Το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει την αξία της εικόνας και του κινηματογράφου ως μέσου επιμόρφωσης, καθώς και τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία. Μέσα από σπάνια φωτογραφικά αρχεία και άγνωστα μέχρι σήμερα κινηματογραφικά ντοκουμέντα για τον Γρηγόρη Λαμπράκη, περνά μεγάλο μέρος της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας μπροστά από τα μάτια του θεατή. Τα γεγονότα που ζωντανεύουν στην οθόνη «σε κάνουν να στοχάζεσαι για το παρόν» τονίζει ο Στ. Χαραλαμπόπουλος, μιλώντας στο The Press Project για το νέο του έργο. 


 

Οι αναλογίες με τη σημερινή εποχή είναι πολυάριθμες· η άνοδος του παρακράτους ως αποτέλεσμα στρατηγικού κυβερνητικού σχεδιασμού, οι πολιτικές δολοφονίες και οι διώξεις με σκοπό την περιθωριοποίηση του κομμουνισμού, οι προσπάθειες να ξαναστήσουν ακραίους μηχανισμούς για να διχάσουν. «Κρίσιμες αναλογίες αναδεικνύονται διαρκώς. Πιο χαρακτηριστικά, αποτυπώνονται στο σύνθημα στο κεντρικό πανό που υψώθηκε στη μεγάλη διαδήλωση μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα: ‘Εμείς Λαμπράκηδες, εσείς Κοτζαμάνηδες’», υπενθυμίζει ο Στ. Χαραλαμπόπουλος.
 
«Η ιστορία είναι αυτογνωσία και μας προστατεύει από το να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη», επισημαίνει ο σκηνοθέτης. «Ιδιαίτερα το γεγονός της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη συμπυκνώνει την Ιστορία σε μία στιγμή. Σηματοδότησε τόσο τον κρατικό αυταρχισμό που προηγήθηκε, όσο και το μάζεμα του παρακράτους που ακολούθησε. Η δημιουργία της νεολαίας Λαμπράκη, η πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή και άλλες εξελίξεις δείχνουν ότι πρόκειται για ένα συμβάν-τομή για το πριν και για το μετά», τονίζει ο Στ. Χαραλαμπόπουλος. 

 

Τα αρχεία που διαλύθηκαν


Εκτός από πολύτιμο υλικό που βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, το οποίο υποβλήθηκε σε ειδική επεξεργασία για να διασωθεί, η ταινία παραθέτει πλάνα από την κηδεία-διαδήλωση του Γρηγόρη Λαμπράκη, καθώς και μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν ή που συνεργάστηκαν μαζί του.


Ξεχωριστή και πολύτιμη η βοήθεια από τα αρχεία-θησαυρούς, που διαφυλάσσουν, όπως λέει ο σκηνοθέτης, τη συλλογική μνήμη του τόπου. «Δυστυχώς, κάποια από αυτά, όπως της ΕΡΤ και του 902, από τα οποία προήλθε μέρος από το υλικό της ταινίας, διαλύθηκαν στο διάστημα που μεσολάβησε», προσθέτει.  

Σχετικά με τις δυσκολίες του εγχειρήματος, οι οποίες οξύνθηκαν στην περίοδο της κρίσης και των χειροπέδων στην ΕΡΤ, ο σκηνοθέτης, εκτός από το ζήτημα της χρηματοδότησης και της υπολειτουργίας αρκετών εργαστηρίων, επισημαίνει το πρόβλημα με τη διανομή. Οι ταινίες που τονώνουν τη συλλογική μνήμη και διαδίδουν πάντα επίκαιρες ιδέες όπως η ειρήνη και η συμφιλίωση των λαών, η φωνή των ανεξάρτητων δημιουργών, φτάνουν σε περιορισμένο κοινό, εξαιτίας των ολιγοπωλίων στο κύκλωμα της διανομής και των μούλτιπλεξ, που κλέβουν τη μερίδα του λέοντος.

 

Ο λόγος στον Γρ. Λαμπράκη


Η ταινία, δίνοντας τον λόγο στον ίδιο τον Γρ. Λαμπράκη, με προβολή ομιλιών και κειμένων του, παρουσιάζει, ακολουθώντας τα βήματά του, το φιλειρηνικό, δημοκρατικό και εργατικό κίνημα της εποχής του και είναι βέβαιο ότι θα συγκινήσει το κινηματογραφικό κοινό που κινείται και εκτός των μούλτιπλεξ. 

Ως προς τις προθέσεις του δημιουργού, ο Στ. Χαραλαμπόπουλος εξηγεί: «Στο ντοκιμαντέρ συμπλέκω το ατομικό, την πορεία του Γρηγόρη Λαμπράκη, με το συλλογικό, τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, ενώ θεωρώ πάντα τον θεατή συνδημιουργό. Απευθύνομαι στο συναίσθημα και στο μυαλό του. Εκείνος είναι ο παραγωγός των νοημάτων που προκύπτουν από τα ερεθίσματα του κάθε έργου». 

 

Να τη δεις


Όταν ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος ξεκίνησε (το 2010) την υλοποίηση του ντοκιμαντέρ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τα επόμενα τρία χρόνια οι αλλαγές στην ελληνική κοινωνία θα ήταν τόσο ριζοσπαστικές που θα μετέτρεπαν το έργο του σε «αναγκαίο βοήθημα» για την αντιμετώπιση της καθημερινότητάς μας. Το ήθος του Γρηγόρη Λαμπράκη, το πείσμα του και το έργο που άφησε πίσω του πρέπει να γίνει γνωστό σε όλους όσοι τα χρόνια της ευμάριας έχασαν το νήμμα της ιστορικής συνέχειας αλλά και σε όσους χρειάζεται να αντλήσουν νέες δυνάμεις από το παρελθόν. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης είναι ένας από τους ελάχιστους που κατάφεραν να νικήσουν την ιστορία που συνήθως γράφεται από τους νικητές.


Γρηγόρης Λαμπράκης


Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν γιατρός, αθλητής, και πολιτικός που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς. Η δολοφονία του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της κυβέρνησης Καραμανλή και των Σωμάτων Ασφαλείας, που αποδείχθηκε ότι όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και εξέθρεφαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό. Η υπόθεση Λαμπράκη αναζωογόνησε τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και έπαιξε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον ίδιο χρόνο.

 

Σύντομο βιογραφικό

Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας και ήταν το 14ο παιδί από τα συνολικά 18 που απέκτησαν οι γονείς του. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια (ως το 1959) το πανελλήνιο ρεκόρ στο μήκος με επίδοση 7,37 μ. Στην διάρκεια της κατοχής διοργάνωνε με άλλους συναθλητές του αγώνες, διαθέτοντας τα έσοδα σε λαϊκά συσσίτια. Το 1950 κατέλαβε τη θέση του υφηγητή Μαιευτικής – Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
 
Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Λαμπράκης εξελέγη βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963 αψηφώντας σχετική απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες.

Αμέσως μετά μετέβη στο Λονδίνο για να συμπαρασταθεί στους Έλληνες, Κύπριους και Άγγλους διαδηλωτές που ζητούσαν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η βρετανίδα σύζυγός του Αντώνη Αμπατιέλου Μπέτυ Μπάρτλετ Αμπατιέλου. Στόχος των διαδηλωτών ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία βρισκόταν στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να παραστεί σε βασιλικούς γάμους. Η σύζυγος του Αμπατιέλου ζήτησε ακρόαση από την Φρειδερίκη, η οποία την αρνήθηκε, παρά τις πιέσεις του Λαμπράκη. Σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 22 Μαΐου, καθώς εξερχόταν από συγκέντρωση για την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό στη Θεσσαλονίκη, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς. Τραυματίστηκε βαριά και υπέκυψε στα τραύματά του λίγες μέρες μετά.

 

Η δολοφονία


Το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963 ο Λαμπράκης μίλησε σε εκδήλωση που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Πριν ακόμα η εκδήλωση ξεκινήσει, πλήθος παρακρατικών και αστυνομικών με πολιτικά είχαν καταλάβει τα γειτονικά πεζοδρόμια, κραυγάζοντας συνθήματα και προπηλακίζοντας όσους προσέρχονταν στην αίθουσα για να πάρουν μέρος σε αυτή. Άλλοι αστυνομικοί, ένστολοι, αν και παρόντες σε μεγάλο αριθμό δεν λάμβαναν κανένα μέτρο για την απώθηση των παρακρατικών, παρά τις διαμαρτυρίες των οργανωτών και του ίδιου του Λαμπράκη, μέλους δηλαδή του ελληνικού κοινοβουλίου. Μάλιστα, ένας παρακρατικός κατόρθωσε να χτυπήσει το Λαμπράκη στο κεφάλι με ρόπαλο κατά την είσοδό του στην αίθουσα της εκδήλωσης, τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Σοβαρά, αντίθετα, τραυματίστηκε από τους ανεξέλεγκτους διαδηλωτές ο έτερος παρών αριστερός βουλευτής, Γιώργος Τσαρουχάς.

Με την ολοκλήρωση της εκδήλωσης, ο Λαμπράκης εγκατέλειψε την αίθουσα με πρόθεση να κατευθυνθεί σε κοντινό ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει. Τον ακολούθησαν μόνο δύο σύντροφοί του, καθώς η αστυνομία απέκλεισε το κοινό της εκδήλωσης στο εσωτερικό της αίθουσας, απαγορεύοντας προσωρινά την έξοδο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Ελ. Βενιζέλου και παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε αποκλείσει όλους τους δρόμους, ένα τρίκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά, πλησίασε το Λαμπράκη με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον έριξε στο έδαφος. Κανείς αστυνομικός δεν κινήθηκε για να εμποδίσει το τρίκυκλο πριν το χτύπημα, να συλλάβει τον οδηγό του μετά, ή ακόμα και να βοηθήσει τον αιμόφυρτο Λαμπράκη. Όπως αποδείχτηκε, το θύμα είχε δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι από μεταλλικό αντικείμενο.

Το πιθανότερο είναι ότι οι δράστες της επίθεσης θα είχαν διαφύγει ανενόχλητοι, αν ένας παριστάμενος Θεσσαλονικιός, ο Μανόλης Χατζηαποστόλου (με το παρατσούκλι «Τίγρης») δεν είχε πηδήσει αστραπιαία στην καρότσα του τρίκυκλου. Για ένα περίπου χιλιόμετρο το τρίκυκλο έτρεχε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης χωρίς κανένα αστυνομικό ή άλλο όχημα να το καταδιώκει. Ο Χατζηαποστόλου εξουδετέρωσε μετά από σκληρή πάλη το μοναδικό επιβάτη της καρότσας, Μανώλη Εμμανουηλίδη (ήταν αυτός που είχε καταφέρει το θανατηφόρο χτύπημα στο Λαμπράκη) και κατόπιν υποχρέωσε τον οδηγό Σπύρο Γκοτζαμάνη να σταματήσει. Ακολούθησε νέα πάλη αυτή τη φορά ανάμεσα στον Χατζηαποστόλου και τον Γκοτζαμάνη, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών. Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ σε κωματώδη κατάσταση από την οποία δεν εξήλθε ποτέ. Πέθανε τέσσερις μέρες αργότερα.

Σύμφωνα με τη μετέπειτα καταγγελία του Θ. Γρέβια, φοιτητή τότε και υποστηρικτή του Γ. Λαμπράκη, αφότου ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ, αφέθηκε να πεθάνει. Μιλώντας στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ο Γρέβιας δηλώνει χαρακτηριστικά: «Τον άφησαν βαριά τραυματισμένο, χωρίς ορό στο νεκροθάλαμο του νοσοκομείου. Το σχέδιο τους πέτυχε».

Ο Θ. Γρέβιας περιέγραψε τις στιγμές που ακολούθησαν όταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρθηκε σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο.

«Τα μεσάνυχτα βρισκόμασταν έξω από την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, όταν εξήλθε ένας γιατρός. Απευθύνθηκε σε μας, ρωτώντας αν ήμασταν εκεί για τον Λαμπράκη. Του απαντήσαμε 'ναι'. Είπε ότι χρειαζόταν ένας από μας, γιατί δεν επαρκούσε το νοσηλευτικό προσωπικό. Πήγα εγώ. Κατέβηκα με το γιατρό στο πρώτο υπόγειο. Από ένα μακρόστενο διάδρομο μπήκαμε σε ένα κλειστό θάλαμο. Στην είσοδο βλέπω τη γραμματέα της οργάνωσής μας Καίτη Τσαρουχά, να κρατάει στα χέρια της τον βαρύτατα τραυματισμένο πατέρα της, Γιώργη Τσαρουχά (χτυπήθηκε το ίδιο βράδυ), βουλευτή Καβάλας της ΕΔΑ. Στο βάθος δεξιά ξαπλωμένο ανάσκελα, το σώμα του Γρηγόρη Λαμπράκη».
 
Ο Θ. Γρέβιας σημειώνει ότι ο Λαμπράκης ήταν ζωντανός, αλλά σε κωματώδη κατάσταση.

«Ο γιατρός μου ζήτησε να καθίσω σε μια καρέκλα, πίσω από το κεφάλι του, να τοποθετήσω τα χέρια μου στην κάτω σιαγόνα και να κρατώ συνεχώς το κεφάλι του προς τα πίσω και έφυγε. Του είχαν κάνει τραχειοστομία. Δεν ήταν διασωληνομένος, δεν είχε ορό. Κατά διαστήματα το στήθος του τρανταζόταν από ακανόνιστες εισπνοές και εκπνοές», συνεχίζει ο Θ. Γρέβιας.
 
Ερωτηθείς για το αν υπήρχε άλλος ασθενής στον θάλαμο, ο Θ. Γρέβιας είναι αποστομωτικός, λέγοντας ότι δεν ήταν θάλαμος νοσηλείας, αλλά… νεκροθάλαμος.
«Ο χώρος όπου βρισκόμασταν δεν ήταν θάλαμος νοσηλείας. Ούτε τα κρεβάτια ήταν κρεβάτια νοσηλείας. Το κρεβάτι στο οποίο ήταν ο Λαμπράκης, αποτελούνταν από τρεις ξύλινες σανίδες πάνω σε δύο μεταλλικά “Π”, πιθανότατα νεκροκρέβατο. Μάλλον ήταν ο νεκροθάλαμος του νοσοκομείου».

 

Ανακρίσεις

Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας. Το κλίμα ήταν τεταμένο και την κηδεία του Λαμπράκη στην Αθήνα παρακολούθησε πλήθος 200.000 ανθρώπων, φωνάζοντας συνθήματα κατά της δολοφονίας.

Ήδη, στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τον εισαγγελέα Δημήτριο Παπαντωνίου, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Αργότερα ο Παπαντωνίου αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα (παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα -το 1967- πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια) κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα της πανίσχυρης χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, όπως οι Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, Κωνσταντίνος Δόλκας και άλλοι οι οποίοι παραπέμφθηκαν για παράβαση καθήκοντος.

Στους ηθικούς αυτουργούς συμπεριλαμβανόταν ο πρόεδρος της παρακρατικής οργάνωσης στην οποία ανήκε ο Γκοτζαμάνης, Ξενοφών Γιοσμάς (που, λόγω της δράσης του στην Κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δοσίλογος και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλείται συχνά κοροϊδευτικάΦον Γιοσμάς) και ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, διοικητής του αστυνομικού τμήματοςΤριανδρίας. Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών» ο οποίος την ημέρα του εγκλήματος (σύμφωνα με μαρτυρία του Εμμανουηλίδη και άλλων) είχε μιλήσει σε συγκέντρωση παρακρατικών στο 5ο Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης, δίνοντας οδηγίες για την «αντισυγκέντρωση» και τονίζοντας ότι «απόψε στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Τελικά, για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.

Σημαντικό ρόλο στις αποκαλύψεις έπαιξε και η μαχητική έρευνα και αρθρογραφία τριών δημοσιογράφων που είχαν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το θέμα: Του Γιώργου Ρωμαίου τουΒήματος (μετέπειτα υπουργού του ΠΑΣΟΚ), Γιάννη Βούλτεψη της Αυγής και Γιώργου Μπέρτσου (της τότε μεγάλης σε κυκλοφορία Ελευθερίας των Αθηνών).

 

Πολιτικές επιπτώσεις


Η κατακραυγή για τη δολοφονία Λαμπράκη και τις αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή της αστυνομίας, ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε σε παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα (11 Ιουνίου 1963). Σχηματίστηκε άμεσα νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη, μετέπειτα υπουργό εξωτερικών της χούντας. Το Σεπτέμβριο ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης σε συμφωνία με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής, διαλύοντας κάθε αμφιβολία στην κοινή γνώμη για την εμπλοκή κράτους και παρακρατικών στη δολοφονία Λαμπράκη. Το Νοέμβριο διεξήχθησαν εθνικές εκλογές τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας πρώτος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης.

 

Η δίκη


Τριάμιση χρόνια μετά το περιστατικό της δολοφονίας και για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών μηνών (από τις 3 Οκτωβρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου του 1966) διεξήχθη η δίκη στο Κακουργιοδικείο της Θεσσαλονίκης σε πολύ διαφορετικό πολιτικό κλίμα. Η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου είχε ανατραπεί με τα Ιουλιανά και η πλειοψηφία της Βουλής (ΕΡΕ και βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που την είχαν εγκαταλείψει) στήριζε κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Το σύνολο των κατηγορούμενων ανήλθε στους 31. Ανάμεσά τους έξι αξιωματικοί της χωροφυλακής που παραπέμφθηκαν με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος.

Παρά την εισήγηση του εισαγγελέα Δελαπόρτα ο οποίος πρότεινε την ενοχή των 18 από τους 31 κατηγορούμενους (μεταξύ των οποίων τους τρεις από τους έξι αξιωματικούς), τελικά καταδικάστηκαν μόνο οι 9. Στην αγόρευσή του, είχε ζητήσει την ενοχή των ανώτατων αξιωματικών, λέγοντας: «Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ' αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;»

Ανάμεσά στους καταδικασθέντες δεν υπήρξε τελικά κανένας αξιωματικός, καθώς όλοι αθωώθηκαν από τους ενόρκους παμψηφεί. Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης για τις κατηγορίες της φυσικής αυτουργίας, της ηθικής αυτουργίας και της συνέργειας σε φυγάδευση, δέχθηκαν τις βαρύτερες ποινές: 11 και 8½ χρόνια κάθειρξη αντίστοιχα. Ο Χρήστος Φωκάς καταδικάστηκε σε 15μηνη φυλάκιση για τον τραυματισμό του βουλευτή Γιώργου Τσαρουχά, ενώ οι υπόλοιποι 6 (εκ των συγκεντρωθέντων «αντιφρονούντων», ανάμεσά τους ο Γιοσμάς) σε ποινές φυλάκισης από τρεις μήνες μέχρι ένα χρόνο, με την κατηγορία της διατάραξης κοινής ειρήνης.

Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής εκτοπίστηκαν μετά το πραξικόπημα του 1967 στα Γιούρα ενώ και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης συνελήφθη και φυλακίστηκε για μήνες. Αργότερα, το 1985, ο Σαρτζετάκης εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.