H νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία και να γίνει πιθανόν πιο χαλαρή, σε περίπτωση που δεν αυξηθεί ο δομικός πληθωρισμός, συνιστά το ΔΝΤ στην έκθεσή του, υπογραμμίζοντας την ανάγκη επιτάχυνσης της αντιμετώπισης των  «κόκκινων» δανείων. Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και να γίνουν περισσότερες επενδύσεις σε υποδομές με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, ώστε να βοηθηθούν οι χώρες που δεν έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια.
 
«Στην Ευρωζώνη, με τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό να είναι ακόμα χαμηλότερες από τον στόχο και με αρκετές οικονομίες να συνεχίζουν να λειτουργούν κάτω από τις παραγωγικές δυνατότητές τους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να διατηρήσει την τρέχουσα διευκολυντική της πολιτική», σημειώνει το ΔΝΤ, προσθέτοντας: «Πρόσθετη χαλάρωση πιθανόν να είναι αναγκαία, εάν ο δομικός πληθωρισμός δεν αυξηθεί. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η νομισματική πολιτική θα είναι πιο αποτελεσματική, εάν στηριχθεί με μέτρα για την εξυγίανση των ισολογισμών, την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα, τη χρήση του δημοσιονομικού χώρου, όπου αυτός είναι διαθέσιμος, και την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
 
Συγκεκριμένα, το Ταμείο θέτει ως απαραίτητες προτεραιότητες:
 

  • Μία κρίσιμη προτεραιότητα για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τον περιορισμό των καθοδικών κινδύνων στην Ευρωζώνη είναι να επιταχυνθεί η αποκατάσταση των τραπεζικών ισολογισμών και η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μεταξύ άλλων, με έναν συνδυασμό μεγαλύτερης εποπτικής ενθάρρυνσης, μεταρρύθμισης του πτωχευτικού πλαισίου και την ανάπτυξη αγορών για προβληματικό χρέος.
  • Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, μεταξύ άλλων με την καθιέρωση ενός κοινού προγράμματος εγγύησης καταθέσεων με ένα κοινό αποτελεσματικό δημοσιονομικό δίχτυ ασφαλείας, παραμένει επίσης μεγάλης σημασίας ζήτημα. Τα μέτρα αυτά θα ενίσχυαν τη μετάδοση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία και θα διευκόλυναν τις συγχωνεύσεις και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα.
  • Μεγαλύτερες επενδύσεις υποδομών, σε κεντρικό επίπεδο, θα βοηθήσουν τις χώρες με συνεχιζόμενο έλλειμμα ζήτησης, οι οποίες δεν διαθέτουν τον δημοσιονομικό χώρο ή πρέπει να κάνουν προσαρμογή, λόγω υψηλού και αυξανόμενου χρέους. Όπου απαιτείται προσαρμογή, αυτή θα πρέπει να γίνεται σταδιακά και με έναν φιλικό στην ανάπτυξη τρόπο. Σε χώρες που έχουν δημοσιονομικό χώρο, όπως η Γερμανία, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητας καθώς και της ζήτησης. Αυτό θα συμβάλλει, με τη σειρά του, στη μείωση των πλεονασμάτων τους στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, θα στηρίξει μία νέα ισορροπία στην Ευρωζώνη και θα δημιουργήσει θετικές επιδράσεις της ζήτησης σε άλλες χώρες.
  • Οι συνέργειες μεταξύ των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των πολιτικών διαχείρισης της ζήτησης πρέπει να αξιοποιηθούν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Όπου η ζήτηση είναι ακόμα αδύναμη, αλλά δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, μία δημοσιονομική στήριξη, που θα είναι ουδέτερη για τον προϋπολογισμό, μπορεί να αυξήσει τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση ή στην αγορά εργασίας. Μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας χρειάζονται για να ενθαρρυνθεί ο δυναμισμός των επιχειρήσεων, να αυξηθούν τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και να αντιμετωπισθεί ο δυαδισμός της αγοράς εργασίας. Οι μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς θα βοηθούσαν στην ενίσχυση της παραγωγικότητας.
  • Η ενσωμάτωση των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό πρέπει να διευκολυνθεί με μία ταχεία διαδικασία στις αιτήσεις για τη χορήγηση ασύλου, την εκμάθηση της γλώσσας και τη βοήθεια στην αναζήτηση εργασίας, την καλύτερη αναγνώριση των δεξιοτήτων των μεταναστών μέσω συστημάτων διαπίστευσης και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των μεταναστών.