Όπως παλαιότερα διακρίναμε ανάμεσα στην υψηλή λογοτεχνία και τα λαϊκά ρομάντζα, τα αισθηματικά μυθιστορήματα που πουλούσαν τα περίπτερα, έτσι θα λέγαμε ότι μπορούμε να διακρίνουμε παλιότερα ανάμεσα στην μαχητική, ερευνητική δημοσιογραφία και την δημοσιογραφία επιπέδου lifestyle.

Ο Νίκος Χατζηνικολάου στις συνεντεύξεις του μέχρι σήμερα χαρακτηριζόταν αν μη τι άλλο από ευπρέπεια και από έναν σεβασμό προς τα προσχήματα. Δεν έκρυψε δηλαδή την πολιτική του προτίμηση, αλλά τις συνεντεύξεις του μπορούσε κανείς γενικά να τις παρακολουθήσει με ενδιαφέρον. Αυτό δεν είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρει κανείς: μπορεί να θέσει ένα δύσκολο ερώτημα, να λάβει μία απάντηση που δεν είναι ικανοποιητική και αντί να επιμείνει, να παραστήσει τον ικανοποιημένο.

Η συνέντευξη του Νίκου Χατζηνικολάου με τον Πρωθυπουργό χθες έμοιαζε με τη συνέντευξη που θα έπαιρνε κανείς από έναν πολιτικό που έχει αποσυρθεί εδώ και δεκαετίες από την ενεργό πολιτική δράση, ήταν συνέντευξη που θα έδινε σε μία εκπομπή που ασχολείται με τα ρούχα, τη μόδα,  προκειμένου να δείξει το ανθρώπινό του πρόσωπο, που κρύβεται πίσω από τον πολιτικό-τεχνοκράτη. Δεν ήταν όμως αυτός ο συνεντευξιαζόμενος. Ήταν ο Πρωθυπουργός που μόλις έκλεισε 100 μέρες διακυβέρνησης της χώρας, με ήδη πολλές και τουλάχιστον αμφιλεγόμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες, αλλά και πολύ κρίσιμα ζητήματα να μαίνονται στο προσκήνιο. Αντι να μιλήσουν γι αυτά, ο Χατζηνικολάου έκανε μια αγιογραφία που θα ζήλευε ο Γιάννης Πρετεντέρης και οι δύο παρατηρητές στο Μαξίμου, που μιλούσαν με τον Σαμαρά για το «free wi-fi» και τον άκουγαν να αισθάνεται τη νίκη του στις Ευρωεκλογές.

Ο Μητσοτάκης μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, ακούσαμε τους γονείς του να μιλούν συγκινημένοι για την γέννησή του, είδαμε τι κάνει στον ελεύθερο χρόνο του και οι ερωτήσεις που του έκανε ο Χατζηνικολάου αφορούσαν τις αθλητικές του προτιμήσεις και τις προτιμήσεις του στο φαγητό. Προβλήθηκε και πάλι (και μάλιστα χωρίς ειρωνεία) το διαβόητο βίντεο “καλέ τι γκόμενος είσαι” και πραγματικά είναι να αναρωτιέται κανείς πώς δεν ντράπηκε ο Νίκος Χατζηνικολάου να κάνει αυτή τη συνέντευξη. Η συνέντευξη έκλεισε με μια περιήγηση στο Μέγαρο Μαξίμου, με τον δημοσιογράφο να ρωτάει τον Πρωθυπουργό για τους πίνακες και αν γυμνάζεται μετά την σκληρή του δουλειά.

Γνωρίζουμε πολύ καλά το πώς λειτουργούν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και το απόλυτα φιλικό μιντιακό τοπίο μέσα στο οποίο κινείται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τα μέσα ενημέρωσης γνωρίζουμε πια πολύ καλά ότι δεν είναι βιώσιμα και εξαρτώνται από τις πολιτικές διασυνδέσεις και τις τράπεζες για να επιβιώσουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι η δημοσιογραφία στα συστημικά μέσα ενημέρωσης δεν μπορεί παρά να λιβανίζει τους πάτρωνές της και να συκοφαντεί τους αντιπάλους της.

Υπάρχει αυτή τη στιγμή μία διαχείριση του προσφυγικού στην οποία  έχουμε αναδιπλώσεις της κυβέρνησης, κατηγορίες από τη Διεθνή Αμνηστία ότι αυτό που συμβαίνει είναι παράνομο και κατηγορίες ότι η στέρηση του ΑΜΚΑ στους αιτούντες άσυλο εκτός από απάνθρωπη είναι και παράνομη. Έχουμε ένα αναπτυξιακό νομοσχέδιο που θίγει πληθώρα δικαιωμάτων και κεκτημένων, απαλλάσσει μηντιάρχες από την υποχρέωση δήλωσης πόθεν έσχες, ωφελεί «μεγαλοεπενδυτές» και απειλεί δημοσίους λειτουργούς. Έχουν περάσει 100 μέρες διακυβέρνησης με ζητήματα όπως αυτό της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, των τροπολογιών Βρούτση στα εργασιακά, του Ελληνικού, του επικεφαλής της ΕΥΠ, της σύνθεσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, την επιλογή ενός κομματικού προσώπου για την ΕΡΤ, την προσφυγική κρίση και τις πρώτες συνομιλίες με την τρόικα για τις οικονομικές δεσμεύσεις της χώρας. Ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες δημοσιογράφους έχει απέναντί του τον πρωθυπουργό και τον ρωτάει ποιο είναι το αγαπημένο του φαγητό. Κάτι έχει πάει πολύ στραβά.

Χρειάστηκε να φτάσουμε στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης, μετά τη 1 το βράδυ, προκειμένου ο πρωθυπουργός να ερωτηθεί για πρώτη φορά μήπως είναι πολύ συγκεντρωτικός κι επίσης να γίνει αναφορά στο σκάνδαλο Novartis προκειμένου να τεθεί το ερώτημα μήπως θα έπρεπε να πάει στη φυλακή ο Τσίπρας ή ίσως θα έπρεπε να του τη χαρίσουν και να πάει απλώς σπίτι του.

Το γεγονός ότι προβλήθηκε και πάλι το βίντεο «τι γκόμενος είσαι» είναι συμβολικό: δεν έχουμε δημοσιογραφία χωρίς οικονομική ανεξαρτησία. Το αποτέλεσμα είναι ότι θα βλέπουμε περισσότερες τέτοιες «συνεντεύξεις», δηλαδή αχαλίνωτη δοξολογία, διότι οι χρηματοδότες της δεν εντυπωσιάζονται από τις καλές ερωτήσεις, αλλά από την πειθήνια εξυπηρέτηση κομματικών συμφερόντων.

Από μια άποψη αυτό είναι προτιμότερο: αντί να έχουμε μία ψευδομαχητική δημοσιογραφία, με στόχους όμως επιλεγμένους από τον χρηματοδότη, έχουμε ένα εγκώμιο που εξευτελίζει τη δημοσιογραφία, αλλά υπενθυμίζει τι χρειαζόμαστε. Δημοσιογραφία που δεν γίνεται δυσάρεστη, είναι δημόσιες σχέσεις, λένε, αλλά αυτό που είδαμε χθες δεν είχε καν τον προβληματισμό που θα βλέπαμε σε μία ειλικρινή συζήτηση μεταξύ φίλων. Υπό μία έννοια, αυτό το χθεσινό αίσχος που παρακολουθήσαμε έχει την θετική του πλευρά. Δείχνει το άκρoν άωτον μιας πολιτικής αγιογραφίας, τον εξευτελισμό του ελέγχου της εξουσίας και θα μπορούσε να διδάσκεται στις σχολές δημοσιογραφίας ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Κάτι μας λέει πάντως ότι έχουμε να δούμε πολλά τέτοια ακόμα.

Έχουμε καταλάβει όλοι πόσο γκόμενος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Χρειάζεται πού και πού να κρίνεται για όσα κάνει.