Είτε κάποιος είναι λάτρης των λογοπαιγνίων, είτε όχι, ακούγοντας την κωμωδία του Αριστοτέλη Ρήγα δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως έχει χαρακτήρα.

«Ονειρεύομαι να μπορέσουμε μια μέρα να κάνουμε μια παρέλαση ρε παιδί μου, να βγούμε όλοι στους δρόμους, να λέμε δημόσια λογοπαίγνια.και να μπορεί να λέει ο άλλος, ότι “ξέρεις κάτι φίλε μου, εντάξει, είναι δεκτά και τα λογοπαίγνιά σου, έχω φίλους που κάνουν λογοπαίγνια”» θα δηλώσει κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στο ΜηνΌρε του TPP, βάζοντας επιτέλους ένα όραμα στο τραπέζι.

«Είναι σύνδρομο. Αυτό περιγράφεται. Ναι στην ιατρική ορολογία περιγράφεται. Υπάρχει ένα κατώφλι λογοπαιγνιών που είναι ανεκτά, απ’ το μέσο ανθρώπινο εγκέφαλο. Όταν υπερβείς αυτό το κατώφλι, σου φαίνεται ενοχλητικό. Θέλω να σε καθησυχάσω, γιατί λίγο πιο ψηλά είναι το κατώφλι της εξοικείωσης. Που πια τι θα γίνει; Θα το κάνεις ως εξής: Τα ξέρω απ’ τη ζωή μου. Τα ‘χω ζήσει εγώ αυτά. Λες λογοπαίγνια, λες λογοπαίγνια, αντιδρούνε οι άνθρωποι, δυσανασχετούν και κάποια στιγμή σταματάνε να αντιδρούν» αναφέρει ακόμα, ενώ για όσους πιστεύουν πως η ιστορία σταματάει εδώ, έχει κι άλλο:

«Υπάρχει και το άλλο στάδιο, που έχεις μάθει, έχει συνηθίσει ο εγκέφαλός σου ν’ ακούει και λες τώρα “θα ‘λεγε αυτό”. Και μπορεί να το πεις εσύ το λογοπαίγνιο. που θα ‘λεγε ο άλλος. Αυτό είναι το τρίτο στάδιο. Εκεί πια είναι ρε παιδί μου, ότι αν δε μπορείς να τους νικήσεις, τους αγκαλιάζεις. Και αυτό θέλω να κάνω εγώ. Θέλω να φτιάξω ένα κόσμο, στον οποίο, να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα στο να λέει κανείς δημόσια λογοπαίγνια. Δηλαδή αυτό το πράγμα που υφίστανται οι άνθρωποι που λένε λογοπαίγνια, αυτό το πογκρόμ, αυτή η δίωξη, η ντροπή, η κοινωνική κατακραυγή, ας πούμε, να τελειώσει.» αποκαλύπτει.

-Γιατί είναι έτσι ενοχοποιημένα τα λογοπαίγνια; Είναι καμία λειτουργία πρωτόγονη του οργανισμού, που πρώτα αντιδράει και μετά ενοχλείται. Μήπως πειράζει που μπορεί να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να πιάσεις το νόημα…

-Τα λογοπαίγνια είναι μία πολύ εύκολη προσιτή πηγή χαράς, η οποία χαρά, γενικά στην κοινωνία που ζούμε, είναι υπό διωγμόν. Δηλαδή οι άνθρωποι θέλουν να εμφανίζονται σοβαροί, με βαρύτητα, με κύρος κ.τ.λ. και τα λογοπαίγνια υποσκάπτουν αυτή την εικόνα. Δηλαδή το γέλιο είναι όντως επαναστατικό. Δηλαδή μπορείς, ένας από τους τρόπους που έχεις να καταπολεμήσεις την εξουσία, είναι να την γελοιοποιήσεις. Δεν επιτρέπεται το γέλιο. Ο αυτοσαρκασμός δεν επιτρέπεται. Είναι ποινικοποιημένος. Δηλαδή οι άνθρωποι δε λένε λογοπαίγνια, γιατί δε θέλουν οι ίδιοι να υποσκάψουν τη σοβαρή εικόνα που εκπέμπουν. Και γι’ αυτό δε γελάνε ποτέ με λογοπαίγνια που λένε άλλοι. Γιατί, σαν ένοχη απόλαυση την επιτρέπουν στον εαυτό τους, το να σκέφτονται λογοπαίγνια.

Κάτι η λατρεία του για τα λογοπαίγνια, κάτι η αναγνωρισιμότητα η δική του και η ταυτόχρονη εξέλιξη της σκηνής του stand up comedy, ήρθε και η πρόταση από τον… ακατανόμαστο:

-Κάποια στιγμή το καλοκαίρι, μου χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω και μου λέει μία κυρία, ότι είμαι απ’ την τάδε εταιρεία και έχουμε μία πρόταση για σας, για να παίξετε σε μία ταινία του Μάρκου Σεφερλή. Αυτό το πράγμα που έχει βγει τώρα. Και σκαλώνω για λίγα δευτερόλεπτα και λέω – χωρίς να καταλαβαίνω καν – “ευχαριστώ, δε μ’ ενδιαφέρει”.

-Πω, πω, γλίτωσες τη σφαίρα…

-Εννοώ ρε παιδί μου, ότι ο λόγος που το έκανα, μετά άρχισα να σκέφτομαι, γιατί το είπα έτσι; Πέρα από το γεγονός ότι δε συμφωνώ με την αναπαραγωγή των σεξιστικών και ρατσιστικών στερεοτύπων μέσα από το χιούμορ…

-Σ’ αυτό είναι μάστορας ο Σεφερλής.

-Ναι, διαφωνώ μ’ αυτό το πράγμα. Κυρίως νομίζω, ότι σε ένα συναισθηματικό επίπεδο, θεωρώ ότι φταίει ο Σεφερλής, που από το ’12 που ξεκίνησα να κάνω stand up comedy, μπόρεσα να βάλω λογοπαίγνιο και να περάσει σε παράσταση το ’16. Δηλαδή έλεγα λογοπαίγνια – είναι γονιδιακό αυτό το πράγμα – λέω πάντα λογοπαίγνια. Έλεγα πάντα λογοπαίγνια και θα λέω λογοπαίγνια. Τα έλεγα σε παραστάσεις, οι αντιδράσεις του κοινού ήταν: “πωωω, χαχαχα”. Πρώτα το πωωω και μετά το χαχαχα. Δηλαδή πρώτα να το κατακρίνω και μετά να γελάσω μ’ αυτό. Και φταίει αυτό. Φταίει το γεγονός ότι έχουμε μάθει να τα κατακρίνουμε, επειδή τα έλεγε αυτός ο άνθρωπος. Δηλαδή δικά του ήταν αυτά, αυτή η αισθητική, όλο αυτό το πράγμα. Μιλάμε για πολλή δουλειά για ν’ αποσυνδεθεί η σύντομη φόρμα του αστείου από τον Σεφερλή. Το λογοπαίγνιο δεν είναι Σεφερλής. Προϋπήρχε.

-Πόσο πίσω πάει το λογοπαίγνιο;

-Ξέρεις πόσο πίσω πάει το λογοπαίγνιο; Υπάρχει λογοπαίγνιο στον Αριστοφάνη. Ναι, δεν θυμάμαι σε ποια κωμωδία του, είναι ο σκλάβος που κάθεται πάνω στη γέφυρα και ξύνει τα απαυτά του. Και του λέει ο άλλος: “δε ντρέπεσαι να κάθεσαι στη γέφυρα και να ξύνεις τα απαυτά σου”; Και λέει: “Τι θα ήταν προτιμότερο αυτό ή το να κάθομαι στ’ απαυτά μου και να ξύνω τη γέφυρα;

Δηλαδή υπάρχει one liner, το οποίο αποδίδεται στο Σωκράτη, που του λέγανε: “τι λες γι’ αυτούς τους ανθρώπους που σε κατηγορούν πίσω απ’ την πλάτη σου”; και έχει απαντήσει: “όταν λείπω, δε με πειράζει και να με μαστιγώνουν”. Το οποίο είναι word play όμως. Δηλαδή είναι σύντομο αστείο. Το άλλο που πήγε ο Αλέξανδρος στο Διογένη και έκατσε στον ήλιο μπροστά και του λέει: “τι να σου δώσω”; και του λέει ο Διογένης: “αποσκότησόν με”. Δηλαδή “φύγε από το σκοτάδι” ή αλλιώς “μη με σκοτίζεις”. Είναι λογοπαίγνια από τότε. Υπάρχουν αυτά τα λογοπαίγνια. Δηλαδή, όσο υπάρχει γλώσσα, έχει υπάρξει και το λογοπαίγνιο. Πάνε μαζί.

Τα μουσικά Τουρλού

Η κωμωδία του Αριστοτέλη έχει μία ακόμα ιδιομορφία. Το μουσικό αυτί του και η αχόρταγη φαντασία του, και φυσικά το μουσικό του ταλέντο, τον οδήγησαν εδώ και χρόνια να πειράζει τα τραγούδια, με τρόπο που μάλλον τα κάνει να… κοκκινίζουν. Πριν από έναν χρόνο το έκανε με τον Θούριο, σήμερα με τη Φραγκοσυριανή, αύριο κανείς δεν ξέρει. Το σίγουρο είναι πως το πείραγμα αυτό των τραγουδιών είναι ένα από τα φόρτε του.

Ο Θούριος του Αριστοτέλη Ρήγα και των G-Spot:

-Πέρσι έκανες τον Θούριο. Πέρα από την επιτυχία του στα κοινωνικά δίκτυα, είδαμε να μπαίνει έως και σε συνέδριο δασκάλων ως διαθεματική διδακτική πρόταση…

-Ναι, μίλησε μαζί μου η μία από τις εκπαιδευτικούς, που εκπόνησαν αυτή τη μελέτη, μου μίλησε. Μου είπε ότι θα μου στείλει κιόλας την έρευνα, να την έχω να τη διαβάσω, γιατί είναι σχολή ο “Θούριος”. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Από κει το ξέρουμε όλοι. Το μάθαμε στο σχολείο. Και παίρνεις ένα πράγμα το οποίο έχεις μάθει στο σχολείο, που λες τώρα: “τι είναι αυτό και τι σημαίνει και πώς θα το καταλάβω”; και φαντάζομαι, δεν ξέρω τι έχουνε γράψει και το φωτίζεις διαφορετικά και λες, “α τελικά μπορεί και να σημαίνει αυτό”. […] Το όλο ζήτημα για μένα είναι στη μουσική, αλλά και γενικά στην τέχνη, είναι η συναισθηματική σύνδεση. Δηλαδή αυτό που λες, κάτι πρέπει να σημαίνει για σένα σε συναισθηματικό επίπεδο. Πέρα απ’ το λογικό, με το οποίο συμφωνώ ή διαφωνώ κ.τ.λ. πρέπει να σου πει κάτι, για να κάνεις ένα διάλογο μαζί του. Οπότε νομίζω ότι το βίντεο βοηθάει σ’ αυτό. Δεν ξέρω. Χωρίς να είμαι εκπαιδευτικός.

-Πώς ξεκίνησες να πειράζεις τραγούδια;

-Εγώ παίζω μουσική από τα δεκάξι μου. Και ανακάλυψα το stand up comedy στα 36 μου. Δηλαδή μιλάμε έχω 20 χρόνια προϋπηρεσία ως μουσικός, πριν να υπάρξω κωμικός. Πριν ακόμα ν’ ασχοληθώ με το πώς γράφεται ένα αστείο. Οπότε αυτό κάποια στιγμή προέκυψε, δηλαδή το έκανα και πριν ασχοληθώ με την κωμωδία. Απλά εκεί ήρθε και οργανώθηκε τελείως. Δηλαδή έγινε πολύ πιο πυκνό, καθαρίσανε τα stand up με τα putch line, δηλαδή συμπεριφέρθηκα στη μουσική, όπως συμπεριφέρεσαι σε ένα λογοπαίγνιο. Ότι βρίσκεις την ιδέα, βρίσκεις πού είναι το αστείο σου, φτιάχνεις κάτι στην αρχή, μία πρόταση η οποία να σε εισάγει στο αστείο και μετά φτιάχνεις την παγίδα. Ότι θα πάει ο άλλος εκεί και θα του τραβήξεις το χαλί κάτω απ’ τα πόδια εκείνη τη στιγμή, που δεν το περιμένει και λόγω της έκπληξης θα γελάσει.

Και έτσι έγινε. Μετά άρχισε να φτιάχνεται αυτό το πράγμα, να πυκνώνει, να δομείται καλύτερα, να μπαίνουν κι άλλες ιδέες και μ’ αυτή τη λογική δημιουργήθηκε το μουσικό κομμάτι στις παραστάσεις.

-Πόσο δύσκολο ή πόσο εύκολο είναι να βρεις και να ταιριάξεις φαινομενικά άσχετα πράγματα;

-Είναι μία δουλειά, σα τη δουλειά του να κάτσω να δω, τι αστείο έχει αυτό; Πού είναι εκείνο το αστείο εκεί; Αυτή είναι μία αντίστοιχη δουλειά. Πρέπει να κάτσεις να παρατηρήσεις, πώς κάθεσαι και παρατηρείς το ένα βαγόνι του μετρό, για να πεις ότι είναι αστείο το ότι οι άνθρωποι κάθονται στην πόρτα και δύο άνθρωποι έρχονται για να κλείσουν ένα βαγόνι, που αυτό μπορεί να σου βγάλει κωμωδία μέσα. Μπορεί να δεις ότι αυτοί είναι οι σεκιουριτάδες, οι ανεπίσημοι σεκιουριτάδες του βαγονιού.
Δηλαδή είναι μία παρατήρηση η οποία σου ξεκλειδώνει πράγματα και σε οδηγεί παρακάτω. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα που συμβαίνει και με τη μουσική. Ότι πρέπει να κάτσεις, να το ακούσεις, να το παρατηρήσεις και μετά ν’ αρχίσεις να τραβάς παράλληλες γραμμές με άλλα πράγματα, που μπορεί να ταιριάζουν, που να έχεις ένα κοινό θέμα να σχολιάσεις. Ή το στίχο, ή τη μουσική. ή το μέτρο. Δηλαδή ό,τι μπορείς να παρατηρήσεις σε ένα τραγούδι.

-Συνήθως είναι επειδή τα παρατηρείς; Δηλαδή λες: «θα κάτσω ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι μπας και βγάλω» ή είναι πράγματα που σου ‘ρχονται ακούγοντας ένα τραγούδι; Μπορεί να έχεις ακούσει ένα τραγούδι σαράντα, πενήντα φορές και να μην το έχεις πάρει πρέφα ότι «ωπ εδώ μπορώ να βρω κάτι»;

-Είναι και τα δύο. Αλλά είναι περισσότερο συνειδητή η προσπάθεια. Ότι πρέπει τώρα να κάτσω, θέλω να κάνω, δηλαδή είχα φαγωθεί εγώ να κάνω ένα mashup με το “smell like τεεν spirit”. Ε και μου ‘κατσε. Δηλαδή το σκεφτόμουνα, το σκεφτόμουνα, mashup το σκεφτόμουνα και τελικά βγήκε. Είναι γελοίο. Δε θα το πω… Δε θα το πω ακόμα, γιατί άμα θα το πω θα το φανταστείς. Αλλά θέλω να κρατήσω την έκπληξη.

-Εγώ δεν έχω πρόβλημα. Έχω αντέξει αυτό το mushup, απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις…

-Είναι μία σκέψη, την οποία την κάνει εύκολα ένας μουσικός. Γιατί είναι το “νταν, ταν, ταν… τα έμαθα όλα…”, αυτό το ακούς, δηλαδή ακούγεται το τραγούδι, παίζει το τραγούδι και το ακούς: “νταν, ταν, ταν…”. Εννιά στους δέκα μουσικούς, όταν τους κάνεις: “νταν, ταν, ταν…”, θα σου πούνε: “ταν τα ρα ρα ρα ρα ραμ, ταμ, ταμ, ταμ…”. Δηλαδή δε θα σου πάει στον Καρρά το μυαλό. Είναι φτιαγμένο εκεί. Οπότε ναι, έτσι προκύπτει το mashup. Που το ακούς εσύ.

-Θεωρείς ότι έχει αξία πέρα από το χαβαλέ, το mushup στη μουσική και ως μουσικός; Δηλαδή, ξέρω ‘γω να τινάξεις τη σκόνη από το κομμάτι; κάπως να το φρεσκάρει και να του δώσει μία διάσταση πιο αστεία;

-Σε κάποια πράγματα εμένα, θεωρώ ότι υπάρχουν διασκευές, ας πούμε διασκευές κομματιών μουσικές. Ας πούμε ότι θέλω εγώ να παίξω, δεν ξέρω αν έχεις ακούσει την εκτέλεση που κάνανε στο βουνό του Χιώτη, ο Μαργαρίτης με τους έξι έξι εφτά, τη μπάντα του Μανίκα, δεν ξέρω, αυτό είναι μία διασκευή που είναι εφάμιλλη, αν όχι και ανώτερη του πρωτότυπου. Και μιλάμε τώρα για Χιώτη. Ότι είναι ένα τραγούδι, το οποίο είναι από ένα δεξιοτέχνη μουσικό, μία τελειότητα, μία κορυφή του ελληνικού τραγουδιού. Και το πήρε ο άλλος, το άκουσε πονηρά και είπε: “αυτό είναι μπλουζιά”. Και το έκανε “μπλουζιά” και έβαλε έναν τύπο να το τραγουδήσει, ο οποίος είναι λαϊκός ροκάς. Και έβγαλε αυτή την πτυχή του τραγουδιού.
Εγώ, προσωπικά για μένα, θεωρώ ρε παιδί μου, ότι η διασκευή που έχω κάνει στους στίχους του “Θούριου”, η μελοποίηση που έχω κάνει στους στίχους του “Θούριου” είναι καλή.

Ακούστε τη Φραγκοσυριανή του Αριστοτέλη και των G-Spot:

-Και η Φραγκοσυριανή;

-Είναι πιο κωμική η “Φραγκοσυριανή”, γιατί τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το βίντεο, έχει ένα στόρυ το βίντεο. Δεν είναι απλά ένα ροκ βίντεο που πάμε με τη μπάντα και τα σπάμε. Έχει ένα στόρυ. Και θα ‘πρεπε να έχει ένα στόρυ, γιατί η “Φραγκοσυριανή” έχει ένα στόρυ. Και το “paranoid” έχει ένα στόρυ. Δηλαδή μιλάνε για την τρέλα στην ουσία, αυτά τα δύο κομμάτια. Είναι η “Φραγκοσυριανή” που μιλάει για την ερωτική τρέλα και το “Paranoid” που μιλάει για την κανονική τρέλα. Και το “Paranoid” είναι τραγικό κομμάτι. Γιατί ξεκινάει από το “feel is with my woman, consequel helping with my mind”. Δηλαδή είναι ο τύπος ο οποίος είναι πια πέρα από τις ιαματικές ιδιότητες του έρωτα. Δηλαδή δε μπορεί να τον βοηθήσει η γυναίκα του. Απ’ τη μία έχουμε δηλαδή ένα τραγούδι στο οποίο ο άνθρωπος τρελαίνεται από έρωτα, και απ’ την άλλη είναι ένας τύπος ο οποίος τρελαίνεται παρά τον έρωτα. Δηλαδή αυτό είναι το νήμα που συνδέει, για μένα, δηλαδή έτσι το κατάλαβα και τα σύνδεσα αυτά τα τραγούδια. Και η ιστορία είναι αυτή. Δηλαδή με τη Χρύσα, ότι είναι ένας τύπος, ο οποίος πολιορκεί τη Χρύσα και δεν ενδίδει το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του έρμου του ψαρά και τρελαίνεται κάπως. Δηλαδή είναι, εντάξει, είναι χιουμοριστικό όλο αυτό, είναι πολύ σουρεάλ και το βίντεο και τα γυρίσματα ήταν ό,τι να ‘ναι, δε μπορείς να φανταστείς…

-Πολλές ώρες εεε;

-Όχι, ένα τρίωρο στη Βαρβάκειο, Σάββατο, μιλάμε κόσμο όμως.  Τετράωρο να ‘τανε; Αλλά μέχρι εκεί. Μιλάμε τώρα, δεν τραβούσαμε ήχο. Ήτανε το τραγούδι ηχογραφημένο. Οπότε εγώ μιλούσα από πάνω. Δεν ακουγότανε κάτι όμως. Οπότε είναι σε φάση, που μου λέει ο Παντελής, που κάναμε το βίντεο, ο Παντελής ο Αναστασιάδης, ο οποίος είναι όλος πίσω από το βίντεο, απ’ το μοντάζ, απ’ την κάμερα, μου λέει μίλα κανονικά και πούλα ψάρια. Κι αρχίζω να πουλάω ψάρια εγώ στη Βαρβάκειο, ντυμένος έτσι, μ’ αυτή την περούκα και αυτό το γυαλί εκεί και περνάει κόσμος και τους πουλάω ψάρια. Κι αρχίζω να φωνάζω: “έλα τα ψάρια και τα ψάρια” και το βλέπουν οι άλλοι, το παίρνουν χαμπάρι εκεί πέρα, λένε “τι είναι αυτός ο καραγκιόζης εδώ πέρα; Πουλάει ψάρια; Κι εμείς μπορούμε”. Κι αρχίζει και φωνάζει όλη η Βαρβάκειος.

Η σκηνή του Stand Up

Με την νέα σκηνή του Stand Up στην Ελλάδα να μην έχει κλείσει καν μια δεκαετία, και με νέους καλλιτέχνες να εισέρχονται συνεχώς στον χώρο, ένα από τα χαρακτηριστικά που δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει, είναι η συναδελφικότητα και η αλληλεγγύη που δείχνουν μεταξύ τους, τόσο πίσω, όσο από την σκηνή.

-Δεν είναι συνηθισμένο, στη χώρα μας τουλάχιστον, να μένει ένας χώρος καθαρός από την ίντριγκα…

-Να το εκλογικεύσω κάπως. Δηλαδή, δεδομένου ότι όλοι κάνουμε την ίδια δουλειά, έχουμε τις ίδιες αγωνίες, όταν το stand up ανεβαίνει συνολικά, ανεβαίνει συνολικά για όλους μας.
Δηλαδή το να πάει καλά η Κατερίνα ή η Χρύσα, ο Θωμάς, ή ο Βύρωνας, όλοι κάνουμε την ίδια δουλειά. Οπότε αν κάποιος έρθει και αν δει μία παράσταση του Αριστοτέλη, ας πούμε, και φύγει και περάσει καλά, και αυτό που δει του αρέσει, θα πει: “α και ο άλλος αυτό κάνει, να πάω να δω και τον άλλον”. Δηλαδή ο καθένας από μας, δουλεύει πρώτ’ απ’ όλα για τον εαυτό του, αλλά παράγει και φτιάχνει δουλειά, δημιουργεί δουλειά και για τους υπόλοιπους.

-Οπότε έχουμε το “όλοι μαζί στη σκηνή”.

Εμείς αυτό θέλουμε. Θέλουμε να βλέπει ο θεατής, να είναι σε θέση να δει πολύ καλό, ποιοτικό stand up comedy. Γιατί, όσα χρόνια μας πήρε να πετάξουμε από πάνω μας τη ρετσινιά του λογοπαίγνιου από το Σεφερλή, θα μπορούσε να μας πάρει άλλο τόσο να πετάξουμε από πάνω μας τη ρετσινιά του κατσαπλιά απατεώνα, προσβλητικού, μη αστείου ανθρώπου, που κάνει stand up. Αυτό θα ήταν και το τέλος του stand up στην Ελλάδα. Δηλαδή, αν υπήρχε αυτή η κοινή πεποίθηση, ότι θα πάω να δω stand up comedy και θα με ξεφτιλίσουν, δε θα πήγαινε κανένας πουθενά και ποτέ. Δηλαδή, πόσα χρόνια έχουνε περάσει απ τη Ρικάκη, που τώρα πια κάθεται ο κόσμος στις μπροστινές θέσεις και δε φοβάται. Δεν έχει αλλάξει αυτό το πράγμα παλιά. Πρόσφατα έχει αλλάξει. Τώρα κάθεται ο κόσμος μπροστά. Λίγα χρόνια υπάρχουνε σ’ αυτό.

Ακούστε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη του Αριστοτέλη Ρήγα στο ΜηνΌρε του TPP και στον Ορέστη Βέλμαχο και τον Μηνά Κωνσταντίνου. Το ηχητικό είναι πάντα καλύτερο από το γραπτό. Και πλουσιότερο. Σημείωση: Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 2019.

Καλή ακρόαση:

Ο Αριστοτέλης θα βρίσκεται για αυτό το Σάββατο και άλλα δύο ακόμα στη σκηνή του Σταυρού του Νότου, και θα λέει τα λογοπαίγνια και τα τραγούδια του, πριν από τη Houseband του μαγαζιού.