Η Χρυσή Αυγή απεικονίζεται στη φαντασία της κοινής γνώμης όπως ακριβώς θέλει η ίδια η οργάνωση. 

Στο δρόμο φοράει φόρμες παραλλαγής, μαύρες μπλούζες και αρβύλες. Στο κοινοβούλιο φοράει κοστούμι, αλλά αποφεύγει τη γραβάτα. Χρησιμοποιεί την τσαμπουκαλεμένη γλώσσα του σώματος του Παναγιώταρου, στέκεται μονίμως σε στάση ημιανάπαυσης όπως ο Κασιδιάρης, διπλώνει τα χέρια όπως ο Λαγός πριν σηκώσει το δεξί χέρι σαν τον Μιχαλολιάκο. Μιλά, και όταν δεν επιλέγει τα μπινελίκια, λέει εξυπνάδες, αναπαράγει chain mails, αναθεωρεί την ιστορία ή κλίνει σε όλους τους τύπους τις λέξεις έθνος και φυλή. Όταν χρειάζεται, ρίχνει και καμιά κλωτσιά μπροστά στην κάμερα.

Μέχρι εδώ, καμιά πρωτοτυπία στην πρόσληψη της Χρυσής Αυγής απ’ την κοινή γνώμη: δεν υπάρχει τίποτα στην εικόνα της στα ΜΜΕ που να μην ελέγχεται τελικά από την ίδια την οργάνωση, η οποία αποδεικνύεται αρκετά καλά προετοιμασμένη για κάτι που οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις θεωρούσαν αδύνατο ή κι αδιανόητο – έτσι δείχνουν τουλάχιστον οι δημοσκοπήσεις, στο βαθμό που μπορούμε να τις εμπιστευτούμε.

Το μόνο σημείο που η κοινή γνώμη αφήνεται κάπως ελεύθερη να εξασκήσει τη φαντασία της, είναι οι ανομολόγητες απ’ όλους ενέργειες που περιλαμβάνουν, εκτός του λόγου και της εικόνας, άλλα, πιο χειροπιαστά εργαλεία: λοστούς, μαχαίρια και όπλα. Σοφή κίνηση εκ μέρους της οργάνωσης. Αφού στην ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να ισχύει η αρχή «είσαι ό,τι δηλώσεις», μπορεί το αντιφασιστικό κομμάτι της κοινωνίας να ερεθίζεται αρνητικά με την ιδέα της φασιστικής βίας, όμως ένα άλλο κομμάτι της κοινής γνώμης ερεθίζεται θετικά μ’ αυτή την αφήγηση κι ανοίγει τ’ αυτιά στους νέους εκλεκτούς. Κι αυτοί γιατί ν’ αφήσουν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία;

Οι αντιφασίστες δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν επαρκώς από την παγίδα γιατί δεν έχουν αναγνωρίσει με ακρίβεια το πρόβλημα. Μέχρι πριν λίγους μήνες, που η παγίδα ήταν ακόμη αόρατη, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά. Σήμερα όμως, μετά το σημείο τομής των εκλογών του περασμένου Μαΐου, τα πράγματα έχουν αλλάξει και υπάρχει μια σοβαρή καθυστέρηση προσαρμογής του αντιφασιστικού λόγου (αλλά και της πράξης) στα νέα δεδομένα της κοινωνικής απήχησης της Χρυσής Αυγής και του λόγου της. Όσο η καθυστέρηση παρατείνεται, τόσο πιο μεγάλη θα γίνεται η απόσταση. Η πολιτική, όπως λέγεται, απεχθάνεται το κενό. Κι η συμμορία που έγινε οργάνωση, έγινε τώρα κόμμα και δεν πρόκειται να επιστρέψει σύντομα στην κατάσταση του παρελθόντος. Αντιθέτως, θεμελιώνει σήμερα τις αυριανές της θέσεις με μεγάλη επιτυχία, δυστυχώς για εμάς τους υπόλοιπους. (Παρεμπιπτόντως: Αυτό απεικονίζεται και στην δεξιά στροφή όλων των πολιτικών δυνάμεων. Πρόσωπα με την οξυδέρκεια του Ανδρέα Λοβέρδου, για παράδειγμα, είχαν διαβλέψει τη στροφή της κοινωνίας και φρόντισαν να συμμετέχουν σ’ αυτή πριν τις εκλογές του Μάη, με αποτέλεσμα σήμερα να μην βρίσκονται στην ουρά μαζί με το θνήσκον ΠΑΣΟΚ, αλλά να αναμένουν ρόλο στην εμπροσθοφυλακή της επόμενης μέρας).

Ποιο είναι λοιπόν το κέντρο του προβλήματος με την Χρυσή Αυγή; Ότι το μυστικό της επιτυχίας της δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, στους χτισμένους «μαχητές» της. Κρύβεται στις πίσω σειρές των δημόσιων εκδηλώσεων της Χρυσής Αυγής: στους περίεργους περίοικους των εγκαινιαζόμενων γραφείων των τοπικών οργανώσεων, στις πίσω σειρές της φιέστας των Θερμοπυλών που παρακολουθούν μισοδαγκωμένες και μισοενθουσιασμένες το φαντασμαγορικό θέαμα. Κρύβεται στα πεδιλάκια που φορούν οι «συναγωνίστριες» των πίσω σειρών της στρατιωτικής παράταξης των μελών της οργάνωσης στις αναμνηστικές φωτογραφίες των τοπικών οργανώσεων.

Κρύβεται κατ’ ουσίαν στην ανοιχτή αποδοχή από ένα κομμάτι της κοινωνίας του αυταρχισμού ως κυρίαρχης αξίας που μπορεί να παράγει χειροπιαστά αποτελέσματα, αντίθετα με το υπάρχον χάος που παρήγαγε η «ομαλή δημοκρατική λειτουργία» της μεταπολίτευσης. Και σε ατομικό επίπεδο: Η μέχρι χθες άρρητη αποδοχή της κυριαρχίας του αφεντικού στο χώρο της δουλειάς, του αξιωματικού στο στρατό, του πιο φωνακλά οδηγού στο δρόμο και στο φανάρι, μετατρέπεται σε ρητή αποδοχή ότι ο φόβος φυλάει τα έρμα κι αυτή είναι η αποτελεσματικότερη λύση για τα προβλήματα της κοινωνίας μας.

Κι έτσι, εκτός από αυτούς που αποδέχονται τον αυταρχισμό ως θεμιτή κι αναγκαία λύση, βρισκόμαστε όλοι ντεφάκτο μπροστά στον φόβο του φασίστα. Το δίλημμα είναι απλό, ωστόσο: να φοβηθούμε τον φασίστα ή να βρούμε τον δικό του φόβο;
Σ’ αυτό το δίλημμα το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο» δεν διαλέγει σύσσωμο την ίδια πλευρά. Γιατί εκεί συμπεριλαμβάνεται το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό με την υποκριτική του ευπρέπεια, οι ομιλούσες κεφαλές της τηλεόρασης, οι εργατοπατέρες και οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης εν γένει. Και στη σημερινή συγκυρία, φαίνεται καθαρά ότι δεν έχουμε όλοι τα ίδια συμφέροντα και ότι η λειτουργία της δημοκρατίας έχει ανατεθεί από το κοινωνικό σύνολο σε μια μικρή αριθμητικά, αλλά ισχυρότατη μειονότητα. Αν δεν γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις για να πάρουμε μ’ έναν τρόπο στα χέρια μας τη «δημοκρατική νομιμότητα», ο δρόμος είναι στρωμένος για τον αυταρχισμό. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας.