Ο απολογισμός των νεκρών από την κατάρρευση του πολυώροφου κτιρίου αυξήθηκε σήμερα στους 387, καθώς σωστικά συνεργεία απομάκρυναν συντρίμμια επτά ημέρες αφότου σημειώθηκε το δυστύχημα.
 
Άλλοι 600 άνθρωποι συνεχίζουν να αγνοούνται, ενώ περίπου 2.400 επιζώντες υπέστησαν τραυματισμούς από την κατάρρευση του 8ώροφου κτιρίου το οποίο στέγαζε πέντε υφαντουργίες, ένα υποκατάστημα τράπεζας και καταστήματα, στη Σαβάρ, 25 χλμ. βορειοδυτικά της πρωτεύουσας. Από τους τραυματίες, περίπου 1.000 βρίσκονται σε σοβαρή κατάσταση.
 
Οι στρατιώτες που συνέβαλαν στις σωστικές προσπάθειες ως το πρωί απομάκρυναν τα συντρίμμια με «πρόσθετη προσοχή ώστε οι σοροί που είναι παγιδευμένες να μην παραμορφωθούν και οι επιζώντες, εάν υπάρχουν, να μην τραυματιστούν», δήλωσε ο υποστράτηγος Χάσαν Σαχραουάρντι, επικεφαλής της επιχείρησης διάσωσης. Στην περιοχή μεταφέρθηκαν βαριά μηχανήματα όπως εκσκαφείς, αλλά για τους συγγενείς η επιχείρηση εξελίσσεται με αβάσταχτη βραδύτητα. «Τι τα θέλουν τα βαριά μηχανήματα εάν δεν μπορούν να βρουν τις σορούς;», διερωτήθηκε ένας πατέρας ο γιος του οποίου εργαζόταν στην μια από τις υφαντουργίες κι ακόμη αγνοείται και ο οποίος —όπως πολλοί άλλοι—, περιμένει στους δρόμους κοντά στο κτίριο, ελπίζοντας να μάθει νέα για το παιδί του.
 
Σήμερα ανασύρθηκαν μόνο 5 σοροί και αξιωματούχοι είπαν πως έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να βρουν άλλους επιζώντες.
 
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση δέχεται έντονες πιέσεις να κάνει περισσότερα για να επιβάλει την τήρηση του κτιριοδομικού κανονισμού στη χώρα.
 
Ένα δικαστήριο στην Ντάκα διέταξε σήμερα την κατάσχεση των πόρων των ιδιοκτητών του οκταώροφου κτιρίου που κατέρρευσε. Ο αρχικός ιδιοκτήτης του κτιρίου, η ανέγερση του οποίου είχε ολοκληρωθεί το 2006, κατηγορείται ότι είχε ζητήσει να χρησιμοποιηθούν κακής ποιότητας υλικά και οι σημερινοί ιδιοκτήτες του φέρονται ότι είχαν αγνοήσει τις προειδοποιήσεις περί επικινδυνότητας από πολεοδόμους μία ημέρα πριν το κτίριο καταρρεύσει. Οι πολεοδόμοι είχαν διαπιστώσει ότι ήταν εμφανείς μεγάλες ρωγμές στο κτίριο κατά την αυτοψία τους.
 
Το δικαστήριο ανέφερε εξάλλου ότι οι ιδιοκτήτες των υφαντουργιών ανάγκασαν τους εργαζόμενους —κατά μεγάλη πλειονότητα ήταν γυναίκες— να συνεχίσουν να προσέρχονται κανονικά στις δουλειές τους στο Rana Plaza παρότι γνώριζαν τους κινδύνους.
 
Η οργή αυξάνεται για το χειρότερο βιομηχανικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας: έξω από το δικαστήριο όπου προσήχθη ο ένας ιδιοκτήτης του κτιρίου, διαδηλωτές και ακόμη και δικηγόροι φώναζαν «κρεμάστε τον».
 
Περίπου 20 άνθρωποι τραυματίστηκαν στα επεισόδια όταν η αστυνομία έκανε χρήση δακρυγόνων, σφαιρών με περίβλημα από καουτσούκ και εκτοξευτήρων νερού υπό πίεση. Εξοργισμένοι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα όπως «οι δολοφόνοι στην αγχόνη».
 
Συνολικά έχουν συλληφθεί πέντε άνθρωποι για την υπόθεση: τέσσερις επικεφαλής υφαντουργιών, δύο πολιτικοί μηχανικοί, ο ιδιοκτήτης του κτιρίου Μοχάμεντ Σόχελ Ράνα και ο πατέρας του Άμπντουλ Χάλεκ.
 
Η τραγωδία συνεχίζει να εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια των κτιρίων, την εργασιακή ασφάλεια και το επίπεδο των μισθών στη φτωχή χώρα της νότιας Ασίας, οι εξαγωγές της οποίας κατά το 80% είναι έτοιμα ενδύματα και άλλα υφαντουργικά προϊόντα. Εκπρόσωποι μεγάλων διεθνών εταιριών ενδυμάτων —ορισμένες εκ των οποίων αντιμετωπίζουν έντονη κριτική διότι δεν κάνουν τίποτε για να υπερασπίσουν τις γυναίκες που φτιάχνουν τα ρούχα που πωλούν— συναντήθηκαν σήμερα με εκπροσώπους της βιομηχανίας ιματισμού στο Μπαγκλαντές και συμφώνησαν να σχηματίσουν μια κοινή επιτροπή για να καταρτιστεί ένας νέος κανονισμός ασφάλειας. Στις εταιρείες αυτές περιλαμβάνονται «ονόματα» που είναι πολύ γνωστά διεθνώς: Gap Inc, H&M, Inditex, JC Penny, Marks & Spencer, Nike Inc, Primark, Tesco, Wal-Mart and Li & Fung κ.ά.
 
Ωστόσο ο Ρότζερ Χιούμπερτ, αντιπρόεδρος της Li & Fung, δήλωσε ότι υπάρχει ένα όριο στο κατά πόσον μπορούν να παρέμβουν οι εταιρίες. «Υπάρχει ένας νόμος, αλλά επειδή αυτός ο νόμος δεν εφαρμόζεται και επειδή υπάρχει μεγάλη ανεπάρκεια προσωπικού, ανεγείρονται αυθαίρετα και παράνομα κτίσματα. Έχουν υποτυπώδη αρχιτεκτονικά σχέδια, παντελή έλλειψη πυρασφάλειας και άλλα προβλήματα», εξήγησε.
 
Εξάλλου η κυβέρνηση δικαιολόγησε την απόφασή της να αρνηθεί να λάβει βοήθεια από ξένες χώρες. «Δεν νιώσαμε την αναγκαιότητα να κάνουμε έκκληση για επείγουσα βοήθεια από το εξωτερικό», δήλωσε ο Μούστακ Άχμεντ, καθώς οι αρχές διέθεταν «επαρκή» μέσα και σωστικά συνεργεία, πρόσθεσε πάντως ότι η Ντάκα «ευχαρίστησε» πολλές χώρες, όπως η Βρετανία, που προσέφεραν βοήθεια.
 
«Ο στρατός, οι πυροσβέστες, η αστυνομία και οι εθελοντές μας έκαναν πολύ καλή δουλειά. Είμαστε επίσης καλά εξοπλισμένοι», είπε ο υπουργός.
 
Η κατάρρευση αποτέλεσε το τρίτο ιδιαίτερα σοβαρό βιομηχανικό δυστύχημα μέσα σε πέντε μήνες στο Μπαγκλαντές, τη χώρα που κατατάσσεται στην δεύτερη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές ετοίμων ενδυμάτων, μετά την Κίνα. Το Νοέμβριο, μια πυρκαγιά σε υφαντουργία σε ένα προάστιο της πρωτεύουσας είχε στοιχίσει τη ζωή σε 112 ανθρώπους.
 
Η υφαντουργία απασχολεί 3,6 εκατ. ανθρώπους στο Μπαγκλαντές, στην πλειονότητά τους γυναίκες, ορισμένες εκ των οποίων αμείβονται μόλις με 29 ευρώ τον μήνα.