Νέα στοιχεία για την υπόθεση κατεγγελιών του Ιωάννη Αγγελή  φέρνει στη δημοσιότητα η εφημερίδα Documento, σχετικά με τα όσα έχει καταθέσει για την υπόθεση Novartis. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο  αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η διαφωνία του έγκειται στον τρόπο που έγινε η έρευνα για την υπόθεση Novartis και όχι στο αν πρόκειται για σκάνδαλο.

Όπως αναφέρει, δεν ερευνήθηκαν 14 λογαριασμοί καθώς και πληροφορίες για τον Δημήτρη Αβραμόπουλο. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου έδωσε εντολή για διερεύνηση όσων έχουν καταλογιστεί στον Ι. Αγγελή από την απέναντι πλευρά των συναδέλφων του και όχι για πειθαρχική αγωγή όπως έχει γραφτεί.

Ο Ι. Αγγελής επισημαίνει ότι έχει πράγματι υπάρξει αναφορά για τον Δημήτρη Αβραμόπουλο στην συνάντηση στη Βιέννη, καθώς υπογραμμίζεται πως «έγινε πράγματι συζήτηση για συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο. Ειδικότερα, αναφέρει ο Ι. Αγγελής,  «οι εκπρόσωποι της “αμερικανικής πλευράς” μας ανέφεραν ότι συγγενικό πρόσωπο αυτού του πολιτικού χρησιμοποιεί λογαριασμό στις ΗΠΑ, ο οποίος (λογαριασμός) δέχεται χρήματα από άλλον λογαριασμό τράπεζας, που βρίσκεται σε συγκεκριμένη ευρωπαϊκή χώρα».


Σχετικά με τον «Ρασπούτιν», που σύμφωνα με δημοσιεύματα είναι ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο Ι. Αγγελής αναφέρει πως «το άτομο το οποίο εξύφανε τη σε βάρος μου σκευωρία έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια “τύπου Ρασπούτιν” (όρος που έχει χρησιμοποιηθεί από την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράϊκου), έχει προσβάσεις στα ΜΜΕ, έχει νομικές γνώσεις, χωρίς να αποκλείεται να έχει γνώσεις μυστικών υπηρεσιών, αφού η κατασκευή του σεναρίου για δήθεν “στικάκι” μόνο σε σενάρια μυστικών υπηρεσιών μπορεί συνειρμικά να οδηγήσει».

Η «κάλυψη» που προσέφερε η Τουλουπάκη στον Μανιαδάκη

Όπως τονίζει ο Ι. Αγγελής ήταν λανθασμένη  η κίνηση να καταστεί προστατευόμενος μάρτυρας ο Νίκος Μανιαδάκης, για τον οποίο από το 2015 ήδη υπήρχαν ανοιχτές δικογραφίες σε βάρος του για εμπλοκή στο σκάνδαλο Novartis.

Καθώς, ενώ κατά τη διάρκεια της έρευνας υπήρξαν και καταθέσεις σε βάρος του, και λίγες μόλις ημέρες αφότου οι αμερικανικές αρχές έδωσαν την άδειά τους τις ελληνικές αρχές να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία που είχαν δοθεί για το συγκεκριμένο πρόσωπο, «είναι απορίας άξιον», τονίζει, «για ποιους λόγους η κ. Τουλουπάκη αποφάσισε να τον θέσει υπό καθεστώς προστασίας». Έτσι, «με την ενέργεια αυτή δόθηκε η ευκαιρία στον ίδιο (Νικόλαο Μανιαδάκη) αλλά και στους άλλους επίσης εμπλεκόμενους να μαθαίνουν πληροφορίες σχετικά με την πορεία της έρευνας και έτσι να προετοιμάζουν τη στρατηγική της υπεράσπισής των».

Όπως επισημαίνει, σειρά πληροφοριακών εγγράφων –από τα οποία προκύπτει ότι οι ΗΠΑ διερευνούν και ευθύνες πολιτικών προσώπων– δεν είχαν διερευνηθεί από την Εισαγγελία Διαφθοράς, ενώ προκύπτει ότι για δύο περιπτώσεις πολιτικών οι Αμερικανοί είχαν δώσει άδεια να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα στοιχεία που είχαν αποστείλει.

Οι ενστάσεις για τον τρόπο λήψης των καταθέσεων

Σχετικά με τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, ο Ι. Αγγελής είχε σοβαρές ενστάσεις για τον τρόπο εξέτασής τους, τονίζοντας πως «δεν παρουσιάζουν μια “λογική – χρονική ενότητα”, με αποτέλεσμα να “αποδυναμώνονται” λόγω της “κατάτμησής των”», ενώ προσθέτει πως «ο τρόπος λήψης τους αποδυναμώνει όχι μόνον την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά και την ικανότητα των προανακριτικών υπαλλήλων που τις έλαβαν, αφού δεν κατάφεραν (δικονομικώς, διά των καταλλήλων διευκρινιστικών ερωτήσεων) να μετατρέψουν τις υποκειμενικές κρίσεις σε αντικειμενικά πραγματικά γεγονότα, που απαιτούν τα εγκλήματα που διερευνώνται».

«Το κύριο χαρακτηριστικό των μαρτυρικών καταθέσεων –των προστατευόμενων μαρτύρων– είναι ότι αυτές δεν παρουσιάζουν μια “λογική – χρονική ενότητα”, με αποτέλεσμα να “αποδυναμώνονται” λόγω της “κατάτμησής των”. Επίσης ως προς τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα (π.χ. δωροδοκίες πολιτικών προσώπων) οι καταθέσεις περιέχουν πρωτίστως αξιολογικές – υποκειμενικές και αόριστες κρίσεις και όχι συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δημιουργία των επαρκών εκείνων ενδείξεων ενοχής, που απαιτούνται (σε πρώτο διαδικαστικό στάδιο) για την άσκηση ποινικής δίωξης».

«Ο τρόπος λήψης τους αποδυναμώνει όχι μόνον την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά και την ικανότητα των προανακριτικών υπαλλήλων που τις έλαβαν, αφού δεν κατάφεραν (δικονομικώς, διά των καταλλήλων διευκρινιστικών ερωτήσεων) να μετατρέψουν τις υποκειμενικές κρίσεις σε αντικειμενικά πραγματικά γεγονότα, που απαιτούν τα εγκλήματα που διερευνώνται. Εκ των υστέρων έγιναν προσπάθειες να διορθωθούν τα παραπάνω λάθη, με τη συμπληρωματική κατάθεση των ιδίων ως άνω μαρτύρων, εκ των οποίων όμως ο ένας (Ιωάννης Αναστασίου = Νικόλαος ΜΑΝΙΑΔΑΚΗΣ) είχε μετατραπεί σε κατηγορούμενο. Η προσπάθεια αυτή, που συνίσταται στο να μετατραπούν τα “ήξεις αφήξεις” των αρχικών καταθέσεων σε βεβαιότητα, δεν μπορεί να “αποδώσει αποτελέσματα” (επαρκείς ενδείξεις), αφού ουσιαστικώς ενδυναμώνουν “την αδυναμία” των αρχικών καταθέσεων».

Δομικά προβλήματα στην λειτουργία της εισαγγελίας διαφθοράς

Ο Ι. Αγγελής υπογραμμίζει ότι από την καθιέρωση του εισαγγελέα Διαφθοράς με τον ν. 4022/2011, παρατηρούνται δομικά και σημαντικά προβλήματα «Από την καθιέρωση του εισαγγελέα Διαφθοράς μέχρι και σήμερα έχουν τοποθετηθεί δυο αντεισαγγελείς Εφετών ως προϊστάμενες, ήτοι η κ. Ελένη Ράικου, (από την ίδρυσή του μέχρι και τον Απρίλιο του 2017) και η κ. Ελένη Τουλουπάκη (από τον Απρίλιο του 2017 μέχρι και σήμερα). Σκοπός της καθιέρωσης του εισαγγελέα Διαφθοράς είναι μεταξύ των άλλων και η (κατά λέξη) “σε κάθε περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση που διενεργείται για τα ως άνω εγκλήματα (να) ολοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών” και όχι σε προθεσμία τριών μηνών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 31 ΠΔ, για τα εγκλήματα που δεν έχουν σχέση με τη διαφθορά».

«Μετά την άρνηση της κ. Τουλουπάκη, παρά τη γραπτή σ’ αυτήν παραγγελία μου –υπάρχει στο Αρχείο της Εισαγγελίας–, να μου υποβάλει πίνακα εκκρεμοτήτων, ζήτησα από τους επίκουρους εισαγγελείς να μου γνωστοποιήσουν “την εκκρεμότητα που έχουν στα χέρια τους”, πράγμα το οποίο και έγινε. Με έκπληξή μου διαπίστωσα ότι η εκκρεμότητα υπάρχει από το έτος 2013, ήτοι από καθιερώσεως του εισαγγελέα Διαφθοράς, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ουδεμία ανακριτική ενέργεια προκύπτει ότι έχει γίνει μέχρι και σήμερα. Δεν μου δόθηκε χρόνος να εξετάσω μια – μια τις δικογραφίες που εκκρεμούν, είναι βέβαιον όμως ότι, εάν η εκκρεμότητα αυτή υπήρχε σε άλλους εισαγγελείς, όχι μόνον θα είχαν ελεγχθεί πειθαρχικώς, αλλά πιθανόν να είχαν κριθεί και ως ανεπαρκείς (κατά την έννοια του Ν. 1756/1988) ως εισαγγελικοί λειτουργοί.

Από τη μελέτη του πίνακα εκκρεμοτήτων, όπως αυτός συντάχθηκε από εμένα, γίνονται οι παραπάνω διαπιστώσεις: Κάθε δικογραφία “χρεώνεται” σε δύο τουλάχιστον επίκουρους εισαγγελείς. Αυτοί υπό τον έλεγχο της εκάστοτε προϊσταμένης διενεργούν τις σχετικές ανακριτικές πράξεις, μετά το πέρας των οποίων υποβάλλουν γραπτή αναφορά – πόρισμα. Στη συνέχεια δε η προϊσταμένη εισαγγελέας Διαφθοράς (στην πράξη μέχρι τώρα η κ. Ράικου ή κ. Τουλουπάκη) εγκρίνει ή δεν εγκρίνει το πόρισμα. Στην πράξη βέβαια πάντα συμφωνεί με την αναφορά (δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου αντίθετη περίπτωση), αφού αυτή ουσιαστικώς κατευθύνει και καθοδηγεί τις έρευνες. Ουσιαστικώς δηλαδή εγκρίνει τις μέχρι τότε ενέργειες που η ίδια έχει κάνει».

Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ εδώ