Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιδιώκει μεθοδικά και υπολογισμένα να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή πόλωση στην κοινωνία. Δεν την νοιάζει βεβαίως ο θάνατος του Κουφοντίνα, αλλά δεν τη νοιάζει ούτε το στοιχειώδες: μια ψύχραιμη και τεκμηριωμένη απάντηση στο γιατί αφήνουν έναν άνθρωπο να πεθάνει.

Έγραψαν μια ανακοίνωση στο γόνατο, στην οποία δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι δίνεται μια διέξοδος με σκοπό την καταλλαγή. Είμαστε στο παρά πέντε του θανάτου και η κυβέρνηση δημοσίευσε ανακοίνωση που αναφέρεται σε σύνθημα που ακούστηκε σε πορεία και το αποδίδει στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το καφενείο είναι η κυβερνητική απάντηση σε μια κρίση που θα στιγματίσει τη χώρα για δεκαετίες. Στη συνέχεια ανέλαβε η ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής, να ισχυριστεί ότι δεν έχει ακολουθήσει τη νόμιμη διαδικασία ο Κουφοντίνας.

Ότι δεν ενδιαφέρονται για την ανθρώπινη ζωή δεν με σοκάρει, το καταλαβαίνω. Για να χρησιμοποιήσω παραλλαγμένο ένα επιχείρημά τους, θα στενοχωριόμουν αν πέθαινε ένας χρυσαυγίτης; Όχι. Να σας πω όμως τι άλλο δεν θα έκανα: δεν θα κορόιδευα τους δικούς του. Το «Έκτορα, πεινάει ο μπαμπάς σου;» γράφεται από χέρι ανθρώπου με χαρακτηροδομή βασανιστή, δεν γράφεται από άνθρωπο συνηθισμένο. Για την ακρίβεια, όποτε έχουν γίνει αστεία με το πάχος ή γενικά την εμφάνιση της Ουρανίας Μιχαλολιάκου, πάρα πολύς κόσμος επαναφέρει την κουβέντα στην πολιτική και λέει ότι ενοχλούν οι απόψεις, όχι το πάχος ούτε η εμφάνιση. Το να ειρωνευτείς άνθρωπο που χάνει τον πατέρα του, είναι βεβαίως άλλη πίστα κτηνωδίας. Δεν ζητώ να βρουν συγκινητική την περιγραφή που ο Έκτορας περιγράφει στο βιβλίο του πώς ο πατέρας του τον διάβαζε στο σχολείο από το τηλέφωνο της φυλακής. Μπορεί κάλλιστα να αδιαφορήσει. Αλλά η ειρωνεία μπροστά στον θάνατο είναι το χιούμορ του ναζί.

Και κάτι άλλο που δεν θα έκανα, ίσως σημαντικότερο από το πρώτο: δεν θα ζητούσα να παραβιαστεί ο νόμος για να ικανοποιηθώ εγώ ή τα θύματά τους. Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή κάνει κάτι που μου φαίνεται πολύ δυσβάσταχτο, γιατί καταλαβαίνω ότι φτιάχνει μια κοινωνία λίγο χειρότερη, για όλους μας.

Δεν περιμένουν να υπαναχωρήσουν την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο που επιθυμούν είναι να βρεθεί λύση. Κάθε βράδυ που περιμένω να πεθάνει ο Δημήτρης Κουφοντίνας σκέφτομαι το ίδιο πράγμα. Τον χρησιμοποιούν για να αλλάξουμε εποχή. Για να γίνουν επεισόδια, να συλλαμβάνουν και να δέρνουν και να πάψει κάθε πολιτική συζήτηση, και να αντικατασταθεί από κραυγές για το αν φτάνει αυτή η αστυνόμευση ή αν θέλουμε κι άλλη.

Υπάρχουν δύο στοιχεία που με κάνουν να ανησυχώ πάρα πολύ για το τι έρχεται:

Το πρώτο είναι η ένταση της αστυνόμευσης.

Μετά τον Ινδαρέ, καταλάβαμε ότι η αστυνομία δεν θα απολογηθεί για τίποτα. Θα δέρνει τυχαίους γείτονες και θα απαντά έτσι γουστάρουμε. Μετά το Εφετείο, φάνηκε ότι ο υπουργός δεν κοκκινίζει όταν λέει τα πιο εξωφρενικά ψέματα, όπως ότι πέσαν 150 μολότωφ που δεν τις είδε κανείς. Μετά το ΑΠΘ, φάνηκε ότι η αστυνομία θα δέρνει όπως και όσο γουστάρει.

Αυτό έκανε και με τους επτά τραυματισμένους φωτορεπόρτερ της Παρασκευής.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ο ολοκληρωτικός έλεγχος του Τύπου. Εκτός από τα εξαγορασμένα ΜΜΕ στα οποία χρειάστηκε να επέμβει με εξώδικο η Γ. Κούρτοβικ προκειμένου να σταματήσουν να ψεύδονται σε σχέση με τον εντολέα της, είχε μείνει το διαδίκτυο, όπου ο κόσμος, με σχόλια και αναρτήσεις στεκόταν αλληλέγγυος σε σημαντικό ποσοστό στο αίτημα του Δ. Κουφοντίνα.

Περιμέναμε ότι η συζήτηση στη Βουλή για την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου θα είχε ως κερασάκι τον έλεγχο των ΜΚΔ, των σόσιαλ μήντια. Δεν χρειάστηκε. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν σωρηδόν προφίλ σχολιαστών που τοποθετούνται σε σχέση με το αίτημα για τη μεταφορά του Κουφοντίνα στον Κορυδαλλό, υπό το πρόσχημα ότι παραβιάζουν τους όρους της κοινότητας.

Ο έλεγχος των αναρτήσεων απαιτεί τη συνδρομή ανθρώπων που μιλούν τη γλώσσα στην οποία γίνονται οι παραβιάσεις. Ανθρώπινος παράγοντας υπό τις δεδομένες περιστάσεις σημαίνει ολοκληρωτικός έλεγχος από το επικοινωνιακό σύστημα της ΝΔ. Τα περί αλγορίθμων τα ακούω με πολλή προσοχή και τα θεωρώ αφελή.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας έγραφε στο βιβλίο του ότι «μια τέτοια όξυνση της σύγκρουσης την επιζητούσε το κράτος, ιδιαίτερα οι ξένες μυστικές υπηρεσίες». Δεν ξέρω γιατί το έλεγε και πού το στήριζε.

Ξέρω όμως ότι εδώ και πολλές μέρες η κυβέρνηση έχει αποφασίσει το πλήρες σχέδιο της όξυνσης. Κατηγορεί όσους υπερασπίζονται το αίτημα του Κουφοντίνα ως φιλοτρομοκράτες, μπας και κερδίσει κανέναν πόντο στη μάχη με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αυτό που διακυβεύεται είναι πολύ βαθύτερο: θα έχουμε νεκρό απεργό πείνας, του οποίου το αίτημα ήταν σύννομο.

Όταν θα είμαστε στους δρόμους και θα διαμαρτυρόμαστε, η κυβέρνηση έχει φροντίσει να αγοράσει κανάλια για να ψεύδονται και μπάτσους για να δέρνουν. Την ίδια στιγμή, οι αποκλίνουσες φωνές στο διαδίκτυο δεν θα αγνοούνται απλώς, γιατί αυτό δεν πήγε καλά, αλλά θα κλείνει το προφίλ τους στο Facebook.

Δεν έχω βεβαίως ιδέα για το τι θα γίνει, εκτός από το πολύ άμεσο μέλλον, όπου θα έχουμε αστυνομική βαρβαρότητα και κυβερνητικά ψεύδη, ώστε να μη συζητάμε για συγκάλυψη βιαστών παιδιών ή αποτυχημένα μέτρα για την πανδημία και την οικονομία, αλλά να παίζουμε τις κουμπάρες για το αν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα τρομοκρατών.

Αυτή η κατάσταση, όπως θα έλεγε ο Μέλβιλ, «καταστρέφει κάθε ίχνος κοινωνικότητας. Μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε κούτσουρο ή μάλλον σε γεμάτο κανόνι, το οποίο μέχρι να βροντήξει δεν έχει τίποτε να πει».

Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τακτική αποπροσανατολισμού, αλλά επειδή αφήνει στον δρόμο της έναν νεκρό, τον Κουφοντίνα, και στη συνέχεια ποιος ξέρει πόσους τραυματίες, αυτό είναι πολύ λίγο.

Με λίγα λόγια, νιώθω ότι απλώς αλλάζουμε εποχή.