Τον περασμένο Απρίλιο ο Κωνσταντίνος Πουλής δημοσίευσε ένα σπαρταριστό κείμενο στο The Press Project με τίτλο «Το σώμα σε καραντίνα». Το κείμενο θέτει ερωτήματα σχετικά με την φθίνουσα σημασία του σώματος στον σύγχρονο κόσμο, όπου πολύ μεγάλο μέρος της ανθρώπινης επαφής κι επικοινωνίας διαμεσολαβείται πια από ψηφιακές τεχνολογίες. Τα ερωτήματα αυτά δεν εκπορεύονται από τρελές φαντασιώσεις, βγαλμένες από δυστοπικές σειρές τύπου Black Mirror, ούτε περιορίζονται στην γραφειοκρατική διαχείρηση της τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης σε έκτακτες συνθήκες καραντίνας. Είναι ερωτήματα καίρια για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, από την εργασία και την εκπαίδευση μέχρι τις κάθε είδους προσωπικές σχέσεις. Αφορούν δηλαδή όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας στο εδώ και το τώρα, σε ένα τώρα που φαίνεται ότι θα έχει διάρκεια.

Συνοπτικά, για τον συγγραφέα η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών απελευθερώνει τα «φυλακισμένα», «ανάπηρα» σώματα ή σώματα με ιδιαιτερότητες, δίνοντας την δυνατότητα στα άτομα να επικοινωνήσουν χωρίς φραγμούς τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Στην ίδια περίπου γραμμή σκέψης, τίθενται ερωτήματα σχετικά με τον κινηματογράφο και την φωτογραφία που επικράτησαν στον 20ο αιώνα, αλλά τελικά συνυπήρξαν με το ζωντανό θέατρο, όπως και τα αυξανόμενα πλεονεκτήματα των υπολογιστών, των tablets και των e-books έναντι των χάρτινων βιβλίων και περιοδικών. Σε μια ζωντανή (!) κουβέντα που είχαμε με τον συγγραφέα, αναρωτήθηκε εάν τελικά στο μέλλον ο μόνος λόγος που θα συνεχίσουν -αν συνεχίσουν- να παράγονται βιβλία είναι ένα είδος ανορθολογικού φετιχισμού.

Προφανώς αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση, όπου δημιουργούνται συνεχώς νέα ερωτήματα σε πολλά πεδία και δεν μπορούμε εδώ να ανοίξουμε διάλογο για όλο το φάσμα  αυτών. Επίσης υπάρχουν άνθρωποι με πολυετείς μελέτες στην ανθρωπολογία του ψηφιακού πολιτισμού και στην κοινωνιολογία του σώματος που θα μπορούσαν να κάνουν εκτενέστερες και πιο εμπεριστατωμένες τοποθετήσεις για όλ’ αυτά. Επιλέγω λοιπόν να φωτίσω δυο μόνο σημεία περί ανθρωπινότητας: Ένα που είναι ήδη γνωστό σε μεγάλο κομμάτι των αναγνωστών κι απορρέει από τις πρόσφατες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες και σε άλλους συγγενείς κλάδους. Κι ένα που απορρέει κυρίως από ιστορικά διαβάσματα για τελετουργίες και δοξασίες σε πιο αθέατες περιοχές του πλανήτη, όπως η υποσαχάρια Αφρική.

Το πρώτο έχει να κάνει με την βιολογική και ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου για άγγιγμα, χάδια, αγκαλιά. Υπάρχουν ισχυρές επιστημονικές ενδείξεις (για να μην χρησιμοποιήσω την απόλυτη έκφραση «είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο) ότι ο άνθρωπος από έμβρυο χρειάζεται το συνεχές άγγιγμα της μάνας και την φυσική επαφή με τους γύρω του για να αναπτυχθεί ο εγκέφαλος. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την σύναψη ερωτικών σχέσεων και την σεξουαλική ανάπτυξη του ανθρώπου. Από αυτήν την άποψη, δεν φαίνεται να είμαστε έτοιμοι να αποχωριστούμε το σώμα μας και να το αφήσουμε να ατροφήσει.

Κατά πάσα πιθανότητα, η εμπειρία της μαθητείας και της διδασκαλίας επηρεάζεται εξίσου από την ζωντανή επαφή των μαθητών με τον/ην δάσκαλο/α.  Σε ό,τι με αφορά, έχω εντοπίσει σημαντικές διαφορές στην πρόσληψη της πληροφορίας και στην μετατροπή της σε γνώση όταν ένα μάθημα ή μια διάλεξη γίνεται ζωντανά, από κοντά, κι όταν γίνεται ονλάιν. Στο πανεπιστήμιο που εργαζόμουν στην Ολλανδία είχε γίνει μάλιστα μια σχετική έρευνα και συμπεριλάμβανε μέχρι κι ένα ερώτημα για την χρήση φορητων υπολογιστών στην διάρκεια των μαθημάτων. Με έκπληξη διαπιστώθηκε ότι οι φοιτητές/ριες που κρατούσαν σημειώσεις σε χαρτί είχαν καλύτερες επιδόσεις από αυτούς κι αυτές που χρησιμοποιούσαν τα pc τους για τον ίδιο σκοπό… Ίσως έχει να κάνει με το πως εγγράφεται καλύτερα, γρηγορότερα ή για μεγαλύτερη διάρκεια, μια πληροφορία στην μνήμη. Μένει να διερευνηθεί περαιτέρω.

Εδώ όμως έρχονται οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στις 3D τεχνολογίες και στην κατασκευή avatar, που ανοίγουν νέους δρόμους στην ψηφιακή ανθρώπινη επαφή, από το λεγόμενο cybersex μέχρι μαθησιακές δραστηριότητες. Οι νευροεπιστήμονες εξετάζουν το ενδεχόμενο ο ανθρώπος να μπορεί να βιώσει με όλες τις αισθήσεις του την ψηφιακή πραγματικότητα και ήδη μέρος αυτής της γνώσης έχει δοκιμαστεί στην πράξη, έχει εφαρμοστεί κι έχει παράξει αποτελέσματα (πχ στην Ιαπωνία). Θα αντικαταστήσουν κάποια στιγμή αυτοί οι τρόποι επικοινωνίας και «σύνδεσης» μέσω καλωδίων το πραγματικό άγγιγμα, στέλνοντας στον εγκέφαλο ίδια ή παρόμοια σήματα; Δεν έχω ιδέα, κι εδώ υπάρχουν άλλοι καταλληλότεροι, πιο ειδικοί, να δώσουν απαντήσεις.

Αυτό που θέλω να βάλω στο τραπέζι είναι μια απλή σκέψη που έχει να κάνει περισσότερο με την φιλοσοφική συζήτηση περί ανθρωπινότητας, με το τι είναι για μας και τι θέλουμε να είναι ο άνθρωπος. Προχτές διάβαζα πάλι για βασίλεια, νομαδικούς πληθυσμούς και φυλές στην προ-αποικιακή Αφρική κι έπεσε το μάτι μου στην περίπτωση ενός Αφρικανού βασιλιά που για να κυβερνήσει έπρεπε να φαίνεται ότι είναι «ασώματος» ή μάλλον να έχει σώμα, αλλά αυτό το σώμα να μην έχει φυσικές λειτουργίες. Φανταστείτε ότι είμαστε στον 15ο αιώνα, σε μια από τις δυναστείες του Κονγκό, στο βασίλειο του Loango. Οι κυβερνήτες εκεί, οι Maloango, εκτελούσαν μια σειρά από τελετουργικά που συναντιούνται και σε άλλα μέρη της Αφρικής. Ο Maloango λοιπόν, για να πείσει για την υπεράνθρωπη φύση του, έπρεπε να είναι αόρατος, όσο εκτελούσε οποιαδήποτε φυσική λειτουργία. Όταν έπινε, έπρεπε οι παρόντες να θάβουν το κεφάλι τους στη γη. Και πάντα έτρωγε τα γεύματά του μόνος. Όποιος γινόταν μάρτυρας μιας τέτοιας στιγμής, έπρεπε να θανατωθεί. Το κοινό καλό της κοινότητας των Vili εξαρτιόταν από την φυσική τελειότητα του βασιλιά τους. Η φυσική τελειότητα εδώ συμπίπτει σχεδόν με την φυσική ανυπαρξία.

Η ιδέα αυτή δεν είναι ξένη προς άλλες δοξασίες και θρησκείες, όπως και αυτή του χριστιανισμού, όπου οι σωματικές λειτουργίες αντιμετωπίζονται ως αμαρτία ή τουλάχιστον βρώμικες. Κι η κυριαρχία της πνευματικής υπόστασης επί του ακάθαρτου σώματος σηματοδοτεί τον εξαγνισμό του ανθρώπου. Το μόνο που θέλω να πω με όλ’ αυτά είναι ότι η ιδέα του «ασώματου» ανθρώπου δεν είναι και τόσο καινούρια, όσο ίσως θέλουν να πιστεύουν οι θιασώτες των νέων τεχνολογιών. Επίσης, ακόμα και αν ήταν καινοτόμα, αυτό δεν θα σήμαινε ότι είναι πιο προοδευτική από την ιδέα ενός ανθρώπου με σώμα και φυσικές λειτουργίες. Η πρόοδος και η οπισθοδρόμηση είναι τελικά πολύ σχετικές έννοιες και το γεγονός ότι μια πραγματικότητα επικρατεί μιας άλλης μέσα στον ιστορικό χρόνο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η πρώτη είναι προτιμότερη ή καλύτερη. Αυτό μένει να το πούμε εμείς, οι άνθρωποι. Οι εκάστοτε συνέπειες της τεχνολογικής προόδου δεν είναι αναπόφευκτο πεπρωμένο. Εμείς θα αποφασίσουμε πως θέλουμε να είναι ο άνθρωπος. Ένας τέλειος, σχεδόν φασιστικός «υπεράνθρωπος» ή ένας άνθρωπος με σώμα, φυσικές λειτουργίες και απρόβλεπτες συγκινήσεις, εκτός προγραμματισμού;

Κλεονίκη Αλεξοπούλου

Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, ιστορικός