της Τζένης Τσιροπούλου

Τραγικές και απάνθρωπες συνθήκες μονάχα επιβίωσης στη Μόρια, μέσα κι έξω από το επίσημο στρατόπεδο. Κάθε φορά που έρχομαι λέω δεν πάει χειρότερα και την επόμενη φορά είναι όλο και χειρότερα. Και ήμουν στη Μόρια από το καλοκαίρι του 2015. Μέσα λοιπόν στο επίσημο καμπ της ΕΕ, το οποίο έχει χωρητικότητα 3.000 ατόμων αλλά ζουν γύρω στα 7.500 άτομα -με το ένα τρίτο να είναι παιδιά– δύο και τρεις οικογένειες στοιβάζονται μαζί μέσα σε ένα κοντέινερ. Ο ιδιωτικός χώρος της καθεμιάς οριοθετείται με μία κουβέρτα-παραβάν. Οι άνθρωποι υποχρεώνονται κάθε μέρα να στέκονται δύο με τρεις ώρες στην ουρά για να πάρουν πρωινό, το οποίο ίσα-ίσα προλαβαίνεις να το φας και πας να ξαναστηθείς στην ουρά για το μεσημεριανό και μόλις φας την τελευταία μπουκιά πας να ξαναστηθείς στην ουρά για άλλες δυο-τρεις ώρες για να περιμένεις το βραδινό. Η αναμονή γίνεται σε έναν χώρο που μοιάζει με κλουβί και το φαγητό τις περισσότερες φορές είναι χάλια, μου λένε όλοι ανεξαιρέτως οι πρόσφυγες με τους οποίους συνομιλώ. Εφόσον το καμπ έχει γίνει άβατο για τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ, ανεβαίνω στον λόφο δίπλα στη Μόρια και βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια την ατέλειωτη ανθρώπινη ουρά. Σκέφτομαι τη νευρικότητα που μας πιάνει όταν η παραγγελία μας στην ταβέρνα αργεί μόλις 5 λεπτά κι όταν αυτό που παραγγείλαμε δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του ουρανίσκου μας…


Screenshot από βίντεο πρόσφυγα στη μία από τις ουρές για το φαγητό. «Οι ουρές χωρίζονται σε τρεις: μία για οικογένειες, μία για single men και μία για γυναίκες. Πάντα γίνονται τσακωμοί.» 

Εν τω μεταξύ, οι πρόσφυγες καταγγέλλουν ότι συχνά μένουν νηστικοί γιατί οι μερίδες τελειώνουν χωρίς να έχουν παραλάβει όλοι τη σακούλα με τα πλαστικά τάπερ.

Μια κοπέλα από το Αφγανιστάν μού δείχνει ένα βίντεο στο κινητό της:

Μια γιαγιά βαστιέται σε μια μαγκούρα. Το φαγητό έχει τελειώσει και η ίδια δεν έχει προλάβει να πάρει. Ένας Έλληνας αστυνομικός τής φωνάζει «Σκατόγρια! Σκατόγρια! Άι στο διάολο! Θα στο βάλω στον κώλο [το μπαστούνι].» Ο αστυνομικός τής τραβάει το μπαστούνι από το χέρι και της το πετάει μακριά. Το βίντεο αναμένεται να προβληθεί μέσα στις επόμενες βδομάδες σε τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ της ιταλικής τηλεόρασης για τη Μόρια.

Ένας πατέρας από το Αφγανιστάν με τρία μικρά παιδάκια, δεν ξέρει κάθε φορά τι να κάνει: να στηθεί στην ουρά αφήνοντας τρία πιτσιρίκια ολομόναχα ή να μείνει μαζί τους αλλά να μείνουν όλοι νηστικοί; Όσο μας μιλάει για τη ζωή του εδώ, αρχίζει να κλαίει.

 
Τρία χρόνια και ένα μεγάλο εννιαψήφιο χρηματικό ποσό μετά – 800 εκατομμύρια και έπονται άλλα τόσα, ποσό που καθιστά την Ελλάδα την πιο κοστοβόρα ανθρωπιστική ανταπόκριση στην ιστορία – και δεν έχουν λυθεί ούτε τα πιο στοιχειώδη: τροφή και στέγαση.

Τα προβλήματα αμέτρητα. Κανένας υπεύθυνος, για παράδειγμα, δε σκέφτηκε ότι χρειάζονται φώτα στον δρόμο έξω από το καμπ που τον διασχίζουν τόσα παιδιά και αυτοκίνητα το βράδυ;

Video στον δρόμο το βράδυ, όταν τα παιδιά επιστρέφουν μέσα στη Μόρια μετά από δραστηριότητες με τη ΜΚΟ Team Humanity.

Ουρές δεκάδων ανθρώπων για την τουαλέτα, ενώ μικροί και μεγάλοι κάνουν μπάνιο με κρύο νερό αφού δεν έχει ποτέ ζεστό κι ας κρυώνει ο καιρός, όπως μου λένε οι άνθρωποι που ζουν σε λίμπο μέσα στο ΚΥΤ της Μόριας. Ποιος από μας αλήθεια αντέχει να κάνει μπάνιο με κρύο νερό χειμωνιάτικα και μετά να τουρτουρίζει σε σκηνές καλοκαιρινού camping;

Το αίτημά μας με το ιταλικό κανάλι (με το οποίο συνεργάζομαι για μερικές μέρες) για να μπούμε μέσα στο hotspot, το επίσημο καμπ δηλαδή, απορρίφθηκε από το υπουργείο. Ταυτόχρονα, η αστυνομία απαγορεύει στους πρόσφυγες να τραβάνε βίντεο με τα κινητά τους τηλέφωνα. Ένας πρόσφυγας μάς λέει ότι ένας Άραβας τραβούσε βίντεο και μόλις τον είδε ένας αστυνομικός, του πήρε το κινητό, το έσπασε με τη μπότα του και του είπε: «Να, ορίστε, δικό σου τώρα».  

Μας λένε για βιασμούς, ναρκωτικά και πορνεία μέσα στο καμπ. Όλοι θέλουν να μας μιλήσουν για αυτό που υποφέρουν. “Πρόμπλεμ πρόμπλεμ” προφέρουν ασταμάτητα. Όταν τους ρωτάω πόσο καιρό είναι εδώ, η απάντησή τους έρχεται με ακρίβεια πόνου: δεν λένε απλώς δυο μήνες ή δυο χρόνια. Μου λένε ακριβώς πόσους μήνες, μέρες και ώρες ζουν στη Μόρια. Μωρά γεννιούνται στον καταυλισμό και αναρωτιέμαι πώς θα μεγαλώσουν και γιατί τους τσακίζουμε τις ψυχές, τι ανθρώπους φτιάχνουμε και τι άνθρωποι είμαστε;

Χτες γνωρίσαμε έναν έφηβο από τη Συρία. Μια φυσιογνωμία τόσο ευγενική και θλιμμένη μαζί, ένα αγόρι 16 χρονών με αξιοπρέπεια καθηλωτική. Ζει εδώ και ένα χρόνο μέσα στο καμπ της Μόριας. Το αριστερό του χέρι και μπράτσο ήταν γεμάτο μαχαιριές. Είναι το χέρι του που βλέπεις στην κεντρική εικόνα αυτού του κειμένου.

-Πώς τραυματίστηκες;

-Εγώ το έκανα μόνος μου. Γιατί 24 ώρες το 24ωρο δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω παρά να σκέφτομαι και να σκέφτομαι και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω για τη ζωή μου που θέλω τόσο πολύ να τη ζήσω. Το θέλω πολύ. Εδώ ζούμε σε μια μεγάλη φυλακή. Κάθε βράδυ βλέπω τον ίδιο εφιάλτη: είμαι στη Συρία και κάποιος μου φωνάζει και με κυνηγάει. Ευτυχία για μένα είναι να γλιτώσω από τη Μόρια και να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου και να της πω ότι είμαι καλά.

Τις επόμενες μέρες παρατηρώ κι άλλους άντρες με τις ίδιες μαχαιριές στο ένα τους χέρι.

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα προειδοποιούν ότι αυξάνονται οι απόπειρες αυτοκτονίας και οι αυτοτραυματισμοί ανήλικων προσφύγων.

Ακόμα και οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές ΜΚΟ ζητάνε να μεταφερθούν αλλού γιατί νιώθουν ότι και η δική τους ψυχική υγεία καταρρέει.

Οι άνθρωποι που εργάζονται στο πεδίο μιλούν για κακοδιαχείριση στο προσφυγικό ενώ πιστεύουν ότι η απαράδεκτη αυτή κατάσταση διαιωνίζεται εσκεμμένα ώστε να σταλεί το μήνυμα και να αποτραπούν νέες αφίξεις. Αυτό ακριβώς, όπως διέρρευσε, προτάθηκε πολύ πρόσφατα σε κλειστή συνάντηση Ελλήνων και Ευρωπαίων αξιωματούχων καθώς και εργαζομένων στην ανθρωπιστική βοήθεια: Χειροτερέψτε τα για να μην έρθουν κι άλλοι.

Όμως βάρκες φτάνουν σχεδόν καθημερινά, οι άνθρωποι έρχονται και υπάρχουν πάντα κι αυτοί που είναι ήδη εδώ. Δεν τα καταφέρνουν όλοι όμως. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές διαβάζω για τη βάρκα που αναποδογύρισε έξω από τη Σμύρνη. Η ελπίδα τους ήταν να φτάσουν στη Λέσβο. Αντ’ αυτού, στη λίστα του θανάτου προσθέσαμε ακόμα 9 νεκρούς ενώ 25 είναι αγνοούμενοι.


Δέκα άτομα ανάμεσά τους και παιδιά, ζουν σε μια αυτοσχέδια καλύβα χωρίς να έχουν ιδέα πόσο καιρό ακόμα θα βρίσκονται υπό αυτές τις συνθήκες.

Στο αυτοσχέδιο καμπ, στον ελαιώνα έξω από τη Μόρια, ζουν τουλάχιστον 2.000 άνθρωποι. Η μυρωδιά δίπλα στις ελάχιστες χημικές τουαλέτες δεν αντέχεται και τα σκουπίδια ξεχειλίζουν από τους κάδους. Γονείς νεογέννητων αναγκάζονται να κουβαλάνε τα παιδικά καρότσια στον λόφο με τα χώματα και τις πέτρες.


Κατασκευή “σπιτιού” στον καταυλισμό Olive Grove, έξω από το καμπ της Μόριας. Με το συνεργείο του ιταλικού τηλεοπτικού σταθμού. 9 Οκτωβρίου 2018.

Λίγο παρακάτω ακούω το τακ τακ από ένα σφυρί. Ξύλα από παλέτες, για σκεπή ένα τεντόπανο και για πόρτα θα κρεμάσουν μια γκρι κουβέρτα ανθρωπιστικής βοήθειας, για να στριμωχτεί εκεί μέσα μια οικογένεια με γονείς και τέσσερα ανήλικα παιδιά προκειμένου να “προστατευτεί” από τις βροχές και τον χειμώνα που έρχεται. Και αυτοί είναι και από τους πάρα πολύ τυχερούς γιατί βρήκαν τα υλικά και πιάνουν τα χέρια του μπαμπά.

Ακόμα όμως και μέσα στη χειρότερη δυσωδία, που καμία φωτογραφία δεν μπορεί δυστυχώς να μεταφέρει, φτιάχνεις ομορφιά για να αναπνεύσεις λίγο οξυγόνο. Ο Μουσταφά από τον Λίβανο ταΐζει και φροντίζει δέκα σκυλάκια. Τους έχει δώσει ελληνικά και αραβικά ονόματα. Μου δείχνει τα χαρτιά του. Μου λέει ότι στη συνέντευξή του για το άσυλο, ο μεταφραστής που του έφεραν μίλαγε αραβικά από τη Σομαλία τα οποία είναι πολύ διαφορετικά από τα αραβικά του Λιβάνου που μιλάει ο ίδιος.

Τα πιτσιρίκια φτιάχνουν αυτοκινητάκια από πλαστικά μπουκάλια και κολλάνε καπάκια για ρόδες, οι άντρες βάζουν μουσική στα κινητά τους, οι γυναίκες μαγειρεύουν, πλένουν τα ρούχα στο χέρι και πιάνουν την κουβέντα.

Δίπλα στο τανκς της Σαφάντ, η μικρή Καμάρ από το Ιράκ ζωγραφίζει έναν ήλιο, τη θάλασσα και μια ελληνική σημαία όπως τη φαντάζεται εκείνη. Αρκετά προσφυγόπουλα περνούν τα απογεύματά τους δίπλα στο καμπ, στο Hope and Peace Centre της δανέζικης ΜΚΟ Team Humanity, κάνοντας δραστηριότητες όπως ποδόσφαιρο στο τσιμέντο, χορό και σινεμά. Η οθόνη του σινεμά είναι ένα άσπρο χαρτόνι καρφωμένο σε δύο ξύλινα κοντάρια. Τα παιδιά φωνάζουν συχνά-πυκνά πάνω στο παιχνίδι τους ένα σύνθημα: “Μόρια no good. Μόρια no good”.

Και με έναν τρόπο που δεν τον βάζει ο νους μας, οι άνθρωποι αυτοί μάς χαμογελούν χωρίς να μας ξέρουν, είναι ευγενικοί, δε μας ζητάνε τίποτα άλλο παρά να μιλήσουμε, να μιλάμε στον κόσμο για το τι συμβαίνει στις ζωές τους, να μην ξεχαστούν για πάντα ανάμεσα στα σκουπίδια και στα σκισμένα τεντόπανα. Χρειάζονται όσο πιο άμεσα γίνεται ένα ασφαλές και ανθρώπινο μέρος. Χρειάζονται ζωή.


Προσφυγόπουλα από το Αφγανιστάν αφήνουν το παιχνίδι για λίγο και τρέχουν να σε αγκαλιάσουν με όλη τους τη δύναμη.

Από τη συγγραφή μέχρι τη δημοσίευση του κειμένου προέκυψαν τα καλά νέα ότι ο πατέρας από το Αφγανιστάν με τα τρία ανήλικα παιδιά του μεταφέρθηκαν από τη Μόρια στο πολύ καλά οργανωμένο δημοτικό καμπ για οικογένειες προσφύγων, το Καρά Τεπέ. 

Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου είναι του Ιταλού δημοσιογράφου Valerio Cataldi.

Οι φωτογραφίες -εκτός από τη φωτογραφία με τον άντρα και τα τρία παιδιά του και την τελευταία- είναι της συντάκτριας και είναι τραβηγμένες με κινητό τηλέφωνο.