-του Κωνσταντίνου Πουλή

Καταρχάς, για να μην παραλείψουμε το προφανές, να θυμίσουμε ότι αυτό που κρίνεται την Τετάρτη είναι η απόφαση ενός δικαστηρίου. Θέλω να πω ότι όποια και αν είναι η αντίληψή μας για το ρόλο που θα παίξει το αντιφασιστικό κίνημα με την παρουσία του, αυτό που θα συμβεί την Τετάρτη είναι η ανακοίνωση μιας δικαστικής απόφασης.

Η ιδέα ότι αυτή τη στιγμή γράφει απολογητικό κείμενο ο Ψαρράς στην ΕφΣυν σε σχέση με τη δίκη με σοκάρει. Προφανώς ένα πρωτοσέλιδο που προκαλεί τόσες αντιδράσεις σε ένα κοινό που κατά βάση ενώνεται από την απέχθεια προς τον φασισμό, δεν έχει κάνει τη δουλειά του καλά. Από κει και πέρα, χάνεται κάθε μέτρο και κάθε (συγγνώμη για τη γεροντίστικη λέξη) σεβασμός. Δεν υποτιμώ καθόλου τη δράση στον δρόμο, αλλά αν κάπως ξέρουμε σε τι αντιδρούμε, αυτό το οφείλουμε σε τεράστιο βαθμό στην έρευνα του Ψαρρά, του σημαντικότερου με διαφορά μελετητή της ΧΑ, κεντρικού μάρτυρα κατηγορίας στο δικαστήριο, που σε πάρα πολλές περιπτώσεις, όπως με το καταστατικό της οργάνωσης, η ίδια αυτή έρευνα στρίμωχνε τη ΧΑ στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπως παραδέχονταν και οι ίδιοι. Και αυτό δεν είναι καθόλου, όπως γράφτηκε, σεβασμός σε παράσημα. Ο Ψαρράς δεν είναι σύμβολο κάποιου παλιού αγώνα, είναι κεντρικός μάρτυρας και ερευνητής δημοσιογράφος αυτής της δίκης. Το ίδιο η Τέσση και ο Μπασκάκης, εργάζονται σε μια εφημερίδα που έχει άοκνα και συστηματικά καλύψει το θέμα, έχουν καταθέσει δύο δημοσιογράφοι της επί τριήμερο στη δίκη, έχουν δηλαδή συνεισφέρει ουσιαστικά στα επιχειρήματα με τα οποία ζητούμε την καταδίκη από το δικαστήριο. Εξάλλου, για να είμαστε ειλικρινείς, το θέμα της δίκης δεν πλημμύρισε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αυτές τις μέρες.

Μπορεί κανείς να διαφωνεί με ένα πρωτοσέλιδο, αλλά η αρένα του διαδικτύου είναι μερικές φορές αφόρητη. Αρκεί να υπάρξει η υποψία ότι δεν κολακεύεις πάντα και πρωτίστως τα αντανακλαστικά του προοδευτικού κοινού, και μπορεί από τη μία στιγμή στην άλλη να γίνεις τροφή για λιοντάρια.

Ο Δημήτρης Ψαρράς υπερασπιζόμενος το πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών έγραψε σήμερα ότι αν αυτό που έχουν στο μυαλό τους κάποιοι είναι ότι θα αναμετρηθούν με τη βία στο δρόμο τότε κάνουν αυτό ακριβώς που θα επεδίωκε συνειδητά και ρητά η ίδια η Χρυσή Αυγή.

Εδώ νομίζω ότι είναι άδικο να παραβλέψει κανείς ότι υπάρχουν δράσεις του αντιφασιστικού κινήματος που έκλεισαν γραφεία της Χρυσής Αυγής, που απέκλεισαν τους χρυσαυγίτες από το δημόσιο χώρο και τους υποχρέωσαν να δηλώνουν ότι δεν μπορούν πια να κάνουν ανοιχτή συγκέντρωση. Οι δράσεις αυτές μπορεί να διακινδυνεύουν τη σύγκρουση με τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής αλλά δεν μπορεί να πει κανείς σε καμία περίπτωση ότι παίζουν στο ίδιο γήπεδο με αυτήν.

Η σημερινή απάντηση του Ψαρρά νομίζω υπ’  αυτή την έννοια ότι αδικεί την αντίθετη πλευρά. Προσπερνά δράσεις που έχουν μαζικότητα και αποτελεσματικότητα χωρίς να είναι οπωσδήποτε ανταγωνισμός βίας. Δεν μπορώ ωστόσο να σκεφτώ ότι αναπτύσσουμε ένα επιχείρημα που λέει ότι μόνο ο δρόμος θα τους αντιμετωπίσει και δεν έχουμε χώρο γι’ αυτόν που αναπτύσσει ένα επιχείρημα που περικλείει τη θεσμική αντιμετώπιση. Πάντοτε με πολλή προσοχή οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής αναφέρονται με σεβασμό στην πίεση που ασκεί το κίνημα, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι το παν αυτό, έτσι δεν είναι;

Όλοι ζητούμε να είναι εκεί όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος την Τετάρτη, να πιέσει και αν όλα πάνε καλά να γιορτάσει την καταδίκη των ναζί. Η καταδίκη όμως προϋποθέτει μια μεθοδική δουλειά τεκμηρίωσης όλα αυτά τα χρόνια που δεν την κάναμε όλοι μαζί, την έκαναν κάποιοι ερευνητές δημοσιογράφοι και πάνω απ’  όλα οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής.

Από την άλλη, είναι τρελό να υπάρχει κόσμος που πιστεύει ότι χρειάζεται να υπενθυμίσει με την ανάρτησή του στο διαδίκτυο στον Δημήτρη Ψαρρά ότι ο Αντώνης Σαμαράς επικοινωνούσε με τους χρυσαυγίτες μέσω Μπαλτάκου. Θεωρώ εύλογη την αγανάκτηση του Ψαρρά όταν απαντά “το ξέρω, εγώ το έγραψα”. Για την αναίδεια που χαρακτηρίζει κάποιες από τις αντιδράσεις, υπάρχουν περιπτώσεις που αρμόζει μόνο η συγκατάβαση που δείχνει κανείς προς την εφηβική φόρα και άγνοια. Όταν αυτά γίνονται μετά την εφηβεία, μένει μόνο η θλίψη.

Λίγο πολύ καταλαβαίνουμε ότι αν η απόφαση είναι αθωωτική, το κίνημα θα βρει αυτούς που θα αναφωνήσουν χαιρέκακα “εγώ σας τα έλεγα, μην περιμένετε τίποτε από τη δικαιοσύνη”. Αν πάλι η απόφαση είναι καταδικαστική, το κίνημα θα αποφανθεί ότι η συμβολή του ήταν αποφασιστική. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι και οι δύο αυτές στάσεις περιέχουν κάποια αλήθεια, και δεν αναφέρομαι σε αυτές με ειρωνεία. Και βέβαια είναι αλήθεια ότι η δικαιοσύνη εδώ και χρόνια χαϊδεύει και προστατεύει τη Χρυσή Αυγή, όπως επίσης είναι αλήθεια ότι πέρα από την τεκμηρίωση και τη δικαστική διαδικασία, ένα δικαστήριο δεν καταλήγει σε αποφάσεις ερήμην της κοινωνίας.

Το ερώτημα όμως που με απασχολεί δεν είναι σε ποιο βαθμό ισχύουν αυτές οι δύο θέσεις, αλλά αν έχουμε πια τόσο μεγάλη δυσανεξία προς έναν λόγο που προσανατολίζεται σε διαφορετικές λύσεις από τις δικές μας. Η δημόσια σφαίρα είναι ο χώρος στον οποίον όλοι εμφανίζονται υπερεπαρκείς και υπερπλήρεις. Τους αρέσει ο εαυτός τους και δεν τον αλλάζουν με τίποτα. Από αυτή τη στάση, που χαρακτηρίζει τις χειρότερες πλευρές του διαδικτύου, λείπουν δύο αρετές: ο σεβασμός προς το σπάνιο επίτευγμα, προς τις περιπτώσεις που κάποιος έκανε κάτι περισσότερο από το να γράψει ένα ποστ, και η δυνατότητα να ακούσουμε μια γνώμη που δεν ταυτίζεται με τη δική μας χωρίς να γίνουμε έξαλλοι.