Στην ανακοίνωση της η ΕΙΤΗΣΕΕ υπογραμμίζει πως πρέπει να διασφαλισθούν δύο προϋποθέσεις. Το ζήτημα της νομιμότητας του είναι μία από αυτές, όμως η Ένωση υπογραμμίζει πως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι κανόνες διαφάνειας.
 
Σύμφωνα με την ΕΙΤΗΣΕΕ στο νόμο Παππά υπάρχουν πολλές δεσμεύσεις «εκ των οποίων και το ίδιο το ΕΣΡ έχει αποφανθεί αρνητικά τόσο κατά την ψήφιση του νόμου όσο και πολύ πρόσφατα. Πέραν των κρίσιμων ζητημάτων του αναιτιολόγητα περιορισμένου αριθμού των αδειών και της υιοθέτησης του συστήματος δημοπρασίας που ουδεμία λογική σχέση έχουν με τη σύγχρονη ψηφιακή τηλεοπτική εποχή, διαπιστώνεται ότι η νέα  προκήρυξη εν πολλοίς αναπαράγει αυτολεξεί την προκήρυξη του διαγωνισμού 2016 που ακυρώθηκε ενώ δεν προβλέπονται αυτονόητες ασφαλιστικές δικλείδες που θα ενισχύσουν την διαφάνεια και τον υγιή ανταγωνισμό δίνοντας λύση στα καίρια γνωστά προβλήματα σχετικά με τον τρόπο που έγινε ο διαγωνισμός το 2016».
 
Μεταξύ άλλων τονίζει ότι θεωρεί απαραίτητο το έλεγχο του «πόθεν έσχες» πριν το διαγωνισμό καθώς και την κατάθεση εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης από όσους θα συμμετάσχουν σε αυτόν, κάτι το οποίο δεν προβλέπεται. «Συνεπώς για ακόμη μια φορά δεν διασφαλίζεται πως θα αποφύγουμε τα τραγελαφικά γεγονότα τύπου “βοσκοτόπων” που κάποιος μπορεί να επαναλάβει και να αποδειχθεί κατόπιν εορτής» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
 
Τέλος, τονίζει ότι κάθε νέος επενδυτής θα πρέπει να πληρώσει το τίμημα των 35 εκατομμυρίων ευρώ, να έχει 400 εργαζόμενους και να διαθέτει πλήρη υλικοτεχνική υποδομή, studios και εγκαταστάσεις και ασφαλώς πρόγραμμα και περιεχόμενο, ενώ θα πρέπει να έχει μετοχικό κεφάλαιο 8 εκατομμυρίων ευρώ.
 
«Αυτές οι προϋποθέσεις προφανώς και όχι μόνο δεν αποτελούν εμπόδιο για την είσοδο της υγιούς επιχειρηματικότητας στον χώρο, αλλά λειτουργούν υπέρ των υγιών νεοεισερχομένων, καθώς απλά αποκλείουν την παρουσία τυχάρπαστων και «λαγών» που ζημιώνουν την αξιοπιστία της διαδικασίας και το τελικό αποτέλεσμα. Ελπίζουμε  οι αρμόδιοι να κινηθούν στην κατεύθυνση καθαρών και αδιάβλητων διαδικασιών στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού» καταλήγει η ανακοίνωση.