Δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate

Νέα Υόρκη – Το μεγαλύτερο μέρος της σφαγής που ρημάζει τη Συρία τα τελευταία εφτά χρόνια οφείλεται σε ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στη Μέση Ανατολή. Τώρα, αντιμέτωπο με τον τρομακτικό κίνδυνο μιας νέας κλιμάκωσης των εχθροπραξιών, είναι ώρα να επέμβει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να τελειώσει το αιματοκύλισμα βασισμένο σε ένα νέο πλαίσιο συμφωνημένο από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου.

Εδώ είναι τα βασικά. Το 2011, στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ σε συνδυασμό με τις κυβερνήσεις της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, της Τουρκίας και του Ισραήλ, αποφάσισαν να ρίξουν το καθεστώς του Σύριου Προέδρου Bashar al-Assad, πάρα το γεγονός ότι η ανατροπή της κυβέρνησης μιας άλλης χώρας ισοδυναμεί με κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Ξέρουμε ότι το 2012, αν όχι νωρίτερα, ο Πρόεδρος Barack Obama εξουσιοδότησε τη CIA να συνεργαστεί με τους συμμάχους των ΗΠΑ δίνοντας υποστήριξη σε επαναστατικές δυνάμεις συντεθειμένες από δυσαρεστημένους Σύριους αλλά και μη-Σύριους μαχητές. Οι Αμερικάνοι υπεύθυνοι χάραξης στρατηγικών προφανώς προσδοκούσαν να πέσει γρήγορα ο Assad όπως συνέβη και με τις κυβερνήσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου τους πρώτους μήνες της Αραβικής Άνοιξης.          

Το καθεστώς του Assad ηγείται μια μειονοτική σέχτα Αλαουιτών Σιιτών, σε μια χώρα όπου οι Αλαουίτες αντιστοιχούν μόλις στο 10% του πληθυσμού, οι Σουνίτες στο 75%, οι Χριστιανοί στο 10% και το υπόλοιπο 5% είναι άλλοι συμπεριλαμβανομένων και των Δρούζων. Στις περιφερειακές δυνάμεις πίσω από το καθεστώς του Assad συγκαταλέγονται το Ιράν και η Ρωσία, η οποία και έχει μια ναυτική βάση στην μεσογειακή ακτογραμμή της Συρίας.

   
Ενώ ο σκοπός των Ηνωμένων Πολιτειών στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν τον Άσαντ ήταν κυρίως να ανακόψουν την ιρανική και ρωσική επιρροή, κίνητρο της Τουρκίας είναι να διευρύνει την επιρροή της σε πρώην οθωμανικά εδάφη και πιο πρόσφατα να αντιμετωπίσει τις κουρδικές φιλοδοξίες για εδαφική αυτονομία, αν όχι και για τη δημιουργία κράτους στη Συρία και το Ιράκ. Η Σαουδική Αραβία ήθελε να υπονομεύσει την περσική επιρροή στη Συρία την ώρα που επεκτείνει τη δική της, ενώ το Ισραήλ επίσης επιδιώκει να αντιμετωπίσει το Ιράν που απειλεί το Ισραήλ μέσω της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, τη Συρία κοντά στα υψίπεδα του Γκολάν και τη Χαμάς στη Γάζα. Το Κατάρ στο μεταξύ επιθυμούσε να εγκαταστήσει στην εξουσία ένα σουνιτικό ισλαμικό κράτος.

Οι ένοπλες ομάδες που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους από το 2011 συνασπίστηκαν υπό το έμβλημα του ελεύθερου συριακού στρατού. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ένας ενιαίος στρατός, αλλά ανταγωνιστικές ένοπλες ομάδες με διακριτούς υποστηρικτές, ιδεολογίες και στόχους. Οι στρατιώτες τους ήταν από αντιφρονούντες Σύριοι και Κούρδοι αυτονομιστές μέχρι Σουνίτες τζιχαντιστές που υποστηρίζονταν από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.

Παρότι έχουν δοθεί απίστευτα ποσά για την ανατροπή του Άσαντ, η προσπάθεια αυτή έχει τελικά αποτύχει, έχοντας ταυτοχρόνως προκαλέσει ένα τεράστιο αιματοκύλισμα και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων Σύρων. Πολλοί έχουν καταφύγει στην Ευρώπη δημιουργώντας μια προσφυγική κρίση και μαζί αύξηση της πολιτικής υποστήριξης στην ευρωπαϊκή αντιμεταναστευτική ακροδεξιά.

Υπάρχουν τέσσερις κύριοι λόγοι για την αποτυχία της ανατροπής του Άσαντ. Πρώτον, η κυβέρνηση του Άσαντ υποστηριζόταν όχι μόνο από τους αλαουίτες, αλλά και από τους Σύριους χριστιανούς και άλλες μειονότητες που φοβόντουσαν ένα καταπιεστικό σουνιτικό ισλαμιστικό κράτος. Δεύτερον, ο συνασπισμός υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκε αντιμέτωπος με το Ιράν και τη Ρωσία. Τρίτον, όταν μία ομάδα που είχε αποσχιστεί από τους τζιχαντιστές προκειμένου να σχηματίσει το Ισλαμικό Κράτος, οι Ηνωμένες Πολιτείες αφιέρωσαν σημαντικές δυνάμεις για να μπορέσουν να το νικήσουν, αντί να ανατρέψουν τον Άσαντ. Τέλος, οι δυνάμεις εναντίον του Άσαντ ήταν πάντα βαθιά και διαχρονικά διαιρεμένες. Για παράδειγμα, η Τουρκία είναι σε ανοιχτή σύγκρουση με τους Κούρδους μαχητές που υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Όλες αυτές οι εξηγήσεις για την αποτυχία της ανατροπής του Άσαντ εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Ο πόλεμος βρίσκεται σε αδιέξοδο. Μόνο η αιματοχυσία συνεχίζεται.

Η επίσημη αμερικανική αφήγηση επιδιώκει να αποκρύψει την κλίμακα και τις καταστροφικές συνέπειες των Αμερικανικών προσπαθειών -σε πείσμα και του διεθνούς δικαίου και της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών- να ανατραπεί ο Άσαντ. Παρότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμαρτύρονται έντονα για τη ρωσική και την περσική επιρροή στη Συρία, η Αμερική και οι σύμμαχοί της έχουν επανειλημμένως παραβιάσει τη συριακή εθνική κυριαρχία. Η αμερικανική κυβέρνηση εξακολουθεί να χαρακτηρίζει παραπλανητικά τον πόλεμο ως έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Σύρων, αντί για έναν «πόλεμο δι’ αντιπροσώπου», που εμπλέκει τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν και το Κατάρ.

Τον Ιούλιο του 2017 Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε το τέλος της υποστήριξης της CIA στους Σύριους αντάρτες. Στην πράξη ωστόσο η αμερικανική εμπλοκή συνεχίζεται, αν και τώρα φαίνεται ότι στοχεύει περισσότερο στην αποδυνάμωση του Άσαντ, παρά στην ανατροπή του. Ως τμήμα της αμερικανικής συνεχιζόμενης επιθετικής πολιτικής, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε τον Δεκέμβριο ότι αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν στη Συρία επ’ αόριστον, υποτίθεται διότι υποστηρίζουν τις ανταρτικές δυνάμεις εναντίον του Άσαντ σε περιοχές που έχει καταλάβει το ISIS, φυσικά χωρίς την έγκριση της συριακής κυβέρνησης.

Ο πόλεμος στην πραγματικότητα κινδυνεύει με έναν νέο κύκλο κλιμάκωσης. Όταν η κυβέρνηση του Άσαντ πρόσφατα επιτέθηκε στους αντικαθεστωτικούς αντάρτες, ο συνασπισμός υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυσε αεροπορική επιδρομή που σκότωσε περίπου 100 Σύριους στρατιώτες και έναν άγνωστο αριθμό Ρώσων στρατιωτών.
Μετά από αυτή την επίδειξη δύναμης, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζιμ Μάτις δήλωσε υποκριτικά ότι «προφανώς δεν εμπλεκόμαστε στον συριακό εμφύλιο πόλεμο». Επιπροσθέτως, το Ισραήλ πρόσφατα επιτέθηκε σε περσικές θέσεις στη Συρία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να αποδεχτούν την αντοχή του καθεστώτος Άσαντ, όση αποστροφή και αν τους δημιουργεί. Το συμβούλιο ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και των άλλων μεγάλων δυνάμεων θα πρέπει να επέμβει με ειρηνευτικές δυνάμεις προκειμένου να αποκαταστήσει την κυριαρχία της συριακής κυβέρνησης και τις πιο επείγουσες δημόσιες λειτουργίες, ενώ την ίδια στιγμή θα πρέπει να εμποδίζει τις απόπειρες αντεκδίκησης από το καθεστώς Άσαντ εναντίον πρώην ανταρτών ή των πολιτών που τους υποστήριζαν.

Ναι, το καθεστώς του Άσαντ θα παραμείνει στην εξουσία και το Ιράν και η Ρωσία θα διατηρήσουν την επιρροή τους στη Συρία. Όμως, η επίσημη ψευδαίσθηση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η Αμερική μπορεί να κατευθύνει την πορεία των πραγμάτων στη Συρία επιλέγοντας ποιος θα κυβερνά και με ποιους συμμάχους θα τελείωνε. Έχει έρθει εδώ και πολύ καιρό η ώρα για μία πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση στην οποία με το συμβούλιο ασφαλείας πιέζει τη Σαουδική Αραβία την Τουρκία το Ιράν και το Ισραήλ σε μία πραγματική Ειρήνη που θέτει ένα τέλος στο αιματοκύλισμα και επιτρέπει στο συριακό λαό να συνεχίσει τη ζωή και τις δραστηριότητές του.