Όταν κάποιος γκουγκλάρει το τι συνέβη στις 5-5-2010 στην Ελλάδα, η Wikipedia θα βγάλει τον εμπρησμό της Τράπεζας Μαρφίν ως κύριο λήμμα. Ο θάνατος 3 εργαζομένων της επισκιάζει την ίσως μεγαλύτερη απεργία της μεταπολίτευσης που έγινε την ίδια ημέρα και την διαδήλωση ενάντια στην κατάθεση προς ψήφιση του πρώτου πακέτου μέτρων στήριξης της Ελληνικής Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Δύο μέρες πριν είχε υποβληθεί αίτηση προς τις χώρες του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνοδευόμενα από κείμενα (Μνημόνια), με τα οποία η Ελληνική Κυβέρνηση δεσμευόταν για την τήρηση περιοριστικών μέτρων λιτότητας για την επόμενη περίοδο προς αποπληρωμή των αιτούμενων δανείων.

Ο θάνατος των 3 εργαζομένων προήλθε από εμπρησμό από βόμβα μολότωφ. Στο λήμμα της Wikipedia και στον ευρύ δημόσιο λόγο αναφέρεται ως δολοφονία, ενώ για δολοφονία (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) παραπέμφθηκε να δικαστεί ένας αυτοαποκαλούμενος αναρχικός, ο οποίος αθωώθηκε μετέπειτα ελλείψει στοιχείων. Αναρχικές συλλογικότητες δεν δίστασαν να καταδικάσουν την πράξη ως αντικοινωνική βία, παρά άλλες αναφορές περί προβοκάτσιας, για τις οποίες όμως ουδέποτε προσφέρθηκε κάποιο στοιχείο. Ο θάνατος των τριών εργαζομένων, αποτέλεσμα πράγματι χρήσης βίας, έμελλε να στιγματίσει την πορεία εκείνης της ημέρας και να αναστρέψει ένα κύμα βίαιων διαδηλώσεων και αντιδράσεων που είχε ως νήμα του τις ταραχές ή (κατ’ άλλη εκδοχή) την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008.

Κάποιος θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός με τις διατυπώσεις, καθώς η ιστορία δεν έχει πλήρως γραφεί, εκείνο όμως που κάποιος μπορεί να είναι σίγουρος, είναι ότι ένας κύκλος βίας από τη μεριά αντιδράσεων αριστερών και αναρχικών οργανώσεων ενάντια στη δολοφονία[1] Γρηγορόπουλου αλλά και στα μέτρα λιτότητας, σταμάτησε την ημέρα εκείνη. Οι διαδηλώσεις έκτοτε θα είναι λιγότερες βίαιες, έτσι ώστε το κίνημα των αγανακτισμένων ή κίνημα των πλατειών της επόμενης χρονιάς να χαρακτηριστεί από χρήση ειρηνικών μέσων.

Αντίθετα ένας νέος κύκλος βίας από τη μεριά της άκρας δεξιάς, που εγκολπώθηκε το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, ξεκίνησε να διογκώνεται, ιδίως εναντίον μεταναστών, ήδη από την ίδια χρονιά, για να καταλήξει στη δολοφονία Φύσσα, ως το δραματικό εκείνο γεγονός που αφύπνισε τις συνειδήσεις της κοινωνίας και αποτελεί ίσως το μέσο όρο βαθμού συναίνεσης του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου του σήμερα. Αντίστοιχα, διαμορφώθηκε μια φιλολογία που στοχεύει να αντιπαραβάλλει τη βία της Marfin σε αυτή των δολοφονιών Τεμπονέρα, Γρηγορόπουλου, ακόμη και Φύσσα, βάζοντας ενίοτε στο ζυγό της εξισορρόπησης τους παλαιότερους θανάτους[2] Κουμή, Κανελλοπούλου, Καλτεζά με αυτούς των θυμάτων της 17Ν ή άλλων οργανώσεων ένοπλης ή μη βίας.

Ηδη σήμερα, μετά την εμπειρία της πανδημίας του κορονοϊού, και την διαμόρφωση μιας συναίνεσης που επιθυμεί να αντιπαρατεθεί στη βία του θανάτου, προκαλούμενου ακόμη και από έναν ιό, συνεχίζεται η φιλολογία περί απόκρουσης της βίας απ΄ όπου κι αν προέρχεται. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η ανάδειξη των γεγονότων της 5-5-2010 ως δολοφονίας των 3 εργαζομένων της Τράπεζας Μαρφίν από τη μεριά των διαδηλωτών και η αναγκαία εκ του λόγου τούτου απότιση φόρου τιμής στα θύματα ως μάρτυρες ενάντια σε μια καταδικαστέα πολιτικά δράση[3]. Η ιστορία επιχειρείται έτσι να ξαναγραφεί και να οικειοποιηθεί. Μάρτυρες δεν ήταν τα θύματα της πολιτικής του μνημονίου, αλλά ο μέσος νομοταγής εργαζόμενος πολίτης, παράπλευρο θύμα της αντίδρασης ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές, ως μια διχαστικής και για το λόγο αυτό κατακριτέας πολιτικής.

Πέρα από επικίνδυνα επιλεκτική, καθώς η κρατική (υπό τη σημερινή μορφή, αστυνομική κυρίως) βία παραμένει δυστυχώς ανεξέλεγκτη, η μαρτυροποίηση αυτή είναι επικίνδυνα ισοπεδωτική. Ανεξάρτητα από τις συνειδητοποιήσεις αδιεξόδων μιας απόπειρας αντίδρασης ενάντια στις πολιτικές λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδήγησαν σε ανατροπές ακόμη και εκπεφρασμένης πολιτικής βούλησης, εκείνο που θα πρέπει να συγκρατήσουμε ως σταθερή πολιτική αναφορά της σύγχρονης μεταπολίτευσης, είναι η αποδοχή των δημοκρατικών θεσμών και η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.

Στο πλαίσιο αυτό, η βία ως ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης ενίοτε θα αναδύεται επιτρεπτά ως προαπαιτούμενο ή και ως ζητούμενο. Αρκεί αυτή να μην αποτελεί αυτοσκοπό, λυδία λίθο της δράσης και μέσο εξολόθρευσης ή πάταξης του άλλου, του διαφορετικού, όπως αποτέλεσε στην περίπτωση του ναζισμού και των πρόσφατων απομιμήσεών του. Αν είναι σε κάτι που θα πρέπει να ομονοήσουμε όλοι και όλες είναι όχι στην τυφλή αποκήρυξη της βίας, αλλά στην αποκήρυξη της οργανωμένης τυφλής βίας και στην απότιση φόρου τιμής σε όσους και όσες αντιστάθηκαν σε αυτή. Διαφορετικά ανατρέπουμε το βάθρο πάνω στο οποίο στέκεται η σημερινή μας δημοκρατία, εξαναγκάζοντας, εκβιάζοντας τη συναίνεση στο όριο του μέσου νομοταγούς πολίτη, πάντα πειθήνιου στην διαμορφωμένη εξουσία, η οποία έχει επιβληθεί κάπου – κάποτε με τη βία.

 

[1] Ως προς την χρησιμοποίηση από το παρόν άρθρο του όρου δολοφονίας στη μία περίπτωση σε αντίθεση με το θάνατο στην άλλη περίπτωση, θα επιτρέψετε την προσωπική εκτίμηση του γράφοντος, ανεξάρτητα από τη νομική ακριβολογία, ενόψει των περιστάσεων και του μέσου της βίας που χρησιμοποιήθηκε – πιστόλι έναντι βόμβας μολότοφ.

[2] Η χρήση του όρου είναι συνειδητά ουδέτερη.

[3] Η τιμητική πλακέτα που τοποθετήθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό τους/τις χαρακτηρίζει ως θύματα του τυφλού μίσους που γεννά ο διχασμός.

 

 

*H στήλη (φιλ≠) ελευθέρως παίρνει θέση σε ζητήματα επικαιρότητας από ριζοσπαστική σκοπιά. Η σύνταξη της στήλης γίνεται συλλογικά από τη συντακτική της ομάδα και είναι ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενο. Μπορείτε να βρείτε τα άρθρα της στήλης: εδώ. Μπορείτε να βρείτε το πολιτικό μας πλαίσιο εδώ. Για προτάσεις κειμένων σε συμφωνία με το πλαίσιό μας ή για επικοινωνία με τη συντακτική ομάδα της στήλης μπορείτε να μας αποστέλλετε e–mail στο editorial@peernet.gr