληστεία.

Ο Mossack είναι μέλος μιας δημοφιλούς λέσχης που ονομάζεται Club Union, όπου η κόρη του Nicole έκανε το ντεμπούτο της το 2008. Έχει υπηρετήσει επίσης στο Conarex, το συμβούλιο διεθνών σχέσεων του Παναμά, από το 2009 έως το 2014.

Το χαρτοφυλάκιο του Mossack, σύμφωνα με τα αρχεία που απέκτησε το ICIJ, περιλαμβάνει μια φυτεία δέντρων τικ (teak) και άλλα ακίνητα, ένα ελικόπτερο, ένα γιοτ που ονομάζεται Rex Maris και μια συλλογή από χρυσά νομίσματα.

Οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, μια στιγμή πρωτοπορίας

Η συγχώνευση που δημιούργησε την Mossack Fonseca έγινε σε μια δύσκολη στιγμή στην ιστορία του Παναμά. Η χώρα αντιμετώπιζε πολιτική και οικονομική αστάθεια εξαιτίας του στρατιωτικού δικτάτορα Manuel Noriega, ο οποίος δεχόταν ανεπιθύμητη προσοχή καθώς αυξανόντουσαν οι αποδείξεις ότι εμπλεκόταν στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και στη διακίνηση ναρκωτικών.

Το 1987, με τον Παναμά βυθισμένο σε μια σκιώδη κατάσταση, η Mossack Fonseca έκανε την πρώτη της κίνηση προς το εξωτερικό, εγκαθιδρύοντας ένα παράρτημα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, οι οποίες λίγα χρόνια πριν είχαν περάσει ένα νόμο που διευκόλυνε την ίδρυση υπεράκτιων εταιρειών χωρίς δημοσιοποίηση των ιδιοκτητών και αυτών που τις διεύθυναν.

«Η Mossack Fonseca ήταν η πρώτη που ήρθε από τον Παναμά στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και οι υπόλοιποι ακολούθησαν» είπε η Rosemarie Flax, μακροχρόνια γενική διευθύντρια του παραρτήματος της Mossack Fonseca εκεί, σε ένα τοπικό ειδησεογραφικό πρακτορείο τον Μάιο του 2014.

Σήμερα, οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι συγκεντρώνουν περίπου το 40% των υπεράκτιων εταιρειών παγκοσμίως. Από τις εταιρείες που εμφανίζονται στα αρχεία της Mossack Fonseca, μία στις δύο εταιρείες, περισσότερες από 113.000, ιδρύθηκαν στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.
 

Ιστορίες του Ειρηνικού Ωκεανού


Η Mossack Fonseca έκανε άλλη μια σημαντική κίνηση το 1994.

Βοήθησε το μικρό έθνος του Νιούε – ένα κοραλλιογενές νησί στο Νότιο Ειρηνικό με πληθυσμό λιγότερο από 2 χιλιάδες ανθρώπους – να επεξεργαστεί νομοθεσία που προέβλεπε την ίδρυση υπεράκτιων εταιρειών. Η εταιρεία παροχής νομικών συμβουλών είχε επιλέξει το Νιούε, όπως είπε ο Mossack αργότερα στο πρακτορείο AFP, γιατί ήθελε μια τοποθεσία στην ζώνη ώρας Ασίας-Ειρηνικού και γιατί εκεί δε θα αντιμετώπιζε ανταγωνιστές: «Ένα διαθέταμε μια δικαιοδοσία που θα ήταν μικρή, και την είχαμε εξ αρχής, θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους ένα σταθερό περιβάλλον, μια σταθερή τιμή».

Τότε η εταιρεία υπέγραψε μια συμφωνία 20ετούς διάρκειας με την κυβέρνησης της μικρής χώρας για αποκλειστικά δικαιώματα δημιουργίας υπεράκτιων εταιρειών. Μια σημαντική λεπτομέρεια ήταν ότι το Νιούε προσέφερε εγγραφή εταιρειών σε κινεζικούς ή κυριλλικούς χαρακτήρες, κάνοντας τις υπηρεσίες του θελκτικές σε Κινέζους και Ρώσους πελάτες.

Μέχρι το 2001, η Mossack Fonseca έκανε τόση πολλή δουλειά στο Νιούε που πλήρωνε 1.6 εκατομμύρια δολάρια από τα συνολικά 2 εκατομμύρια του ετήσιου προϋπολογισμού του κράτους.

Όμως η οικειότητα μεταξύ της εταιρείας και του νησιωτικού πληθυσμού άρχισε να προσελκύει και ανεπιθύμητους ελέγχους.

Την ίδια χρονιά το Αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών αμφισβήτησε τις «αμήχανες αμοιβαίες ρυθμίσεις» μεταξύ του Νιούε και της Mossack Fonseca και προειδοποίησε το νησί ότι η βιομηχανία των παράκτιων εταιρειών «έχει συνδεθεί με το ξέπλυμα χρήματος από εγκληματικά έσοδα στη Ρωσία και την νότια Αμερική».

Η Ειδική Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης, μια διακυβερνητική οργάνωση που έχει συσταθεί από ισχυρά κράτη για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, έβαλε το Νιούε στη μαύρη λίστα των δικαιοδοσιών που αποτυγχάνουν να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος, απειλώντας το με οικονομικές κυρώσεις.

Παρόλο που η Mossack διέψευσε ότι το Νιούε εμπλεκόταν στο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, το 2001, η τράπεζα της Νέας Υόρκης και η Chase Manhattan επέβαλε εμπάργκο στις μεταφορές δολαρίων προς το Νιούε. Το 2003, το Νιού αρνήθηκε να ανανεώσει τέσσερις επιχειρήσεις που είχαν συσταθεί από την Mossack Fonseca, σηματοδοτώντας ότι θα τερματίσει τα προνόμια της συγκεκριμένης εταιρείας.


Μετακίνηση εργασιών


Η απώλεια του Νιούε δεν επιβράδυνε την Mossack Fonseca. Απλά μετατόπισε τις εργασίες της, ενθαρρύνοντας τους πελάτες που είχαν ως έδρα το νησί να επανιδρύσουν τις εταιρείες τους στο κοντινό νησιωτικό κράτος Σαμόα.

Η αλλαγή ήταν μέρος ενός μοτίβου που αναδεικνύεται από τα αρχεία. Όποτε η λήψη αυστηρών κατασταλτικών νομικών μέτρων εμπόδισε την ικανότητα της Mossack Fonseca να εξυπηρετήσει τους πελάτες της, η εταιρεία γρήγορα προσαρμόστηκε και βρήκε νέες τοποθεσίες για να εργαστεί.

Όταν οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι κατέστειλαν τις ανώνυμες μετοχές το 2005, η Mossack Fonseca μετακίνησε τη συγκεκριμένη λειτουργία της στον Παναμά.

Οι εταιρείες που έχουν ανώνυμες μετοχές δεν εμφανίζουν το όνομα του ιδιοκτήτη. Αν τα πιστοποιητικά της εταιρείας είναι στα χέρια κάποιου, αυτός έχει την κατοχή της εταιρείας. Οι ανώνυμες μετοχές θεωρούνται εδώ και καιρό ένα όχημα για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και άλλες παρανομίες, και έχουν σταδιακά αρχίσει να εξαφανίζονται από όλο τον κόσμο. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, εξακολουθούν να επιτρέπονται, αν και υπόκεινται σε περιορισμούς.

Η ικανότητα της Mossack Fonseca να μετακινεί τις εργασίες της γρήγορα εμφανίζεται σε μια αλματώδη αύξηση ιδρύσεων εταιρειών σε μια από αυτές τις δικαιοδοσίες, το νησί της Καραϊβικής Ανγκουίλα. Στην Ανγκουίλα, ο αριθμός των εταιρειών που συστάθηκαν υπερδιπλασιάστηκαν μεταξύ 2010 και 2011. Το νησί είναι τώρα ένα από τους τέσσερις κορυφαίους προορισμούς της Mossack Fonseca ως δικαιοδοσία σύστασης εταιρειών.

Η Mossack Fonseca έχει επίσης επεκτείνει τις δραστηριότητές της ώστε να συμπεριλαμβάνει επιπλέον ανάγκες των πελατών της, συμπεριλαμβανομένης της καταχώρησης ιδιωτικών αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής.

Μέχρι το 2006, σύμφωνα με τα αρχεία, η Mossack Fonseca επέκτεινε τις εργασίες της και στην διαχείριση των οικονομικών στοιχείων κάποιων πελατών της, όπως το περιέγραψε η ίδια η εταιρεία «διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου».

Σύμφωνα με τα αρχεία, οι εργασίες διαχείρισης κεφαλαίων στο εσωτερικό της επιχείρησης χειρίστηκε πάνω από 4.700 συναλλαγές και τουλάχιστον 1.2 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρήμα των πελατών της από τα μέσα του 2007 έως τα μέσα του 2015. Το όνομα της εταιρείας που κάνει αυτή τη διαχείριση στο εσωτερικό της Mossack Fonseca είναι Mossfon Asset Management S.A., ή MAMSA.

Τα αρχεία δείχνουν επίσης ότι όπως με τη Deutche Bank, ο οίκος δουλευει με μερικόύς από τους μεγαλύτερους οικονομικούς θεσμούς παγκοσμίως, όπως η HSBC, Société Générale, Credit Suisse, UBS και Commerzbank, σε μερικές περιπτώσεις για να βοηθήσει τους πελάτες των τραπεζών να εγκαταστήσουν πολύπλοκες δομές που δυσχεραίνουν την προσπάθεια φοροεισπρακτόρων και ερευνητών να εντοπίσουν τη ροή χρημάτων από το ένα μέρος στο άλλο.

Η Mossack Fonseca υποστήριξε ότι οι κατηγορίες πως παρέχει δομές σχεδιασμένες για το κρύψιμο της ταυτότητας των ιδιοκτητών είναι «εντελώς ανυποστήρικτο και ψευδές»

Η Societe Generale και η Credit Suisse τόνισαν ότι δίνουν έμφαση στη φορολογική συμμόρφωση και είναι σε επαγρύπνηση εναντίον της απάτης και του ξεπλύματος χρήματος

Η Credit Suisse υποστήριξε ότι, από το 2013, εφαρμόζει προγράμματα που ζητούν από τους ιδιώτες πελάτες να προσκομίσουν αποδεικτικά φορολογικής συμμόρφωσης ή αλλιώς χάνουν την τραπεζική τους σχέση.

«Οι κατηγορίες είναι ιστορικές, σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και 20 χρόνια πίσω, προγενέστερες των σημαντικών, ευρέως διαδεδομένων μεταρρυθμίσεων μας που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια» τόνισε ο Ρομπ Σέρμαν, εκπρόσωπος της HSBC στη Νέα Υόρκη.

Η UBS είπε ότι γνωρίζει την ταυτότητα των ιδιοκτητών όλων των εταιριών με τις οποίες συνεργάζεται και έχει αυστηρούς κανόνες κατά του ξεπλύματος χρήματος. Η Deutche Bank σημείωσε ότι έφτασε σε συμφωνία στις 24 Νοεμβρίου 2015 με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ να πληρώσει 31 δισ δολάρια σε αντάλλαγμα για τη μη δίωξη σε μια αμερικανική έρευνα για ελνετικές τράπεζες που βοήθησαν Αμερικανούς πολίτες να φοροαποφύγουν.

Η Comerzbank απάντησε ότι δεν θα κάνει κάποιο σχόλιο.

Οι πραγματικοί ιδιοκτήτες τραπεζικών λογαριασμών πουεμφανίζονται υπό το όνομα υπεράκτιων εταιριών καταγεγραμμένων από τη Mossack Fonseca είναι πιθανό να κρύβονται πίσω από «προτεινόμενους διευθυντές» (αναπληρωματικούς διευθυντές που παρέχει η Mossack Fonseca) και προσφέρουν κάλυψη για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες.

Στον Παναμά, τα προϊόντα της Mossack Fonseca συμπεριλαμβάνουν ιδιωτικά ιδρύματα, που δεν υπόκεινται σε φόρους στον Παναμά και λειτουργού με βάση νόμο που δεν προϋποθέτει την αποκάλευψη των ονομάτων των ιδρυτών ή των δικαιούχων

Άλλες δραστηριότητες που βρέθηκαν στα αρχεία αφορούν την αλλαγή στοιχείων ή ημερομηνίας από τη Mossack Fonfeca όταν ένας πελάτης αντιμετωπίζει προβλήματα και την ελευθερία στους πελάτες να κρύβουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στήνοντας ιδρύματα στον Παναμά που θεωρούνται μη κερδοσκοπικά, όπως το World Wildlife Fund ως δικαιούχος, αλλά που δίνουν τη δυνατότητα στον πελάτη να αλλάζει τον δικαιούχο κατά το δοκούν.

Η αλλαγή σε προηγούμενη ημερομηνία είναι μια συνηθισμένη πρακτική, που μερικές φορές αντικατοπτρίζει την ημερομηνία που πάρθηκε η απόφαση πριν δημοσιοποιηθεί, απάντησε η Mossack Fonseca. Ο στόχος «δεν είναι να καλυφθούν η να κρυπτούν παράνομες ενέργειες»

Σε μία περίπτωση, ο οίκος βοήθησε ένα οικονομικό σύμβουλο συγγραφές από τη Νέα Υόρκη να κρύψει 1 εκατ δολάρια από την Υπηρεσία Εσόδων των ΗΠΑ παρέχοντας στον συγγραφέα ένα φυσικό πρόσωπο ως εμπιστευματούχο (έναν αχυράνθρωπο που δουλεύει για τη Mossack Fonseca) που προσποιήθηκε ότι είναι ο ιδιοκτήτης ενός επενδυτικό λογαριασμού της HSBC στο Guernsey,

«Δεν παρέχουμε υπηρεσίες για την παραπλάνηση των τραπεζών» είπε η Mossack Fonseca σε γραπτές απαντήσεις προς το ICIJ
 

Oι καταζητούμενοι

Αν και η Mossack Fonseca δημόσια υποστηρίζει ότι «διεξάγει εξαντλητική έρευνα για να ελέγξει την νομιμότητα κάθε πελάτη» και τονίζει ότι δεν θα δούλευε ποτέ με πολιτικούς δωρολήπτες, εγκληματίες ή άλλους ύποπτους χαρακτήρες, τα εσωτερικά αρχεία του οίκου δείχνουν μια διαφορετική εικόνα.

Η ανάλυση από το Διεθνές Κονσόρσιουμ Ερευνητικής Δημοσιογραφίας δείχνει ότι , για παράδειγμα, η Mossack Fonceca έχει συνεργαστεί με τουλάχιστον 33 εταιρείες και άτομα που βρίσκονται στη μαύρη λίστα της κυβέρνησης των ΗΠΑ λόγω αποδείξεων ότι έχουν αναμειχθεί σε εγκήματα, όπως τρομοκρατία, εμπόριο ναρκωτικών ή γιατί βοήθησαν καθεστώτα σαν της Βορείου Κορέας ή του Ιράν.

Η Mossack Fonceca υποστήριξε ότι δεν «δημιουργεί ή ενθαρρύνει παράνομες πράξεις» και «δεν έχει εν γνώσει της επιτρέψει τη χρήση εταιρειών» από άτομα που συνεργάζονται με ποινικοποιημένες κυβερνήσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η υποχρέωση ελέγχου των πελατών ανήκει στις τράπεζες, τους νομικούς συμβούλους και άλλους διαμεσολαβητές που είναι ο σύνδεσμος μετξύ της Παναμικής εταιρείας και των ιδιοκτητών αυτών των εταιρειών – κελυφών, τονίζει.

Τα αρχεία που διέρρευσαν δείχνουν ότι σε μερικές περιπτώσεις η χαλαρές διαδικασίες της Mossack Fonseca επέτρεψαν σε άτομα που βρίσκονται σε μαύρη λίστα και άλλους αμφισβητήσιμους πελάτες να ξεγλυστρίσουν χωρίς η εταιρεία να γνωρίζει ποιοι είναι.

Σε άλλες περιπτώσεις, τα αρχεία δείχνουν ότι η Mossack Fonseca έκανε έναν οικονομικό υπολογισμό να κρατήσει πελάτες που ήταν μεγάλες πηγές εσόδων για την εταιρεία, ακόμα και μετά την αποκάλυψη από τις αρχές ότι ήταν ανεπιθύμητοι.

Σε μία περίπτωση που αφορά τον Ραφαέλ Κάρο Κιντέρο, τον κάποτε επικεφαλής του καρτέλ ναρκωτικών της Γουαδαλαχάρα, οι δράσεις της εταιρείας φαίνεται ότι βασίστηκαν σε ένα πιο απλουστευμένο σκεπτικό: τον φόβο.

Οι αρχές συνέλαβαν τον Κάρο Κιντέρο στην Κόστα Ρίκα το 1985 για τον βασανιμό και τη δολοφονία του πράκτορα της δίωξης ναρκωτικών των ΗΠΑ, Ενρίκε «Κίκι» Καμαρένα. Εκδόθηκε στο Μεξικό και καταδικάστηκε σε 40 χρόναι φυλάκιση το 1989. Η μεξικανική κυβέρνηση κατέσχεσε την περιουσία του, συμπεριλαμβανόμενης της περιουσίας που ανήκε σε μία υπεράκτια εταιρεία στημένη από τη Mossack Fonseca, και την παρέδωσε στην κυβέρνηση της Κόστα Ρίκα, που με τη σειρά της την έδωσε στη Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή της Κόστα Ρίκα.

Τα αρχεία δείχνουν ότι τον Μάρτιο του 2005, οι αξιωματούχοι της Επιτροπής αυτης ζήτησαν από τη Mossack Fonseca να τους βοηθήσει να αποκτήσουν καθαρούς τίτλους της περιουσίας. Ένας δικηγόρους της Mossack Fonseca είπε στους Κοσταρικανούς επισκέπτες ότι οι ιδιοκτήτες της υπεράκτια εταιρείας θα πρέπει να αποφασίσουν. Ένα έγγραφο από τα αρχεία της εταιρείας του Κάρο Κουιντέρο με τίτλο «Λεπτομέρειες υπόθεσης>μέτοχοι» περιείχε μόνο ένα σήμα: «Δεν βρέθηκαν στοιχεία!».  Αλλά ο δικηγόρος έγραψε σε εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία πως «φαίνεται ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της έκτασης και άρα της εταιρείας, είναι ο έμπορος ναρκωτικών Ραφαέλ Κάρο Κουιντέρο»

Η Mossack, μία από τους τρεις διευθυντές της εταιρείας, δεν επιθυμούσε να βρεθεί σε σύγκρουση με τον Κάρο Κουιντέρο.

«Σε σύγκριση με τον Κιντέρο ακόμα και ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν μωρό!» εγραψε στην αλληλογραφία, θέμα της οποίας ήταν το αν η εταιρεία θα αποσυρόταν από την εκπροσώπηση της offshore του Κάρο Κουιντέρο. «Δεν θέλω να βρίσκομαι ανάμεσα στις επισκέψεις του Κουιντέρο μετά τη φυλακή»

Το 2013 ο Κάρο Κιντέρο βγήκε από τη φυλακή και αμέσως εξαφανίστηκε. Παραμένει αγνοούμενος και βρίσκεται ξανά στη λίστα των πιο καταζητούμενων ανθρώπων σύμφωνα με την Ιντερπόλ

Παίζοντας άμυνα

Παρά την κακή φήμη μερικών από τους πελάτες της, η Mossack Fonseca κατάφερε να κρατήσει ένα εντυπωσιακά χαμηλό προφίλ. O Εconomist το την αποκάλεσε  «η αμίλητη Mossack Fonseca» σε άρθρο το 2012 για τους διαμεσολαβητές των υπεράκτιων εταιρειών.

Το ίδιο έτος, σύμφωνα με τα αρχεία, η εταιρεία ζήτησε τις υπηρεσίες της Mercatrade S.A., μία εταιρεία που παρέχει «διαχείριση online φήμης».

Το συμβόλαιο υπόσχεται να ξεπλύνει την εικόνα της Mossack Fonseca βγάζοντας από το ίντερνετ τις αρνητικές δημοσιεύσεις σχετικά με 12 λέξεις – κλειδιά σε αγγλικά και ισπανικά: “Lavado de dinero, lavado de activos, evasión fiscal, fraude fiscal, Delito, Trafico de armas, Money Laundering, Tax Evasion, Tax Fraud, dirty Money, scandal, escándalo”.

Η Mossack Fonseca από τότε συνεργάζεται με ένα από τα πιο δυνατά πρακτορεία δημοσίων σχέσεψν του κόσμου, το Burson – Marsteller, που ειδικεύεται στην αντιπροσώπευση αμφιλεγόμενων πελατών, συμπεριλαμβανόμενων δικατόρων σε Αργεντίνα, Ινδονησία και Ρουμανία. Παρά την έμφαση στις δημόσιες σχέσεις, τα κράτη άρχισαν να κοιτούν πιο προσεκτικά τις πρακτικές της ossack Fonseca.

Το 2012 και το 2013 ελεγκτές στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους επιτέθηκαν στον οίκο με μια σειρά από πρόστιμα για την παραβίαση των νόμων για το ξέπλυμα χρήματος στη χώρα, συμπεριλαμβανόμενης μιας ποινής 37.500 για την αποτυχία να καλύψει έναν πελάτη «υψηλού ρίσκου», τον Αλάα Μουμπάρακ, γιο του πρώην δικτάτορα της Αιγύπτου.

Τον Φεβρουάριο του 2015 οι γερμανικές αρχές πραγματοποίησαν σειρά εφόδων στο γραφείο της Commerzbank και σε σπίτια στην Φρανκφούρτη. Η Süddeutsche Zeitung ανέφερε τότε ότι οι γερμανικές αρχές εξέταζαν νομικές κινήσεις εναντίον υπαλλήλων της Mossack Fonseca για πιθανή συνεισφορά σε φοροαποφυγή που ενέπλεκε τα γραφεία της τράπεζας στο κοντινό Λουξεμβούργο

Στην αρχή του 2016 στη Βραζιλία, η Mossack Fonseca έγινε μία από τους στόχους έρευνας για δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος με κωδικό «Επιχείριση πλύσιμο αυτοκινήτου», που γρήγορα επεκτάθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα διαφθοράς στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής.

Οι εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι βραζιλιάνικες επιχειρήσεις συνεργάστηκαν μεταξύ τους για να χτυπήσουν τις υποχρεώσεις των συμβολαίων με την κρατικά ελεγχόμενη Petrobras, ανεβάζοντας τις τιμές και χρησιμοποιώντας τα υπόλοιπα χρήματα για να δωροδοκήσουν πολιτικούς και αξιωματούχους της εταιρείας πετρελαίου και να πλουτίσουν. Οι Βραζιλιάνοι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι το γραφείο της Mossack Fonseca στη Βραζιλία βοήθησε κάποιους από τους κατηγορουμένους δημιουργώντας εταιρείες – κέλυφη που χρησιμοποιήθηκα για να διαπραχθούν εγκλήματα. Σε συνέντευξη Τύπου τον Ιανουάριο του 2015, αποκάλεσαν τη Mossack Fonseca «ένα μεγάλο πλυντήριο χρημάτων» και ανακοίνωσαν ότι προχώρησαν σε ποινική δίωξη κατά πέντε στελεχών του γραφείου της Mossack Fonseca στη Βραζιλία, για εγκλήματα μεταξύ των οποίων το ξέπλυμα χρήματος, η καταστροφή και απόκρυψη εγγράφων.

Η εταιρεία αρνείται κάθε παράπτωμα στην υπόθεση. Τόνισε σε δήλωση της ότι το γραφείο στη Βραζιλία είναι οργανισμός και η εταιρεία νομικών συμβούλων στον Παναμά, που εργάζεται μόνο στον Παναμά «εμπλέκεται λανθασμένα σε υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ευθύνη».

Το επιχείρημα ήταν παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στο Βέγκας. Το πρόσφατο δικαστήριο στο Λας Βέγκας που κατέληξε σε συμβιβασμός ξεκίνησε από μία αμερικανική εταιρεία, την NML Capital, που ελέγχεται από τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή, Πολ Σίνγκερ, γνωστό για τις τεράστιες δωρεές του στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Η Mossack Fonseca δεν ήταν κατηγορούμενος, αλλά ήταν αντικείμενο εντολών του δικαστηρίου για την εύρεση πληροφοριών για εταιρείες της Νεβάδα που το hedge fund υποστήριζε ότι στήθηκαν μέσω της Mossack Fonseca από τον Λάζαρο Μπάεζ, έναν επιχειρηματία κοντά στις πρώην προέδρους της Αργεντινής Νέστορ Κίρχνερ και Κριστίνα Φερνάντεζ.

Εσωτερικά email που διέρρευσαν στο ICIJ δείχνουν ότι υπάλληλοι της Mossack Fonseca στον Παναμά προσπάθησαν να κρύψουν ή να καταστρέψουν αποδείξεις για τον έλεγχο της MF Nevada από την εταιρεία, λόγω φόβου ότι η υπόθεση θα οδηγούσε σε έρευνα του παραρτήματος στη Νεβάδα.

Άλλος ενδοιασμός, όπως δείχνουν τα email, ήταν αν η επικεφαλής του γραφείου της MF στη Νεβάδα, Πατρίσια Αμουνατεγκούι, θα αναγκαζόταν να καταθέσει. Σε ένα email, ένας αξιωματούχος της Mossack Fonseca λέει ότι η μητρική εταιρεία ήθελε να συμεριφερθεί ως «αυτή να ήταν η πάροχος», δηλαδή ως επικεφαλής μιας ανεξάρτητης εταιρείας στις ΗΠΑ που είχε συναλλαγές με τη Mossack Fonseca αλλά όχι σύνδεση ιδιοκτησίας.

Αλλά οι αξιωματούχοι της Mossack Fonseca ανησυχούσαν ότι δεν ήταν αρκετά προνοητική για να το κάνει αυτό.  Συγκεκριμένα έγραψε ότι η Αμουνατεγκούι «δεν έχει τις ικανότητες να περάσει βασικό έλεγχο χωρίς να μας συμπεριλάβει στη έρευνα – Προσοχή!!!… Ανησυχώ βαθιά για το ότι η κ.Πατρίσια ξεχνάει πράγματα και γίνεται πολύ νευρική. Νομίζω ότι σε αυτήν την κατάσταση θα γίνει σαφές ότι κρύβουμε κάτι»

Ο Ανώτατος Δικαστής των ΗΠΑ, Καμ Φέρενμπαχ απέρριψε την πρόταση της μητρικής εταιρείας να διαχωρίσει τον εαυτό της από την MF Nevada. Σημείωσε ότι το συμβόλαιο της επικεφαλής της υπεγράφη από τους συνέταιρους της εταιρείας, Mossack και Fonseca και ότι δέχτηκε όλες τις κατευθύνσεις από έναν υπάλληλο της MF Εταιρικής Υπηρεσίας ως δικές της» έγραψε ο δικαστής.

Ο δικαστής αποφάσισε το Μάρτιο του 2015 ότι η Mossack Fonseca και η MF Nevada ήταν η ίδια εταιρεία.