του Κώστα Εφήμερου

Στην καταδικαστική απόφαση της ΕΣΗΕΑ που μου επιδόθηκε την Τρίτη υπήρχε ένα απόσπασμα της μαρτυρικής κατάθεσης του Χριστόφορου Κάσδαγλη, υπέρ του «εγκαλών» όπως γράφει, αν και νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Ο Χριστόφορος υποστήριξε ότι το κείμενό μου ήταν υβριστικό αν και συμφωνούσε μαζί μου. Αυτό το παράλογο επιχείρημα βασιζόταν στο σκεπτικό ότι δεν χτυπάς τον συνάδελφο στην πιο δύσκολη στιγμή, την ώρα που αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας. Αν δεν βαριέστε θα σας πω πού διαφωνώ με τον εν λόγω συλλογισμό.

Η ανεργία είναι αδιαμφισβήτητα τρομακτική και κανένας δεν θα έπρεπε να ανησυχεί για την επιβίωση της οικογένειάς του. Ωστόσο, η επίκληση του συναισθήματος δεν είναι ικανή συνθήκη για να μη γίνει μια ουσιαστική συζήτηση. Αν δε συζητήσουμε τώρα για τα ΜΜΕ που θέλουμε, πότε θα το κάνουμε; Όταν δε θα υπάρχει πια ανεργία ή ακόμα χειρότερα όταν δε θα υπάρχουν ΜΜΕ; Πόσο να περιμένουμε;

Δημοσιεύτηκε σήμερα μια επιστολή των δημοσιογράφων του ΔΟΛ που νομίζω ότι πρέπει να διαβαστεί. Σε ένα σημείο της αναφέρει:

Όλοι εμείς, και μαζί μας η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινής γνώμης, που πιστεύουμε ακράδαντα ότι τα ΜΜΕ -κυρίως δε οι ιστορικές εφημερίδες- ως φωνές δημόσιας έκφρασης συνιστούν οξυγόνο για τις σύγχρονες Δημοκρατίες, όπως οξυγόνο συνιστούν οι αντιρρήσεις και οι διαφωνίες για κάποιες κεντρικές ή επιμέρους θέσεις και απόψεις τους. Πολύ περισσότερο όταν εργαστήκαμε και συνεργαστήκαμε με συναδέλφους μας από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις όπως συνέβαινε επί δεκαετίες τις μεγάλες ιστορικές περιόδους του Συγκροτήματος και μέχρι σήμερα, στρατηγική στελέχωσης που πάντοτε χαρακτήριζε το ΒΗΜΑ, τα ΝΕΑ και τα άλλα ΜΜΕ του ΔΟΛ.

Έγραφα πριν από λίγες ημέρες, με αφορμή τις εξελίξεις στο ΔΟΛ, ότι οι συνάδελφοι εργαζόμενοι εκεί θα πρέπει να απαιτήσουν τώρα κάτι περισσότερο από το μισθό τους. Ότι, αν θέλουν στα αλήθεια να έχουν τη στήριξη του κόσμου, θα πρέπει να θέσουν επί τάπητος τα προβλήματα εκείνα που οδήγησαν στην εγκατάλειψη των μέσων του ΔΟΛ και την απαξίωση τους από την κοινωνία. Αντί αυτού, στο παραπάνω κείμενο οι συνάδελφοι επιλέγουν να αναδείξουν μια εικονική πραγματικότητα πολυφωνίας όπου το ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ εμφανίζονται περίπου ως εγγυητές της δημοκρατίας.

Αλήθεια; Αυτόν τον ιστορικό ΔΟΛ καλούμαστε από τους εργαζόμενους να στηρίξουμε; Χωρίς καμία συγγνώμη για τα πολιτικά παιχνίδια, τη συστηματική παραπληροφόρηση, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης για την εκπόνηση στρατιωτικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, την ανάπτυξη του κοινωνικού αυτοματισμού, τη δόλια υποστήριξη συγκεκριμένων ολιγαρχών, επιχειρήσεων και συμφερόντων; Χωρίς καν μια αυτοκριτική για τα εκατοντάδες εκατομμύρια που μέσω των κόκκινων θαλασσοδανείων και της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αναλάβαμε να πληρώσουμε οι πολίτες;

Αν, αγαπητοί μου συνάδελφοι, βρεθεί ένας επενδυτής ή ένα κόμμα ή κάτι άλλο που θα επαναφέρει τα ΜΜΕ του ΔΟΛ ένα χρόνο πίσω, ποιος θα έχει πετύχει σημαντική νίκη;

Το δικαίωμα στην εργασία, που τόσο πολύ λοιδορήθηκε μέσα από τις ιστορικές εφημερίδες σας, είναι όντως ιερό. Εκτός όμως από αυτό υπάρχει και το δικαίωμα του πολίτη στην ενημέρωση, στην εκπαίδευση και στη δημοκρατία. Το δικαίωμα όλων μας για ένα καλύτερο αύριο. Όπως οι ελευθερίες, έτσι και τα δικαιώματα μιας οποιασδήποτε ομάδας δεν μπορούν να επιβάλλονται εις βάρος των δικαιωμάτων των άλλων. Πόσοι άλλοι έμειναν άνεργοι εξαιτίας της δικής σας αδυναμίας (στην καλύτερη περίπτωση) να τους προστατέψετε; Πόσοι δημοσιογράφοι έχασαν την δουλειά τους επειδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την εκδοτική γραμμή χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Γιατί να σωθούν αυτές οι συγκεκριμένες εφημερίδες αν το μόνο που επικαλούνται οι δημοσιογράφοι είναι η ιστορικότητα των τίτλων τους; Και ποιο είναι στην τελική το ιστορικό τους πρόσημο;

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι 7,2 δέντρα την εβδομάδα είναι υψηλό τίμημα για την έκδοση του Βήματος ή των Νέων. Άλλοι προφανώς θα έχουν αντίθετη άποψη.

Κατανοώ ότι οι σκέψεις αυτές είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς, ιδιαίτερα ανάμεσα στους συναδέλφους μου. Δεν τις γράφω με ευκολία και σας διαβεβαιώ ότι δε νιώθω κανένα αίσθημα χαιρεκακίας. Ωστόσο, στις δύσκολες τούτες ημέρες, τώρα που κρίνεται (με ιδιαίτερα δυσοίωνες προοπτικές) το μέλλον μας, ο καθένας, θεωρώ, έχει υποχρέωση να μιλήσει ξεκάθαρα. Να πάρει θέση και να αναλάβει τις ευθύνες του.

Γιατί ακόμα και αν διαφωνείτε στο ποιος είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου και γελάτε όταν ακούτε ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα, είμαι σίγουρος ότι όλοι συμφωνούμε στο ότι ο δημοσιογραφικός λόγος και η δημόσια απεύθυνση φέρει ευθύνη. Και αυτή την ευθύνη οφείλουμε όλοι να την αναλάβουμε.